Πριν από είκοσι χρόνια ο τότε υπουργός
Δημοσίας Τάξεως στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου Στέλιος Παπαθεμελής
αποφάσισε να μη μπορούν να λειτουργούν μετά στις 2 το πρωί καταστήματα όπως
μπαρ, καφετέριες, εστιατόρια, σαντουιτσάδικα κλπ.
Ο υπουργός ήταν υπεύθυνος για την αστυνομία, η
οποία είχε την αρμοδιότητα για τον έλεγχο των καταστημάτων και χρησιμοποίησε
την εμπλοκή του για να επιβάλει στους πολίτες έναν τρόπο ζωής σύμφωνο με τις
πεποιθήσεις του.
Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να επιτρέπει μετά το
κλείσιμο των υπόλοιπων καταστημάτων να λειτουργούν μόνο εστιατόρια που
σερβίρουν αποκλειστικά πατσά και γίδα βραστή.
Ο υπουργός, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας του,
αποφάσιζε και επέβαλε στους πολίτες τι ακριβώς θα τρώνε μετά από κάποια ώρα.
Έτσι έφθασε στη γελοιότητα να απαγορεύει τις
μακαρονάδες, τις κρέπες και τα hot dog και να επιτρέπει μόνο την παραδοσιακή
σίτιση των ξενύχτηδων.
Επρόκειτο για μία
απόπειρα επιβολής
από την πίσω πόρτα της ηθικολογικής αντίληψης του υπουργού για το πώς θα πρέπει
να ζουν οι Έλληνες.
Δυστυχώς, από την ίδια αντίληψη φαίνεται να
διακατέχεται και η αιτιολογία της πρόσφατης απόφασης του Συμβουλίου της
Επικρατείας για τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές.
Για το ζήτημα υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα και
από τις δύο πλευρές και η προσωρινή απόφαση ρυθμίζει τι θα γίνει μέχρι να
εξεταστεί από το ίδιο δικαστήριο η προσφυγή που ζητάει την ακύρωση του νόμου ως
αντισυνταγματικού.
Οι δικαστές έκριναν
ότι αν συνεχίσουν να λειτουργούν τα καταστήματα τις Κυριακές θα υποστούν
«δυσεπανόρθωτη βλάβη» οι εμποροϋπάλληλοι και όσοι έμποροι αναγκαστούν να
ανοίξουν τα μαγαζιά τους χωρίς να το θέλουν, για να μην υστερούν σε σχέση με
τους ανταγωνιστές τους.
Η βλάβη έγκειται στο μη εκκλησιασμό και τη
διατάραξη της οικογενειακής ζωής, καθώς η κοινή κυριακάτικη αργία δίνει την
ευκαιρία στα μέλη της οικογένειας να συνευρεθούν ή να ψυχαγωγηθούν μαζί.
Το ζήτημα του
εκκλησιασμού δεν έχει βάση, καθώς η αγορά άνοιγε μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας.
Το ζήτημα της διατάραξης της οικογενειακής ζωής
είναι βάσιμο, αλλά δεν αποτελεί αρμοδιότητα του δικαστηρίου.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής προσφέρει πολλά
πλεονεκτήματα, αλλά οι αλλαγές που φέρνει παρουσιάζουν συχνά παρενέργειες και
δυσλειτουργίες.
Οι κοινωνίες και τα πρόσωπα που τις συγκροτούν
πρέπει να σταθμίζουν τα οφέλη και τις ζημιές και να έχουν τη δυνατότητα να
απορρίψουν ή να τροποποιήσουν πτυχές της σύγχρονης ζωής.
Για παράδειγμα, σε περιοχές της Ισπανίας και στη
νότια Ιταλία διατηρείται και στα αστικά κέντρα η συνήθεια της μεσημεριανής
ανάπαυσης, της σιέστα.
Ορισμένοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι αυτή η
συνήθεια μειώνει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας
και κατά συνέπεια την παραγωγή πλούτου.
Υπάρχουν άλλοι που θα πουν ότι ο πλούτος δεν
είναι αυτοσκοπός και προτιμούν να ζουν λίγο φτωχότερα, αλλά με καλύτερη
ποιότητα ζωής, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται.
Τα πράγματα γίνονται
πιο πολύπλοκα
μόλις εμφανιστούν εκείνοι που θα διεκδικήσουν το δικαίωμα στην ελεύθερη
οικονομική δραστηριότητα και πουν: κρατήστε τον τρόπο ζωής σας, αλλά αφήστε και
μας να δουλέψουμε όταν και όπως θέλουμε.
Γίνεται κατανοητό ότι η στάθμιση όλων των
παραμέτρων είναι ένα σύνθετο πολιτικό ζήτημα.
Η απαγόρευση θα πρέπει να είναι η τελευταία
επιλογή και να έχει επαρκή αιτιολόγηση με ταυτόχρονη εκτίμηση των συνεπειών.
Η ρύθμιση όλων αυτών των ζητημάτων δεν προκύπτει
από την ερμηνεία του Συντάγματος και δεν είναι αρμοδιότητα των δικαστηρίων,
αλλά φορέων που υπόκεινται στην κρίση των πολιτών, όπως η Βουλή και η
αυτοδιοίκηση.
Η προσήλωση αρκετών
δικαστών στην
τήρηση του Συντάγματος αποδεικνύεται επιλεκτική.
Όσοι δικαστές συμμετείχαν στην αποχή από τα
καθήκοντά τους, διαμαρτυρόμενοι για τις μειώσεις στους μισθούς τους, αγνόησαν
τη ρητή απαγόρευση του Συντάγματος για τέτοιες κινητοποιήσεις.
Το τελευταίο διάστημα τα δικαστήρια με το
πρόσχημα της αντισυνταγματικότητας επιχειρούν να υποκαταστήσουν το κοινοβούλιο
και να επιβάλουν πολιτικές αποφάσεις.
Με την επαναφορά των μισθών των ίδιων των
δικαστών και των ένστολων στα επίπεδα του 2012 παρεμβαίνουν στη χάραξη της
οικονομικής πολιτικής. Οι δικαστές αποφασίζουν ότι ο προϋπολογισμός του κράτους
θα πρέπει να επιβαρυνθεί με δισεκατομμύρια, παραβλέποντας ότι τα χρήματα αυτά
δεν υπάρχουν.
Επομένως η κυβέρνηση θα πρέπει ή να κάνει
επιπλέον περικοπές σε κάποιους άλλους ή να επιβάλει περισσότερους φόρους.
Η επιλογή από πού θα πάρει το κράτος χρήματα και
πού θα δώσει είναι μια καθαρά πολιτική διαδικασία και σε αυτή τη διαδικασία
παρεμβάλλονται οι δικαστές.
Οι υποστηρικτές του
κυριακάτικου ανοίγματος της αγοράς λένε ότι θα δημιουργηθούν εισοδήματα, νέες
θέσεις εργασίας και έσοδα για το κράτος. Επικαλούνται μάλιστα το παράδειγμα
όλης της νότιας Ευρώπης, όπου επιτρέπεται όποιοι θέλουν να ανοίγουν τα μαγαζιά
τους τις Κυριακές.
Ορισμένοι δικαστές, όμως, δεν ασχολούνται με
τέτοια καθώς δεν τους απασχολεί η δημιουργία εισοδημάτων, αλλά μόνο η διανομή
τους.
Αναφέρονται σε διατάξεις του Συντάγματος και απαιτούν
την επιλεκτική αποκατάσταση ομάδων που οι ίδιοι κρίνουν ότι έχουν μεγαλύτερη
αξία από τις υπόλοιπες.
Αν οι διατάξεις του
Συντάγματος
γεννούσαν εισοδήματα οι πάμφτωχες χώρες της Αφρικής θα είχαν καταπολεμήσει τη
φτώχεια, βάζοντας ανάλογα άρθρα στα Συντάγματά τους.
Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική και
τα ταμεία δεν γεμίζουν με ευχολόγια.
Σπύρος Βλέτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου