Με αφορμή το επεισόδιο που προκλήθηκε ανάμεσα
στον κ. Γκλέτσο και τον ιερέα κατά τη διάρκεια αγιασμού σε δημοτικό σχολείο της
Στυλίδας, θυμήθηκα εκείνον τον αλήστου μνήμης εκφωνητή του κρατικού ραδιοφώνου,
ο οποίος μεταδίδοντας πληροφορίες για την κίνηση στους δρόμους αναφερόταν στη
«λεωφόρο Σοφίας».
Ποιας Σοφίας δεν έχει σημασία.
Κάποιας Σοφίας, την οποία κάποιος σκέφτηκε να
απαθανατίσει βαπτίζοντας με το όνομά της μία από τις κεντρικές λεωφόρους της
πρωτεύουσας.
Ηταν η αντίληψη περί ιστορικής μνήμης ή μία από
τις μεγάλες στιγμές της «Αλλαγής»…
Οπως η Γαλλική Επανάσταση μετονόμασε τον
Αύγουστο σε Θερμιδόρ και τον Σεπτέμβριο σε Φρουκτιδόρ για να μη θυμάται το
«Παλαιό Καθεστώς», έτσι και η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία δεν ήθελε να θυμάται
ό,τι αναφερόταν στο Βασίλειο της Ελλάδος.
Κρίμα βέβαια, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων,
διότι σήμερα θα μπορούσαμε να ζητήσουμε πίσω την προίκα που δώσαμε στον Χουάν
Κάρλος μαζί με την πριγκίπισσα Σοφία αν προχωρήσει στο διαζύγιο.
Πάντως, αφήσαμε το Τατόι στο έλεος των τρωκτικών
και καταργήσαμε από τον Υμνο της Υψώσεως του Σταυρού το «νίκας τοις βασιλεύσι»,
αντικαθιστώντας το με το «νίκας τοις ευσεβέσι».
Αυτό το λεπτό σημείο υπήρξε και το αντικείμενο
της διαφωνίας του κ. Αποστόλου Γκλέτσου, δημάρχου Στυλίδας, με τον πατέρα
Ιωάννη αρμόδιο για να ευλογήσει τους μαθητές του εκεί σχολείου.
Το επεισόδιο θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί στη μακαριότητα των ηθών και εθίμων της ενδοχώρας της ελληνικής ψυχής, αν δεν μετέφερε σε οικονομική συσκευασία το υποκριτικό πνεύμα μιας ολόκληρης περιόδου.
Το επεισόδιο θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί στη μακαριότητα των ηθών και εθίμων της ενδοχώρας της ελληνικής ψυχής, αν δεν μετέφερε σε οικονομική συσκευασία το υποκριτικό πνεύμα μιας ολόκληρης περιόδου.
Τα δημοκρατικά αισθήματα του κ. Γκλέτσου, και
εδώ απλώς αναφέρεται ως εκπρόσωπος της εν λόγω νοοτροπίας, δεν εθίγησαν από το
γεγονός ότι τη σχολική χρονιά την εγκαινιάζει ιερέας με αγιασμό, ούτε από το γεγονός
ότι ο εν λόγω Υμνος ζητάει νίκες «κατά βαρβάρων».
Εθίγησαν από εκείνη την καταραμένη δοτική «τοις
βασιλεύσι» που κανονικά έγινε «τοις ευσεβέσι».
Πολύ θα ήθελα να διαβάσω μια έκθεση των παιδιών
με θέμα ποιοι είναι «οι ευσεβείς» που αναφέρονται στον ύμνο και, το κυριότερο,
ποιοι είναι οι βάρβαροι κατά των οποίων νίκες θα μας δωρίσει ο Σταυρός.
Τότε θα καταλάβαινα ενδεχομένως για ποιο λόγο
έγινε η όλη φασαρία.
Οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, όπως και τα τελετουργικά, δεν υπόκεινται ούτε σε πολιτικές αποφάσεις ούτε αλλάζουν βάσει δημοψηφίσματος.
Οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, όπως και τα τελετουργικά, δεν υπόκεινται ούτε σε πολιτικές αποφάσεις ούτε αλλάζουν βάσει δημοψηφίσματος.
Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι σαν τα σουξέ που
τα τραγουδάμε όλοι μαζί με αναμμένους αναπτήρες και προσθέτουμε λόγια της
προσωπικής μας καψούρας. Ακόμη κι αν αυτή η καψούρα είναι πολιτική.
Ο καθένας, μόνος του, δικαιούται να διαλέγει τις
λέξεις που θέλει για να συνομιλεί με τον θεό του.
Οι Υμνοι όμως είναι κεφάλαια αποκρυσταλλωμένης
συλλογικής μνήμης.
Ή τους δέχεσαι ή δεν τους δέχεσαι.
Ή δέχεσαι τον αγιασμό στην έναρξη της σχολικής
χρονιάς ή δεν τον δέχεσαι.
Δεν μπορείς να το δεχθείς αρκεί να φοράει το
μακιγιάζ που εσένα σου αρέσει για να είσαι εντάξει με τα «δημοκρατικά» σου
αισθήματα, επειδή «τους βάρβαρους θα τους κατατροπώσουν οι ευσεβείς και ουχί οι
βασιλείς».
Διότι παραγνωρίζεις ότι η ουσία στην πρόταση
είναι οι βάρβαροι.
Μπορείς να ισχυρίζεσαι ότι υπάρχει ανεξιθρησκεία
τη στιγμή που υπάρχει επίσημη κρατική θρησκεία;
Περιμένω την ημέρα που θα δω τον Λαφαζάνη να
ακουμπάει το χέρι του στον ώμο του Στρατούλη ο οποίος ακουμπάει τον Τσίπρα που
είναι σκυμμένος πάνω στο Ευαγγέλιο, για να πιάσει ο όρκος για όλους.
Ή μήπως, το καλύτερο, θα δώσουν «πολιτικό όρκο»,
αλλά ο αρχιεπίσκοπος και οι λοιποί θα ψέλνουν τα δικά τους μπροστά στον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας.
Και στο σημείο αυτό αναδεικνύεται σε όλο του το εύρος το υποκριτικό μεγαλείο της δημόσιας ζωής, μια αλυσίδα από στρεβλώσεις που μας επιτρέπει να πιστεύουμε πως έχουμε γίνει τα υποκείμενα ριζικών αλλαγών και ανατροπών, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε φορείς μιας ακινησίας που φοβόμαστε να την αγγίξουμε, μιας ισορροπίας τρόμου που μας απειλεί.
Και στο σημείο αυτό αναδεικνύεται σε όλο του το εύρος το υποκριτικό μεγαλείο της δημόσιας ζωής, μια αλυσίδα από στρεβλώσεις που μας επιτρέπει να πιστεύουμε πως έχουμε γίνει τα υποκείμενα ριζικών αλλαγών και ανατροπών, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε φορείς μιας ακινησίας που φοβόμαστε να την αγγίξουμε, μιας ισορροπίας τρόμου που μας απειλεί.
Το οικοδόμημα είναι τόσο στρεβλό που ένα
εσώρουχο πας να τραβήξεις από την ντουλάπα και πέφτει στο κεφάλι σου η στέγη.
Πόση απόσταση χωρίζει το επεισόδιο με τον πατέρα
Ιωάννη και τον κ. Γκλέτσο από την απόφαση του ΣτΕ που κρίνει πως το άνοιγμα των
καταστημάτων τις Κυριακές αποξενώνει τους Ελληνες ορθοδόξους χριστιανούς από τα
θρησκευτικά τους καθήκοντα;
Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο.
Μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε ανενδοίαστα
λέξεις από τις οποίες εμείς οι ίδιοι αφαιρέσαμε το νόημα.
Βγήκε η κ. Βούλτεψη προχθές και είπε πως η
επένδυση στα ακίνητα είναι αντιπαραγωγική.
Δεν έχει σημασία εάν εφηύρε την πυρίτιδα ή
ανακάλυψε την Αμερική. Σημασία έχει ότι από τη μία δέχεται πως πρόκειται για
αντιπαραγωγική επένδυση, για νεκρή οικονομική ύλη και από την άλλη τα φορολογεί
ως πηγή παραγωγής πλούτου;
Και ύστερα βγαίνει ο κ. Κουτσούμπας και ζητάει
αφορολόγητο και για τη δεύτερη κατοικία, κι αυτός είναι ο κομμουνιστής ενώ η
άλλη είναι... Ξέρω κι εγώ τι είναι; Κάτι σαν υπουργός, να, σαν τον κ. Χαρδούβελη
που ευθύνεται για τον ΕΝΦΙΑ, για τον οποίον όμως δεν ευθύνεται.
Κατά τα λοιπά, μπορούμε να τσακωνόμαστε για το «βασιλεύσι» και το «ευσεβέσι» και τα μεγάλα ιδεολογικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου.
Κατά τα λοιπά, μπορούμε να τσακωνόμαστε για το «βασιλεύσι» και το «ευσεβέσι» και τα μεγάλα ιδεολογικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου.
Είναι σαν εκείνη την ιστορία με τον Ψυχάρη, τον
Γιάννη εννοώ, τον δημοτικιστή, ο οποίος μη θέλοντας να απαντήσει με το
καθαρευουσιάνικο «επίσης» στο «χαίρω πολύ» που του απηύθυνε κάποιος, είπε πολύ
απλά: «Αμ εγώ να δεις».
Και κάπως έτσι, κατά τη γνώμη του Ψυχάρη, ήρθαν
τα πάνω κάτω στον κόσμο, ευτυχώς χωρίς να αλλάξει τίποτε.
Τάκης Θεοδωρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου