Εάν γινόταν «καθεστώς» στην Ελλάδα το job
interview για κάθε πρόσληψη στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μαζί και με
τον έλεγχο των τυπικών προσόντων του κάθε υποψηφίου ή και ήδη εργαζομένου…
Και εάν αυτή η συνέντευξη-εργασίας διενεργείτο
από ανθρώπους ικανούς, άξιους και άμεμπτους, που να μην γνώριζε εκ των προτέρων
κανένας υποψήφιος ποιοι θα ήταν…
Όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά και πολύ καλύτερα
στον τόπο μας.
Αυτό το ξέρουν πολύ καλά, και το έχουν βιώσει
από πρώτο χέρι, όσοι έχουν σπουδάσει και εργαστεί στο εξωτερικό.
Δεν πας πουθενά, και δεν προχωράς ούτε βήμα
χωρίς interview. Είναι κάτι πολύ φυσιολογικό και αυτονόητο.
Ο Έλληνας του εσωτερικού, όμως, αυτός που δεν
έχει βγει ποτέ από τα σύνορα της χώρας, έστω και μεταφορικά, δεν τα θέλει αυτά
τα πράγματα. Τα αποδοκιμάζει. Τα χλευάζει. Και τα απαξιώνει.
Σου λέει «ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις και θα
αξιολογήσεις εμένα;».
Κι ο τονισμός στην πρόταση αυτήν είναι πάντα
στην τελευταία λέξη…
Τη φιλοσοφία ενός αντίστοιχου job interview
έχουν υιοθετήσει και οι καλύτεροι εκ των δημοσιογράφων του εξωτερικού όποτε
έχουν απέναντί τους έναν πολιτικό. Θεωρούν, δηλαδή, ότι ο υποψήφιος, ακόμα και
για βουλευτική έδρα, οφείλει να «εξεταστεί» δημοσιογραφικά ως προς το εάν είναι
ικανός για τη θέση που διεκδικεί.
Δεν αρκεί, δηλαδή, «η κρίση του λαού», όπως
λέμε. Ή, εν πάση περιπτώσει, η υποβολή σε μία τέτοια διαδικασία μπορεί και να
βοηθήσει τον λαό να πάρει την τελική του απόφαση.
Η δημοσιογραφική δοκιμασία της «συνέντευξης
εργασίας» μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, με
σοβαρότητα και δίκαιη αντιμετώπιση (όχι σε πρωινά ή μεταμεσονύκτια τηλεοπτικά
προγράμματα, με χαβαλεδιάρικη και φασαριόζικη διάθεση) ακόμα και για όσους
κατέχουν αξιώματα.
Αυτές οι συνεντεύξεις έχουν συγκεκριμένη φόρμα.
Εσύ ρωτάς, ο άλλος απαντά. Εάν δεν απαντήσει, κρίνεται. Εάν εσύ, αντί για
ερώτηση, κάνεις κήρυγμα και επίδειξη, ψάξε για άλλη δουλειά – όχι
δημοσιογραφική.
Το ίδιο ισχύει και για όσους διενεργούν τέτοιες
συνεντεύξεις για πρόσληψη του ικανότερου.
Πρέπει να τον προκαλέσεις να σου φανερώσει αυτές
τις ικανότητες. Υποχρέωσή σου, ακόμα, είναι και να ανιχνεύσεις τον χαρακτήρα
του, ή να βρεις τρόπους να διαισθανθείς ακόμα και τις προοπτικές του.
Είναι άπειρα τα παραδείγματα ανθρώπων που
διέπρεψαν στο επάγγελμα ή λειτούργημά τους, χωρίς το βιογραφικό τους να το
δικαιολογεί. Έπεισαν στη συνέντευξη. Κέρδισαν εκείνον που τους εξέταζε.
Όπως και στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως στο
εξωτερικό, πρέπει να ελέγχεται η πρόοδος ενός στελέχους, και να ανανεώνεται η
εμπιστοσύνη του σε αυτόν. Στον δικό μας κρατικό τομέα δεν υπάρχει ένας
αξιόπιστος μηχανισμός που να κάνει αυτήν τη δουλειά – γεγονός που καθιστά ακόμα
πιο αναγκαίο αυτή να γίνεται, τουλάχιστον ως προς τον έλεγχο των αρμοδίων φορέων,
και πάντα στα πλαίσια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, από έμπειρους, ικανούς
και μη εξαρτώμενους από κανέναν δημοσιογράφους.
Δυστυχώς, η τελευταία παράμετρος είναι
εξαιρετικά δυσεύρετη στον τόπο μας. Ακόμα και σε εφημερίδες που διατυμπανίζουν
την ανεξαρτησία τους, την αδέσμευτή τους γραμμή και το συνεργατικό τους πνεύμα,
δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.
Μία συνέντευξη που θα «τεστάρει» τα προσόντα
ενός πολιτικού, φερ' ειπείν, δεν θα είναι το ίδιο δίκαιη για όλους.
Τον «δικό μας άνθρωπο», πάντα θα τον προσέχουμε
πιο πολύ, και οι δήθεν «δύσκολες» ερωτήσεις που θα του θέσουμε είναι μόνο για
τα μάτια του ανυποψίαστου κοσμάκη.
Οι γνωρίζοντες, γελάνε πάντα με αυτές τις…
δύσκολες ερωτήσεις.
Στην ΕΡΤ την παλιά (και για πολλούς
«δοξασμένη»!), αλλά και στη ΝΕΡΙΤ την καινούργια (που σε νοοτροπία πάει να
γίνει πιο παλιά από την προηγούμενη), όπως και σε όλα επίσης τα ιδιωτικά
κανάλια που έχουμε, εκπομπή σαν το Hard Talk του BBC, είτε με τον «πρωτεργάτη»
της Τιμ Σεμπάστιαν, είτε με τον διάδοχό του Στίβεν Σακούρ, δεν θα άντεχε ούτε
μέρα. Θα τους έτρωγαν και τους δύο λάχανο.
Εκτός και εάν τους καθόριζαν από πριν με ποιους
μπορούν όντως να πουν «σκληρές κουβέντες», και με ποιους όχι.
Μόνο που, σε αυτήν την περίπτωση, οι ίδιοι οι
δημοσιογράφοι δεν θα δέχονταν.
Για να επανέλθω, όμως, και να κλείσω εκεί όπου
άρχισα, το θέμα της επιλογής και του ελέγχου των καλύτερων, και μάλιστα μέσω
μιας διαδικασίας που θα συμπεριλαμβάνει απαραιτήτως και την πρόσωπο-με-πρόσωπο
συνέντευξη, είναι δύσκολο να επιβληθεί με το «έτσι θέλω».
Μπορεί, όμως, σιγά-σιγά, και χωρίς μεγαλοστομίες
και νομοθετικά διατάγματα (σιγά μη χρειαζόμαστε τέτοια για να επιλέγουμε τους
ικανότερους), να αρχίσει να εφαρμόζεται.
Έστω από μία εφημερίδα. Από ένα ενημερωτικό
portal. Έναν τηλεοπτικό σταθμό. Ένα μικρό τμήμα μιας δημόσιας υπηρεσίας.
Από όλο και περισσότερους εργοδότες στον
ιδιωτικό τομέα – που, μεταξύ μας, είναι ο μόνος που ήδη εφαρμόζει, σε αρκετά
ικανοποιητικό σημείο, αυτόν τον αξιοκρατικό τρόπο επιλογής και ελέγχου των
εργαζομένων.
Χρήστος Μιχαηλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου