Η «Κίνηση των 58». Επιτέλους, αυτό που όλοι περιμέναμε· με
κομμένη την ανάσα.
Η «Κίνηση των 59» που ήλθε, σαν μάννα εξ ουρανού, να
ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της πολιτικής μας ζωής.
Με τρόπο σύγχρονο, παρεμβατικό – με τρόπο δημοκρατικό.
Η Σώτη
Τριανταφύλλου, συγγραφέας, αποτελεί έναν από τους ρούκουνες ετούτης της σημαντικής προσπάθειας.
Κανέναν δεν εξέπληξε η συγκεκριμένη, οπωσδήποτε βαρύνουσα,
εξέλιξη.
Γιατί η ευαισθητοποιημένη συγγραφέας, εδώ και κάμποσο
καιρό, παρεμβαίνει δυναμικά (και κυρίως ουσιαστικά) στα πολιτικά μας πράγματα,
με πρωτοβουλίες, συμμετοχές, μπροσούρες, ομιλίες, αρθρογραφίες, συνεντεύξεις
κατά τρόπο «αιρετικό» (δηλ. εντελώς συμβατικό).
Πώς βλέπει την περίφημη «Κίνηση των 58»;
Τι το σημαντικό «κομίζουν» – όπως λένε και οι
διανοούμενοι – αυτοί οι 59;
Γιατί οι 58 δικαιούνται να απευθύνονται στην κοινωνία ως
καθοδηγητές;
Σε τι, τελικά, αποβλέπουν οι 59;
Γιατί είναι 59 αφού είναι 58;
Γιατί είναι 58 αφού είναι 59;
Η Σώτη Τριανταφύλλου απαντά, με το άρθρο της, κάτι σαν αυτοβιογραφικό
ημερολόγιο, σε όλα ετούτα τα σημαντικά ερωτήματα, και σε πολλά άλλα ακόμη,
εξίσου ή και ακόμη περισσότερο σημαντικά.
Απαντά λογοτεχνικά. Σχεδόν χωρίς τελείες· με πολλές άνω
τελείες.
Κι αν ετούτη η σημαντική εξομολόγηση (όπως, άλλωστε, και
το αυτοβιογραφικό της πόνημα «Ο Χρόνος Πάλι») θα θυμίσει σε κάποιους (σε
ποιους; σε πόσους;), μορφολογικά / υφολογικά, το Montauk του Max Frisch, αυτό ας
θεωρηθεί όχι ως αντιγραφή αλλά ως απλή σύμπτωση.
Στους περισσότερους, άλλωστε, δεν θα θυμίσει τίποτε άλλο,
παρεκτός τη μία και μοναδική Σώτη Τριανταφύλλου – τη συγγραφέα και πολιτική
ακτιβίστρια με τις σημαντικές και πρωτότυπες απόψεις που όλοι θαυμάζουμε.
«Κίνηση των 59» και Σώτη Τριανταφύλλου.
Επιτέλους. Υπάρχει ελπίς…
Το τηλεφώνημα
Βρίσκομαι στο πνιγηρό δωμάτιο ενός μοτέλ έξω από τα όρια
της Ιντιάνα· ο αέρας λες και έχει βάλει στόχο να ξεκολλήσει τα ετοιμόρροπα παντζούρια·
κλεισμένη μέσα εδώ και δύο βδομάδες· δεν θέλω να πάω πουθενά· μόνο να διαβάζω·
είμαι κουλουριασμένη επάνω στο κρεβάτι με τα πόδια μαζεμένα στα αριστερά μου·
πίνω μπύρα, ράθυμα, και διαβάζω Λόουρυ· «Κάτω από το ηφαίστειο»· χτυπάει το
κινητό· είναι ο Μάνος Ματσαγγάνης· «ναι», μου λέει, «θα είμαι και εγώ στην
“Κίνηση των 58”»· ευτυχώς!· ποντάρω πολλά στον Ματσαγγάνη· το ίδιο και η χώρα·
είναι σπουδαίο μυαλό ο Ματσαγγάνης· με πολλές και καλές ιδέες· μου έρχεται να
κλάψω· από χαρά· η Κίνηση θα πάει καλά με την προσθήκη του Μάνου· είμαι
σίγουρη· ανοίγω ένα ακόμη κουτάκι μπύρα και το κατεβάζω μονορούφι· είμαι, για
πρώτη φορά εδώ και καιρό, αισιόδοξη· μου έρχεται να γελάσω· όποιος γελάει δεν
έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· προσέχω λοιπόν και παραμένω βλοσυρή· με το
βλέμμα χαμηλά· όπως πάντα· ψυχική κατάσταση καλή· συμπεριφορά διόλου
κατατονική· τα νεύρα μου είναι εντάξει· «μπαμπά, μαμά, ΣΑΣ ΜΙΣΩ!»· «μόνο την
“Κίνηση των 59”
και τη σοσιαλδημοκρατία αγαπώ» θέλω να ουρλιάξω· και ανοίγω άλλη μια μπύρα.
On the road
Παρότι σιχαίνομαι τις εξομολογήσεις, βρίσκομαι μέσα σε
ένα αυτοκίνητο που αγόρασα για μόλις 500 δολάρια από έναν μελαμψό μονόχειρα από
το Τεννεσσί που φορούσε δερμάτινο eye patch· το αριστερό
του μάτι βγαλμένο και το δεξί του χέρι κομμένο, μάλλον από την Κου Κλουξ Κλαν·
μου ήρθε να ουρλιάξω· αλλά συνεχίζω να οδηγώ· το αυτοκίνητό μου είναι μια σαραβαλιασμένη
Μάστανγκ που παρόλα αυτά καταπίνει φιλότιμα τα χιλιόμετρα· προορισμός μου το
Ντιτρόιτ για να δω μια σούπερ σπάνια άγνωστη μπάντα από τη Σενεγάλη· ροκ
φυσικά· όσο η Μάστανγκ αγκομαχά, τόσο
εγώ οδηγώ φρενιασμένα σαν να μην υπάρχει αύριο· σαν ένα είδος μεσμερισμού·
οδηγώ με το δεξί πόδι στο γκάζι και το αριστερό διπλωμένο στο κάθισμα· πίνω
χλιαρή μπύρα· με σταματάνε οι μπάτσοι· «είμαι η Σώτη Τριανταφύλλου της “Κίνησης
των 57”!»
ουρλιάζω, και αμέσως, έντρομοι, με αφήνουν να συνεχίσω· που να με πάρει, θέλω
να ξεφύγω από όλους κι από όλα· από το μικροαστικό βόλεμα· από την εξουσία· από
τη θρησκεία· από τη διαλυμένη οικογένεια· «βλαπτική οικογένεια, κακή
οικογένεια» που λέει και ο Ντμίτρι Κοζακίεβιτς στο «Παρανάλωμα μια ψυχής»· δε
θέλω να σκέφτομαι τίποτα· ίσως μόνο την «Κίνηση των 58»· η σοσιαλδημοκρατία και
ο φιλελευθερισμός ως ανάχωμα στον ολοκληρωτισμό· «η Κίνηση κάτι σημαντικό θα
φέρει, θα δεις», λέω καθησυχαστικά στον εαυτό μου.
Παρίσι
Παρίσι, Παρισάκι· βγαίνω από το μπαλκόνι του
διαμερίσματός μου και κοιτάζω κάτω, έτσι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο· παρατηρώ τους
πάντες και τα πάντα· ένα είδος μεσμερισμού· χτυπάει το τηλέφωνο· είναι (πάλι) ο
Ματσαγγάνης· «η “Κίνηση των 59”
θα πάει καλά», μου λέει· το πιστεύω· το ελπίζω· το έχει ανάγκη η χώρα· θυμάμαι
έναν σπουδαίο φιλόσοφο και φίλο, το Νίκο Δήμου, να λέει, κάποιο βράδυ, φορώντας
ένα μπεζ γιλέκο: «η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας!»· μεγάλη κουβέντα· Έλληνας:
αρνητικά συναισθήματα κατευθείαν στο spleen· ποντάρω πολλά στην «Κίνηση των 58»
για να αλλάξει επιτέλους κάτι σε αυτή τη χώρα· θυμάμαι μια φράση του Τζώρτζη
Παγουλάτου (που συμμετέχει κι αυτός στην «Κίνηση των 57»): «Πρέπει να πάμε μπροστά»·
ή κάπως έτσι· παίρνω βαθιές ανάσες ανακούφισης και συμφωνώ· ανοίγω μια μπίρα
και ανάβω τσιγάρο.
Μέμφις
Με ένα σαραβαλιασμένο σεντάν που έχω κλέψει φτάνω στο Μέμφις·
μόνο και μόνο για να νιώσω το «Memphis, I left my heart in Memphis» που
τραγουδούσε, με εκείνον τον μοναδικό του τρόπο, σπαραχτικά, ο Eugene Logan· ροκ συναισθήματα κατευθείαν
στο spleen· πίνω
μπίρες, πολλές μπίρες σε ένα υπόγειο κλαμπ· και καπνίζω· βγαίνοντας από το
κλαμπ, το ξημέρωμα, πέφτω σε κάτι κουμάσια με μαχαίρια· στις μπλούζες τους στάμπες
«white power»· έχουν
βάλει στο μάτι ένα Μαροκινό· «fuck off mother fuckers!», ουρλιάζω·
τρέπονται σε φυγή· μεγάλη περιπέτεια· δεν επαρκούν ούτε πεντακόσιες σελίδες για
να εξιστορήσω τις στιγμές που πέρασα έξω από το υπόγειο κλαμπ του Μέμφις εκείνο
το ξημέρωμα· ίσως να τα γράψω κάποτε σε ένα βιβλίο· σημαντικό βιβλίο·
συμβαίνουν τέτοια περίεργα στους συγγραφείς· ειδικά στους κοσμοπολίτες
συγγραφείς που ταξιδεύουν πολύ, όπως εγώ· που έχουν διανύσει εκατοντάδες
χιλιάδες μίλια, εκατομμύρια μίλια, σε σκοτεινά δρομάκια, σε τροπικά δάση, σε
λεωφόρους, σε άνυδρες σαβάνες, από το Ταλλαχάσσι μέχρι το Νταρ ες Σαλάμ· living dangerously· μπαίνω στο
ετοιμόρροπο σεντάν με άγνωστο προορισμό· το μυαλό μου πηγαίνει στην «Κίνηση των
59»· τι να σκέφτεται άραγε ο Νίκος Μπίστης; θα γίνει γρήγορα η μεταρρύθμιση;
και ο Ματσαγγάνης; τι να λέει τώρα ο Ματσαγγάνης; Ρουφάω άλλη μια γουλιά από
την μπίρα μου και χτυπάω ρυθμικά τα δάχτυλα πάνω στο τιμόνι στο ρυθμό της
μουσικής (Belle and Sebastian, «The boy with the arab strap»)· ξαφνικά
σκέφτομαι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, τον φίλο μου, τον Χρήστο Χωμενίδη· μου έρχεται
να ουρλιάξω.
Πιτσιμπούργκο
Έχω φτάσει με ένα σαραβαλιασμένο βανάκι στο Πίτσμπεργκ· Πιτσιμπούργκο,
όπως το λέω εγώ· συγγραφική αδεία· έχω γράψει και ολόκληρο βιβλίο με αυτόν τον
τίτλο· σημαντικό βιβλίο· είμαι συγγραφέας· και ως συγγραφέας μπορώ να λέω ό,τι
θέλω· και όπως το θέλω· ο συγγραφέας είναι ο φανοστάτης της γλωσσικής επινόησης,
όπως ο λέει στο δοκίμιό του για τη τέχνη της γραφής ο Ρομάν Βαμβακίεβιτς· Πιτσιμπούργκο,
λοιπόν· κάθομαι μέσα στο πνιγηρό δωμάτιο ενός μοτέλ και πίνω μπίρες· βγαίνω
μόνο για να αγοράσω ντόνατς από ένα κορίτσι που δείχνει καταπιεσμένο αλλά με
όνειρα· «φτωχή Μάργκο», της λέω· «δεν με λένε Μάργκο», μου λέει γελώντας· όποιος
γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· επιστρέφω στο μοτέλ και τρώω τα
ντόνατς· σιχαίνομαι τις προσωπικές εκμυστηρεύσεις, το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά
πρέπει να αποκαλύψω ότι μου αρέσουν τα ντόνατς· όλα τα ντόνατς· με κρέμα, με
σοκολάτα, με κεράσι, πασπαλισμένα με ζάχαρη ή ακόμα και σκέτα· σκέφτομαι ότι
στη βουλή, αν μπούμε ως «Κίνηση των 58», σερβίρουν, αντί για ντόνατς,
σουσαμένιο κουλούρι με τυρί και μου έρχεται να κλάψω· μου έρχεται να ουρλιάξω.
Σάββατο βράδυ
στην άκρη της πόλης
Σάββατο βράδυ στην άκρη του Λονγκ Άιλαντ· έμμεση αναφορά στον
Μαξ Φρις και το «Μόντοκ»· που να με πάρει, απλώς τον έχω μεταφράσει· είναι ψέμα
ότι τον έχω αντιγράψει· κάθομαι μόνη, κουλουριασμένη σε ένα παγκάκι με τα πόδια
μαζεμένα στα δεξιά μου· πίνω μπίρα, καπνίζω και κοιτάζω· σχολιάζω τον κόσμο· τα
ρούχα τους, τα μαλλιά τους· ξαφνικά σκέφτομαι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ότι ο
Ματσαγγάνης δεν έχει μαλλιά· «έχει όμως γνώση και διάθεση για προσφορά», μονολογώ·
παρακολουθώ προσεκτικά την κάθε κίνηση, την κάθε συμπεριφορά· κόσμος συντηρητικός·
τακτοποιημένος· έμφοβος· «δεν
υπάρχει θεός!» μού έρχεται να ουρλιάξω· «μόνο η “Κίνηση των ’58”»· «η “Κίνηση
των 59” και
η αγάπη· «Only love can fill» που
τραγουδάνε και οι Grateful Dead στο «Comes a time»· ή «η
αγάπη, μόνο η αγάπη» όπως έχει γράψει ο Ζαν Κλοντ Μονγκολφιέ· οι γύρω μου με κοιτάζουν
καχύποπτα· που να με πάρει, μου έρχεται να κλάψω· ανάβω τσιγάρο· και κατεβάζω
άλλη μια γουλιά μπίρα· όλα είναι δυνατά· αρκεί να υπάρχει φιλία και αγάπη.
Ανήσυχες
μέρες στο Κλισύ
«Δεν είμαι καταθλιπτική, δεν είμαι καταθλιπτική, δεν
είμαι καταθλιπτική!»· το λέω ρυθμικά, επαναληπτικά, καθώς περπατώ με τις ώρες,
φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες που δεν αποχωρίζομαι ποτέ, πάνω κάτω, στην
πλατεία Κλισύ· αναζητώ την ελευθερία μέσα από το tourbillon de la vie· περνώ
μπροστά από ένα καφέ· με κοιτάνε· if looks were knives I would be dead· νομίζουν
ότι παραμιλάω· άνθρωποι συντηρητικοί, συμβιβασμένοι, τακτοποιημένοι· έμφοβοι· μου
έρχεται να βάλω βόμβα στο καφέ και να ουρλιάξω· σκέφτομαι όμως ότι είμαι
μετριοπαθής, σοσιαλδημοκράτισσα και φιλελεύθερη, μέλος της «Κίνησης των 59», και,
που να με πάρει, συγκρατιέμαι· σκέφτομαι ότι οι διέξοδοι από μια ζωή που δεν σε
ευχαριστεί είναι αποκλειστικά η ευθανασία και η αυτοκτονία… Τώρα πια και η
«Κίνηση των 58».
Κι αν είμαι
ροκ
Κάποιοι με λένε ροκ συγγραφέα· εγώ – αν και δεν μου
αρέσει να περιαυτολογώ – λέω ότι είμαι απλά μια καλή συγγραφέας· θυμάμαι τη
φράση «Ο συγγραφέας ή είναι ή δεν είναι»· ήταν τον Χόλντερστεν; ή μήπως του
Λαμπουαζιέ;
Γράφω εκκινούμενη πάντα από το συναίσθημα· τα
συναισθήματά μου καταλήγουν στο spleen· έχω τα ακουστικά στα αυτιά μου· ακούω – τι
άλλο… – ροκ· The Jesus and Mary Chain, the Pixies, Grateful Dead· «το ροκ
εκπροσωπείται στην “Κίνηση των 58”
με τον Νίκο Πορτοκάλογλου», σκέφτομαι και ηρεμώ· καθώς περπατώ, χορεύω στον
ρυθμό· με κοιτούν αλλά αδιαφορώ· οι βολεμένοι, οι τακτοποιημένοι δεν μπορούν να
καταλάβουν ότι τα καλύτερα παιδιά, οι ανένταχτοι, οι επαναστάτες, είτε πέθαναν,
είτε τρελάθηκαν, είτε κλείστηκαν σε κέντρα αποτοξίνωσης· μερικοί μόνο έμειναν
ζωντανοί και ελεύθεροι· να ακούνε ροκ από τα ακουστικά και να χορεύουν στο
δρόμο.
The meaning
of life
Γεννήθηκα το ’57· ένα χρόνο πριν το ’58· και δύο πριν το ’59· η «Κίνηση των 58»· η
«Κίνηση των 59»· διόλου συμπτωματικό· κάτι σαν μεσμερισμός· ερώτημα: που να με
πάρει, γιατί είμαι έμφοβη απέναντι στο joie de vivre; Γιατί; «Να
ζήσουμε· αυτό που μετρά είναι να ζήσουμε», όπως είπε και ο Αλαίν Ραμπουιγιέ· το
άλλο μόνιμο ερώτημα: πού να μας περιμένει άραγε η ευτυχία;
Στο πνιγηρό δωμάτιο κάποιου μοτέλ στο Όρεγκον; Στις
αέναες περιπλανήσεις του Ντέιβιντ Λοκ στο «Επάγγελμα Ρεπόρτερ»;
Σε μια συναυλία των ZZ Top;
Σε ένα κουτάκι μπίρα και ένα τσιγάρο;
Ή μήπως, απλά, πολύ απλά, στην «Κίνηση των 58»;
Χρυσή Αυγή
Θυμάμαι ένα δοκίμιο του Τεοφίλ Ζουρντάν που λέει κάπου
ότι «μετά τη νύχτα έρχεται η αυγή»· αυγή· συνειρμικά το μυαλό μου πηγαίνει στη
Χρυσή Αυγή· «fuck off mother fuckers!», μου
έρχεται να ουρλιάξω· κάτι πρέπει να γίνει· γι’ αυτό συμμετέχω στην «Κίνηση των
58»· σκέφτομαι την κατάσταση και μου έρχεται να κλάψω· ποτέ δεν κατάλαβα γιατί κάποιοι
γελάνε· το γέλιο, στις σημερινές συνθήκες, ισοδυναμεί με συνενοχή· με νερό στο
μύλο του φασισμού· ή και με βλακεία· όποιος γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την
φριχτή είδηση· γι’ αυτό και εγώ δεν γελάω ποτέ· ΠΟΤΕ!
Αύριο θα
είναι αργά
Παρίσι, Παρισάκι· φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες μου που
δεν αποχωρίζομαι ποτέ, περπατώ προς την πλατεία Κλισύ· «Hey you!», φωνάζω ξαφνικά
στον άντρα με τα καφέ ρούχα και την φαλάκρα· γυρίζει· είναι πράγματι ο Ματσαγγάνης·
«Μάνο, τι νέα από την “Κίνηση των 59”;»,
ρωτάω· «δεν με λένε Μάνο», μου λέει και φεύγει σαν φοβισμένος· πρέπει να έχω
πιει και καπνίσει πολύ· συνεχίζω να περπατώ όλο και πιο γρήγορα· για έναν
ακαθόριστο λόγο σκέφτομαι την Αθηνά Δρέττα, την οδοντογιατρό, της «Κίνησης των
58», που εμφανισιακά – και όχι μόνο – μού μοιάζει· μου αρέσει η Αθηνά· είναι
σαν και εμένα, τολμηρή και άφοβη, σαν juvenile delinquent, που λέμε
και στο Μανχάτταν· σαν cocotte της Μονμάρτρ, που λέμε και στο
Παρίσι· μπορεί να προσφέρει πολλά στην Κίνηση· «it’s the singer, not the song», σκέφτομαι·
η Αθηνά με παραπέμπει στην θελκτική και πολιτικοποιημένη Ντάνα στο «Τώρα, γιατί
αύριο θα είναι αργά» του Μίροσλαβ Μπιφτεκίεβιτς.
Σκέφτομαι ότι ο τίτλος
αυτού του φιλμ ταιριάζει γάντι και στην «Κίνηση των 59».
Identity crisis
«Ποια είμαι τελικά;», αναρωτιέμαι πίσω στην Αθήνα·
θυμάμαι συνειρμικά μια σημαντική φράση του Γιάννη Μπέζου (που συμμετέχει και
αυτός στην «Κίνηση των 159»): «ο καθένας είναι αυτό που είναι»· το σκέφτομαι
ξανά και ξανά· «Σώτη, είσαι μια μεγάλη συγγραφέας!», μου λέει ξαφνικά ο Νίκος
Δήμου, φορώντας ένα καταπληκτικό γιλέκο· «κι εσύ, Νίκο, είσαι ένας μεγάλος
φιλόσοφος!», του λέω με τη σειρά μου· «ο αιώνιος φθόνος απέναντι στους ικανούς
– είμαστε και οι δύο πολύ μεγάλοι, γι’ αυτό μας ζηλεύουν», μου ξαναλέει· «η
δυστυχία του να είσαι Έλληνας!», λέμε και οι δύο ταυτόχρονα, με μια φωνή.
Σώτη
Τριανταφύλλου
Παρίσι, Ιντιάνα, Λονγκ Άιλαντ, Μέμφις, Ντιτρόιτ,
Πιτσιμπούργκο, Οκτώβριος 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου