Καθώς συμπληρώνονται 40 χρόνια από την τουρκική
εισβολή στην Κύπρο, αν ρωτήσει κανείς εκατό Έλληνες στο δρόμο τι νομίζουν για
τον περίφημο «Φάκελο της Κύπρου», είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειονότητα,
ίσως και πάνω από 90%, όσων έχουν κάτι ακούσει για το ζήτημα αυτό, θα δώσει
απαντήσεις του τύπου: «κάπου είναι κρυμμένος και καταχωνιασμένος και ουδείς
τολμά να τον ανοίξει…».
Οι απόψεις αυτού του είδους που αναμασιούνται ως
τις μέρες από διαφόρους δημοσιολογούντες και αναπαράγονται στους ανά την
επικράτεια καφενέδες είναι «συμβατές» με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων
χρόνων μετά την πτώση της Χούντας που δημιούργησε έναν από τους πιο ανθεκτικούς
μύθους της μεταπολιτευτικής περιόδου, τον «μύθο» που άκουγε στο όνομα «Φάκελος
της Κύπρου».
Επιμένω στον χαρακτηρισμό «μύθος» γιατί
«Φάκελος» με την έννοια που του προσδίδεται στη φαντασίωση πολλών δεν υπήρξε
ποτέ.
Αλλά και για έναν ακόμη σημαντικότερο λόγο:
υπόθεση, όπως αυτή του προδοτικού πραξικοπήματος στην Κύπρο που άνοιξε το δρόμο
στην τουρκική εισβολή, δεν έχει ερευνηθεί ενδελεχέστερα σε όλη τη σύγχρονη
ελληνική ιστορία.
Νεαρός δημοσιογράφος ων, είχα το επαγγελματικό «προνόμιο» να παρακολουθήσω από κοντά τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής για το «άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου», την οποία συνέστησε, στις αρχές του 1986, η Βουλή έπειτα από πολλές αναβολές και ταλαντεύσεις που είχαν να κάνουν με τις κομματικές αντιδικίες της εποχής. Γι΄ αυτό και μπορώ να βεβαιώσω ότι, αν όντως… υπήρξε «Φάκελος της Κύπρου», αυτός… άνοιξε.
Νεαρός δημοσιογράφος ων, είχα το επαγγελματικό «προνόμιο» να παρακολουθήσω από κοντά τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής για το «άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου», την οποία συνέστησε, στις αρχές του 1986, η Βουλή έπειτα από πολλές αναβολές και ταλαντεύσεις που είχαν να κάνουν με τις κομματικές αντιδικίες της εποχής. Γι΄ αυτό και μπορώ να βεβαιώσω ότι, αν όντως… υπήρξε «Φάκελος της Κύπρου», αυτός… άνοιξε.
Και… άνοιξε διάπλατα.
Η Εξεταστική Επιτροπή, η οποία λειτούργησε επί δυόμισι συναπτά έτη και ολοκλήρωσε το έργο της στις 31 Οκτωβρίου 1988, οπότε παρέδωσε το πόρισμά της που είναι δημοσιευμένο στα πρακτικά εκείνης της ημέρας.
Η Εξεταστική Επιτροπή, η οποία λειτούργησε επί δυόμισι συναπτά έτη και ολοκλήρωσε το έργο της στις 31 Οκτωβρίου 1988, οπότε παρέδωσε το πόρισμά της που είναι δημοσιευμένο στα πρακτικά εκείνης της ημέρας.
Στο διάστημα που μεσολάβησε τα 30 μέλη της
Επιτροπής που ήταν βουλευτές από όλα τα κόμματα εκείνης της περιόδου έκαναν 154
συνεδριάσεις και εξέτασαν συνολικά 131 μάρτυρες.
Ανάμεσα σε εκείνους που κλήθηκαν για κατάθεση ήταν οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης –με τον δεύτερο να αναλαμβάνει την ευθύνη για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και να αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις. Κατέθεσαν ακόμη σχεδόν στο σύνολό τους οι εν ενεργεία και απόστρατοι αξιωματικοί που είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74, καθώς και αρκετοί πολιτικοί, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ που προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Συνολικά, πάντως, τα πρακτικά της Επιτροπής καταλαμβάνουν 20.798 σελίδες, με μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα που φυλάσσονται στο αρχείο της Βουλής, στο οποίο είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει πρόσβαση, αλλά αυτό δεν γίνεται επειδή εκεί κρύβονται κάποια μυστικά, παρά μόνο από μια γενικότερη αντίληψη που επικρατεί ευρύτερα στην ελληνική δημόσια διοίκηση που δεν ταξινομεί και δεν αποχαρακτηρίζει τα αρχεία της.
Θυμάμαι, μάλιστα, ακόμη τη σκληρή μάχη που έπρεπε να δώσουμε οι δημοσιογράφοι στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους για να αποκτήσουμε πρόσβαση στο περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων και στα έγγραφα που προσκομίζονταν στην Επιτροπή.
Ανάμεσα σε εκείνους που κλήθηκαν για κατάθεση ήταν οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης –με τον δεύτερο να αναλαμβάνει την ευθύνη για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και να αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις. Κατέθεσαν ακόμη σχεδόν στο σύνολό τους οι εν ενεργεία και απόστρατοι αξιωματικοί που είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74, καθώς και αρκετοί πολιτικοί, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ που προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Συνολικά, πάντως, τα πρακτικά της Επιτροπής καταλαμβάνουν 20.798 σελίδες, με μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα που φυλάσσονται στο αρχείο της Βουλής, στο οποίο είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει πρόσβαση, αλλά αυτό δεν γίνεται επειδή εκεί κρύβονται κάποια μυστικά, παρά μόνο από μια γενικότερη αντίληψη που επικρατεί ευρύτερα στην ελληνική δημόσια διοίκηση που δεν ταξινομεί και δεν αποχαρακτηρίζει τα αρχεία της.
Θυμάμαι, μάλιστα, ακόμη τη σκληρή μάχη που έπρεπε να δώσουμε οι δημοσιογράφοι στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους για να αποκτήσουμε πρόσβαση στο περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων και στα έγγραφα που προσκομίζονταν στην Επιτροπή.
Παρά, πάντως, την επιμονή ορισμένων μελών της
Επιτροπής να μας αποκλείσουν –είτε από αίσθηση καθήκοντος, καθώς είχαν πάρει
πολύ σοβαρά το ρόλο τους, είτε από προσκόλληση στους τύπους της μυστικότητας
της ανακρίσεων- στις πιο κρίσιμες συνεδριάσεις καταφέρναμε και αποκτούσαμε
πρόσβαση, άλλοτε συνομιλώντας με τους ίδιους τους μάρτυρες όταν μπαινόβγαιναν,
και πολύ συχνά από βουλευτές που ήταν πιο «ανοιχτοί» και αντιλαμβανόταν
διαφορετικά το ρόλο μιας ερευνητικής Επιτροπής που αποτελούνταν από πολιτικά
στελέχη.
Το ίδιο το πόρισμα, άλλωστε, έστω και αν στο τέλος δεν συμφώνησαν μεταξύ τους τα μέλη της Εξεταστικής και κάθε παράταξη κατέθεσε τις δικές της θέσεις που ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο, κατέδειξε ότι δεν υπήρχαν μείζονα μυστικά σε αυτή την υπόθεση, η οποία μπορεί να μην εξιχνιάστηκε πλήρως, αφού είναι σαφές ότι ρόλο διαδραμάτισαν και διεθνείς δυνάμεις, από ελληνικής πλευράς, όμως, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να διερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες μια δράκα παραφρόνων που είχαν καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα διευκόλυναν τα διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, άλλωστε, που απαρτιζόταν από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν το επισπεύδον στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού διατήρησε την επιφύλαξη ότι «δεν είναι δυνατόν να βεβαιώσει ότι δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανόν να φώτιζαν και από άλλη οπτική γωνία την κυπριακή τραγωδία», κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:
«Η κυπριακή τραγωδία και η εξέλιξή της διδάσκουν: ότι οι δικτατορίες και τα πραξικοπήματα οδηγούν σε εθνικές καταστροφές, ότι μόνον η Δημοκρατία ως πολιτειακό σύστημα εγγυάται την ομαλότητα των εξελίξεων, και ότι η ενότητα και η ομοψυχία του λαού μας αποτελεί προϋπόθεση για την πρόοδο και την ευημερία τους Έθνους μας».
Ένα συμπέρασμα με απλές και διαχρονικές αλήθειες που, ωστόσο, δεν στάθηκαν ικανές για να διαλύσουν τον –μάλλον, βολικό- «μύθο» για τον «Φάκελο» που… δεν άνοιξε.
Το ίδιο το πόρισμα, άλλωστε, έστω και αν στο τέλος δεν συμφώνησαν μεταξύ τους τα μέλη της Εξεταστικής και κάθε παράταξη κατέθεσε τις δικές της θέσεις που ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο, κατέδειξε ότι δεν υπήρχαν μείζονα μυστικά σε αυτή την υπόθεση, η οποία μπορεί να μην εξιχνιάστηκε πλήρως, αφού είναι σαφές ότι ρόλο διαδραμάτισαν και διεθνείς δυνάμεις, από ελληνικής πλευράς, όμως, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να διερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες μια δράκα παραφρόνων που είχαν καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα διευκόλυναν τα διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, άλλωστε, που απαρτιζόταν από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν το επισπεύδον στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού διατήρησε την επιφύλαξη ότι «δεν είναι δυνατόν να βεβαιώσει ότι δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανόν να φώτιζαν και από άλλη οπτική γωνία την κυπριακή τραγωδία», κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:
«Η κυπριακή τραγωδία και η εξέλιξή της διδάσκουν: ότι οι δικτατορίες και τα πραξικοπήματα οδηγούν σε εθνικές καταστροφές, ότι μόνον η Δημοκρατία ως πολιτειακό σύστημα εγγυάται την ομαλότητα των εξελίξεων, και ότι η ενότητα και η ομοψυχία του λαού μας αποτελεί προϋπόθεση για την πρόοδο και την ευημερία τους Έθνους μας».
Ένα συμπέρασμα με απλές και διαχρονικές αλήθειες που, ωστόσο, δεν στάθηκαν ικανές για να διαλύσουν τον –μάλλον, βολικό- «μύθο» για τον «Φάκελο» που… δεν άνοιξε.
Γρηγόρης Τζιοβάρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου