“Ο καινοτόμος κάνει εχθρούς όλους εκείνους που
ευημερούσαν κάτω από την παλιά τάξη πραγμάτων και μόνο χλιαρή υποστήριξη απ'
όσους θα ευημερήσουν από τη νέα τάξη πραγμάτων (...) εν μέρει από το φόβο των
αντιπάλων τους που έχουν την υποστήριξη των υπάρχοντων νόμων με το μέρος τους
και εν μέρει επειδή οι άνθρωποι είναι κατά κανόνα δύσπιστοι και ποτέ στην
πραγματικότητα δεν εμπιστεύονται τα καινούργια πράγματα αν πρώτα δεν τα
δοκιμάσουν με την εμπειρία. Κατά συνέπεια αυτοί που μπορούν να επιτεθούν στις
αλλαγές το κάνουν με λύσσα και η άμυνα που προτάσσουν οι άλλοι είναι απλώς
χαλαρή”. (απόσπασμα από τον “Ηγεμόνα” του Νικολό Μακιαβέλι, κεφάλαιο 6,
μετάφραση Φώντα Κονδύλη).
Αυτά γράφτηκαν αρχές του 16ου αιώνα, όχι πολύ μακριά από
την Ελλάδα, από έναν άνθρωπο που είχε υπόψη του μεταξύ άλλων και την ελληνική
(μέχρι τότε) ιστορία και σε μια εποχή που στα μέρη μας εδραιώνονταν η Οθωμανική
κυριαρχία και μαζί μ' αυτήν οι θεσμοί της και οι αντίστοιχες νοοτροπίες.
Γι' αυτά όμως θα επανέλθω παρακάτω, προς το παρόν
παραμένοντας στα λόγια αυτού του τόσο οξυδερκή και αδίκως δυσφημισμένου
στοχαστή της ύστερης Ιταλικής Αναγέννησης, νομίζω ότι δεν χρειάζεται κανείς να
προσθέσει πολλά…
Το ανωτέρω χωρίο εξηγεί με εκπληκτική ακρίβεια τις διαχρονικές
δυσκολίες του να γίνει οποιαδήποτε αλλαγή (“μεταρρύθμιση” για να
χρησιμοποιήσουμε έναν όμορφο και μοδάτο όρο, τόσο μοδάτο που όμως κινδυνεύει να
γίνει του συρμού) στη χώρα μας. Ακόμα κι όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι.
Όπως όλοι ξέρουμε, ανέκαθεν οι (νεο)Έλληνες πολιτικοί
είτε έχοντας συνειδητοποιήσει πλήρως αυτή την πραγματικότητα, είτε απλώς
συνεχίζοντας την πεπατημένη, σπανιότατα υπήρξαν μεταρρυθμιστές.
Αντιθέτως, η ευαισθησία τους στην αίσθηση του “πολιτικού
κόστους” (όρος επίσης της εποχής μας) ήταν και είναι παροιμιώδης.
Εξ' ου και η παροιμιώδης ακινησία των πάσης φύσεως
νεοελληνικών θεσμών.
Οι οποίοι σπανιότατα αλλάζουν και προσαρμόζονται εγκαίρως
– συνηθέστερο είναι απλώς οι παλιοί να καταρρέουν από μόνοι τους πριν
αλλαχθούν.
Καμιά φορά, όπως στις εποχές που ζούμε, καταρρέει
ολόκληρο το κράτος εξαιτίας (και) της πληθώρας των αναχρονιστικών και
δυσλειτουργικών θεσμών του αλλά και πάλι η δυσκολία αλλαγών είναι εκεί.
Διότι το πολιτικό κόστος αυξάνεται όταν η περιρρέουσα
ατμόσφαιρα είναι τόσο φορτισμένη με ιόντα “αγανάκτησης” κατά των πολιτικών
γενικώς.
Ο Μακιαβέλι δεν είχε υπόψη του την πολιτική των λεγόμενων
“παροχών”, έναν τομέα όπου επίσης οι Νεοέλληνες πολιτικοί διαπρέπουν
αδιαλείπτως, από τη μέρα τουλάχιστον που ο Όθωνας δέχτηκε να “ανοίξει” το (επίσημο)
πολιτικό παιχνίδι με την καθιέρωση του πρώτου νεοελληνικού Συντάγματος.
Ίσως επειδή στην εποχή του ήταν αδιανόητο να “παρέχει”
ένα καθεστώς στους υπηκόους/πολίτες του κάτι από αυτά που δεν έχει.
Με δυο λόγια, ούτε δανεικά από τις λεγόμενες αγορές υπήρχαν
τότε, ούτε τα δημοσιονομικά ζητήματα ήταν τόσο πολύπλοκα όσο σήμερα που κανείς,
αν δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με αυτά τα ζητήματα, στην κυριολεξία έχει
άγνοια από πού και πώς ακριβώς προέρχονται τα λεφτά που κρατάει στα χέρια του.
Ωστόσο, αν αντιστρέψουμε το χωρίο στην αρχή του άρθρου,
έχουμε εξήγηση και για αυτό το φαινόμενο: Διότι, όταν δίνεις κάτι από αυτά που
δεν έχεις πραγματικά (π.χ. δανεικά), τότε οι ωφελημένοι έχουν ονοματεπώνυμο,
ενώ αυτοί που θα πληρώσουν συχνά δεν το ξέρουν καν.
Κι όσοι το ξέρουν, είναι δύσπιστοι για το αν όντως εν
τέλει θα έρθει ο λογαριασμός καθώς, όπως είπαμε, οι άνθρωποι χρειάζονται πρώτα
να δοκιμάσουν κάτι με την εμπειρία για να το πιστέψουν πλήρως.
Για να το πούμε με ένα παράδειγμα: Μια άυξηση σε μισθούς,
μερικοί διορισμοί, μερικές επιδοτήσεις (ή για να πούμε κάτι σημερινό, μερικές
“διαγραφές χρεών”) έχουν τους προφανείς και φανατισμένους οπαδούς τους.
Αντιπάλους δεν έχουν ούτε αρκετούς ποσοτικά, ούτε αρκετά
θαρραλέους να τα βάλουν με τους ωφελημένους, ούτε καν απολύτως βέβαιους ότι
αξίζει τον κόπο να πολεμήσουν κατά αυτών.
Πάμε τώρα και στην οθωμανική κληρονομιά του Νεοέλληνα και
να δούμε αν έχει κι αυτή τη συνεισφορά της στο πολιτικό σκέπτεσθαι όλων ημών:
Ένας από τους θεσμούς της είναι ο λεγόμενος κοινοτισμός, που συνίστατο στο ότι
η κάθε κοινότητα (συνήθως ταυτιζόμενη με ένα χωριό ή με μια ομάδα μικρών
οικισμών) μπορεί να ζει κατά βούληση και βασικά ελεύθερα, αρκεί να πληρώνει
όμορφα και ωραία τους φόρους της και (εννοείται) να μην αμφισβητεί το γενικότερο
στάτους κβο.
Οι οποίοι φόροι, σημειωτέον, συλλέγονταν από ιδιώτη
(συχνότατα μέλος της κοινότητας) ο οποίος είχε πλειοδοτήσει και προκαταβάλει το
ποσό που πλειοδότησε για να αποκτήσει το δικαίωμα συλλογής φόρων – ως εκ τούτου
είχε κάθε συμφέρον να εισπράξει όσο γίνεται περισσότερα.
Και όσο περισσότερα εισέπραττε αυτός, τόσο περισσότερα
έχανε η υπόλοιπη κοινότητα, ήταν τόσο απλό.
Διότι η κοινότητα εν τω μεταξύ δεν είχε τίποτα να
περιμένει από την “παραπάνω” διοίκηση, εκτός ίσως απ' το να συνεχίσει να έχει την
ησυχία της στην απομόνωσή της.
Όταν λοιπόν ζεις επί αιώνες στο χωριό σου, μετακινούμενος
ελάχιστα, όντας καθόλου ή στοιχειδώς “γραμματιζούμενος” και ενημερωμένος για τα
πολιτικά πράγματα η δε σχέση σου με το δημόσιο χρήμα είναι αποκλειστικά
συνδεδεμένη με τον τοπικό φοροεισπράκτορα (άρα και με τις προσωπικές σχέσεις
που μπορείς να έχεις μαζί του) χωρίς την παραμικρή σύνδεση με τη γενικότερη
δημοσιονομική κατάσταση (όλα τύποις ανήκουν στο Σουλτάνο ή/και στον τοπικό
πασά) δεν έχεις κανένα λόγο να αναπτύξεις οποιαδήποτε συνειδητότητα σε σχέση με
αυτά τα πράγματα. Είναι πολύ εύλογο λοιπόν αυτό που σου “δίνουν” (οι παροχές
που λέγαμε) να είναι αυτομάτως και μόνο για “καλό” και αυτό που σου παίρνουνε
(π.χ. οι φόροι) να είναι αποκλειστικά για “κακό”.
Γιατί πάνε σε κάποιον άλλο, κάπου αλλού και για κάποιους
σκοπούς που κύριος οίδε ποιοι είναι και πάντως σίγουρα δεν αφορούν εσένα.
Κάπως έτσι λοιπόν η σημερινή ελληνική κοινωνία πορεύεται
όπως πορεύεται. Αδυνατεί, δε θέλει, νομίζει ότι δεν οφείλει καν να εξηγήσει στον
εαυτό της πώς έπεσε έξω.
Ψάχνει δεξιά κι αριστερά να βρει τον πολιτικό-σωτήρα που
θα βρει το μαγικό τρόπο να κάνει όλα αυτά τα
άθλια οικονομικά προβλήματα απλώς να εξαφανιστούν.
Και τα υπόλοιπα να τα αλλάξει κάνοντάς τα όπως πρέπει,
χωρίς όμως να ενοχλήσει κανέναν.
Να μοιράσει λεφτά, να χαρίσει χρέη, να βρει “καλές”
δουλειές για όλους, χωρίς κόπο και χωρίς συνέπειες για κανέναν.
Εννοείται, τους βρίσκει.
Όχι μόνο έναν, όχι μόνο δεκάδες, αλλά ίσως περισσότερους
κι από εκατοντάδες επίδοξους σωτήρες.
Οι οποίοι, είτε είναι σκέτοι απατεώνες εφόσον γνωρίζουν
στοιχειωδώς την πραγματικότητα, είτε είναι απλώς παράφρονες καθώς στην άγνοια
του “μέσου” Νεοέλληνα, αυτοί έχουν να προσθέσουν και την πίστη ότι οι ίδιοι
είναι πράγματι “σωτήρες”.
Το αν θα συνεχίσουμε ακόμα και σήμερα να δίνουμε πίστη
και δύναμη σε τέτοιους ανθρώπους, είναι το μέγα ζητούμενο της εποχής.
Και αυτό που θα καθορίσει την έκβαση της γενικότερης
μάχης στην οποία ενεπλάκη η χώρα μας και το βασικό διακύβευμα είναι αν θα
συνεχίσει να πλησιάζει τις χώρες όπου οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να
ευημερούν και εν τω μεταξύ έχουν εξασφαλισμένα τα στοιχειώδη μέσα αξιοπρέπειας
ή αν θα ξαναγυρίσει (μετά από ένα σύντομο διάλλειμα δανεικής, έστω, ευημερίας)
στην (κατά πολύ πολυπληθέστερη) κατηγορία των δυσλειτουργικών χωρών και
κοινωνιών.
Που για αυτό το λόγο είναι καταδικασμένες στην αιώνια
κακομοιριά.
Ο
Παραβάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου