Έτρωγα προχθές στην Καλαμάτα με κάτι
εξαιρετικούς ανθρώπους, από εκείνους που όχι απλώς διαβάζουν βιβλία αλλά και
όταν ένα βιβλίο τους αρέσει, καλούν τον συγγραφέα του να τον γνωρίσουν.
Η κουβέντα ξεκίνησε από τη λογοτεχνία, πολύ
σύντομα όμως –πράγμα αναμενόμενο- λοξοδρόμησε προς την πολιτική.
Οι τρεις άνδρες της παρέας, ένας γιατρός, ένας
επιχειρηματίας και ο υποφαινόμενος, είχαμε διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες,
διαφορετική οικογενειακή και οικονομική κατάσταση, συμπίπταμε ωστόσο στην
τελική μας εκτίμηση: Πως εάν η τελική ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της
Δημοκρατίας αποβεί άκαρπη, εάν προκηρυχθούν βουλευτικές εκλογές, θα μπούμε σε
μιαν επικίνδυνη εθνική περιδίνηση...
Και πως εάν τα αποτελέσματα της κάλπης δεν
δώσουν κυβέρνηση και οδηγηθούμε -όπως το 2012- σε επαναληπτικές εκλογές, τότε
το τρένο για την οικονομία της πατρίδας μας μάλλον θα έχει χαθεί οριστικά.
Κάθε θυσία των πολιτών κατά την τελευταία
πενταετία θα έχει πάει στράφι.
Κάθε -δειλή έστω- αρχή μεταρρύθμισης θα ακυρωθεί
μέσα στη δίνη της ψηφοθηρίας.
Όποιος και αν τελικά επικρατήσει, την άνοιξη του
2015, θα κληθεί να διαχειριστεί απλώς την κατάρρευση.
«Άρα; Να βγάλει στις 29 Δεκεμβρίου η Βουλή
Πρόεδρο;» ρώτησε το αυτονόητο για εμάς μία από τις κυρίες της παρέας.
«Πάση θυσία!» απαντήσαμε με μια φωνή.
«Και πότε να γίνουν εκλογές;»
«Το επόμενο φθινόπωρο...»
«Και γιατί τότε δεν θα ισχυρίζεστε τα ίδια; Πως
η κατάσταση είναι κρίσιμη κι ότι πρέπει να σφίξουμε τα δόντια και τις ζώνες μας
μέχρι την άνοιξη του 2016;» «Μακάρι να φτάναμε στην άνοιξη του 2016...»
παραδεχθήκαμε.
«Τι θα έχει συμβεί μέχρι τότε; Θα έχει
απογειωθεί μήπως η οικονομία; Θα έχει θωρακιστεί οριστικά η χώρα από τους
κινδύνους;»
Η μόνη ειλικρινής απάντηση -την οποίαν διστάσαμε
να δώσουμε- ήταν πως απλώς θα έχουν κυλήσει μερικοί σχετικά ήρεμοι μήνες. Πως η
ώρα της αλήθειας θα έχει μετατεθεί στο μέλλον, το ορατό μεν μέλλον μα πάντως
όχι στη στροφή του δρόμου. Αυτό άλλωστε δεν είναι η ζωή η ίδια, εάν το δούμε
αμπελοφιλοσοφικά;
Μια διαρκής αναβολή του θανάτου...
«Γιατί δεν το λέτε καθαρά;» μας στρίμωξε τότε
μια κυρία εξηνταπέντε Μαϊων, η οποία μας είχε προηγουμένως εντυπωσιάσει με την
ευρυμάθεια της περί τα λογοτεχνικά.
«Γιατί δεν το ομολογείτε ότι απλώς δεν θέλετε να
βγει ο Σύριζα;»
«Προφανώς και δεν θέλουμε να βγει ο Σύριζα!»
σηκώσαμε το γάντι που μας πέταξε.
«Ποιος λογικός άνθρωπος θα επιθυμούσε να
κυβερνηθεί από ένα κόμμα, το οποίο δεν έχει πείσει για το στοιχειώδες έρμα του;
Το οποίο όταν δεν ανεμίζει τα λάβαρα της επανάστασης –"θα μας δώσει
πετρέλαιο ο Τσάβες!", "θα καταργήσουμε τα μνημόνια με έναν νόμο του
ενός άρθρου!", "θα παίζουμε νταούλι και θα χορεύουν οι αγορές!"-
όταν δεν μπουκώνει τους Έλληνες με εύκολες υποσχέσεις, όταν θέλει να σοβαρέψει,
εμφανίζεται στο Λονδίνο με ένα power point τόσο προχειροφτιαγμένο, ώστε τα
γραφήματα του δεν έχουν καν μεταφραστεί από τα ελληνικά στα αγγλικά;
Πώς να εμπιστευθούμε σοφές κεφαλές οι οποίες
προφανώς αγνοούν στην πράξη τη λειτουργία της οικονομίας;
Που φλερτάρουν –με ελαφρότητα μαθητευόμενων
μάγων- με τα πιο ζοφερά ενδεχόμενα, με τον εσωτερικό δανεισμό λόγου χάριν;
Δηλαδή με τη δέσμευση ποσοστού των τραπεζικών
καταθέσεων;
Που εξαγγέλλουν όχι απλώς το τέλος των
ιδιωτικοποιήσεων –ανάθεμα κι αν έγινε τόσα χρόνια μία ιδιωτικοποίηση της
προκοπής- αλλά και μια νέα κρατική "Ολυμπιακή";»
«Ωραία όλα αυτά» χαμογέλασε μειλίχια η
εξηνταπεντάχρονη κυρία. «Θα αντισταθώ στον πειρασμό να σας θυμίσω τι υποσχόταν
ο Αντώνης Σαμαράς στα "Ζάππεια" και πώς έκανε εν μια νυκτί στροφή στο
κατώφλι της εξουσίας.
Δεν θα ασχοληθώ καν με τα ταμεία και με τους
ιδιώτες κατόχους ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, που είδαν τις οικονομίες τους
να εξανεμίζονται όταν προ τριετίας επετεύχθη το περίφημο "κούρεμα"
του χρέους.
Θα σας ενημερώσω μόνο για την προσωπική μου
κατάσταση: Η σύνταξή μου ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσό των εννιακοσίων ευρώ –
καλούμαι δηλαδή να ζήσω με τριάντα ευρώ την ημέρα, να τρώω απλώς και να πληρώνω
την ΔΕΗ, τα τσιγάρα μου κι ένα βιβλίο τον μήνα.
Το σπίτι μου το αγόρασα με δάνειο, που έχω πάψει
εξ αδυναμίας να εξυπηρετώ, δεν θα εκπλαγώ συνεπώς εάν μου το πάρουν και με
στείλουν πίσω στο ερειπωμένο πατρικό μου στο χωριό.
Στην τράπεζα έχω λιγότερα από πέντε χιλιάρικα.
Με τις πρόσφατες αλλαγές στην Υγεία, συμφέρει περισσότερο να αγοράζεις τα
φάρμακα σου ως ιδιώτης παρά να σου τα γράφει ο γιατρός του ταμείου σου...
Γιατί συνεπώς να φοβάμαι τον Σύριζα; Μην με
πετάξει στο δρόμο; Μην με αναγκάσει στα στερνά μου να ζητιανεύω;
Έχετε την εντύπωση πως απέχω παρασάγγας από
αυτό;
Γεννήθηκα σε μιαν αυλή στο Αιγάλεω όπου τρώγαμε
μισή ρέγγα κάθε Σάββατο και κρέας στις γιορτές. Σε μια παρόμοια κατάσταση ίσως
να'ναι γραμμένο μου να πεθάνω.
Θα έχουμε απλώς έγχρωμη τηλεόραση, που θα παίζει
πρωινάδικα...
Δεν τρέφω καμιά ιδιαίτερη εκτίμηση προς τον
Αλέξη Τσίπρα. Μακάρι η αριστερά στην Ελλάδα να είχε ως ηγέτη έναν
Μπερλίνγκουερ, έναν Πάλμε έστω. Θα τον ψηφίσω όμως. Από περιέργεια αν μη τι
άλλο. Αφού από περιέργεια έχω φτάσει να υπάρχω...»
Κοιταχτήκαμε αμήχανα – τι να της πούμε;
Ότι η Ευρώπη ως ήπειρος γερνάει και το κοινωνικό
της κράτος μοιραία διαλύεται; Ότι η Ιστορία θα περάσει ως οδοστρωτήρας από πάνω
της;
Πως είτε με την νυν κυβέρνηση είτε με τον Σύριζα
ή όποιον άλλον, η ίδια δεν προβλέπεται να σηκώσει ποτέ κεφάλι;
Αυτά δεν λέγονται σε ένα δείπνο, μεταξύ τυρού
και αχλαδιού.
«Ας επιστρέψουμε όμως στην λογοτεχνία.
Πώς σου φάνηκε η "Καρδερίνα" της
Ντόνας Ταρτ;» με ρώτησε η ευγενέστατη κυρία, βγάζοντας μας απ'τη δύσκολη θέση.
Χρήστος Χωμενίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου