Στο εισαγωγικό κεφάλαιο του δυστοπικού εφιάλτη
του Orwell «1984» βλέπουμε τον πρωταγωνιστή, Winston Smith, να περιγράφει πως
κάθεται σε μια καρέκλα εμπρός από μια γιγαντο-οθόνη ανάμεσα στους συναδέλφους
του Υπουργείου Αλήθειας. Παίρνει μέρος σε ένα τελετουργικό που σκοπό έχει να
ενισχύσει την πίστη προς το κόμμα. Ακολουθεί η προβολή εχθρικών εικόνων
προσεκτικά σχεδιασμένων από το Κόμμα.
Ουρλιαχτά, βρισιές και κατάρες επικεντρώνονται
στον παρουσιαζόμενο Goldstein, τον απόλυτο εχθρό του Κράτους, το «αυτάρεσκο
πρόσωπο» του οποίου αυτόματα παράγει θυμό και φόβο. Ο Goldstein προσωποποιεί
όσα το καθεστώς καταδικάζει και ποδηγετεί δηλ. την ελευθερία του λόγου, του
τύπου, του συνέρχεσθαι και την ελευθερία της σκέψης.
Ο Smith είναι κρυφά θαυμαστής του Goldstein και
βρίσκεται σε ένα παράξενο σκηνικό: το Κόμμα εξυμνεί το Μίσος μέσα από το
σύνθημα «Ο πόλεμος είναι ειρήνη, η ελευθερία σκλαβιά και η άγνοια δύναμη»
προσπαθώντας να εξαλείψει τα «εγκλήματα σκέψης» δηλ. το να έχεις προσωπική ή
οποιαδήποτε «ανορθόδοξη» άποψη για κάτι ή να σου αρέσει η ιδιωτικότητα. Το πιο
τρομακτικό που του συμβαίνεί είναι πως, παρότι ο ίδιος θα μπορούσε να
καταδικαστεί ως «εγκληματίας σκέψης» σύμφωνα με την προπαγάνδα του Κόμματος και
του Κράτους, βρίσκει εξαιρετικά αδύνατο να αποφύγει την κρυμμένη έκσταση του
φόβου και της εκδικητικότητας τη δίψα να βασανίσει μέχρι θανάτου και να
συντρίψει το πρόσωπο του κακού με ένα σφυρί.
Αβοήθητος πιάνει τον εαυτό του για μια
τρομακτική στιγμή να μετατρέπει την κρυφή εχθρότητά του για τον Big Brother να
γίνεται πραγματικός θαυμασμός. Αυτό είναι κάτι που ήδη από την αρχή του έργου
προδιαγράφει το άδοξο τέλος της απελπισμένης επανάστασής του: του μέλλει να
αγαπήσει τον Big Brother.
Αυτό το δίλεπτο μίσους μας δίνει μας δίνει μια
ενοχλητική όψη του τρόπου με τον οποίο με ψυχολογικά και εν τέλει «φυσιολογικά»
μέσα είναι εφικτός ο ολοκληρωτικός έλεγχος μιας κοινωνίας. Εύκολα μπορούμε να
διακρίνουμε το σταυροδρόμι όπου συναντιούνται η ανθρώπινη φύση και η ανατροφή
ενός ανθρώπου. Εκεί όπου η πολιτική προπαγάνδα διαμορφώνει «ορθές αντιλήψεις»
και «σωστά πιστεύω» δημιουργώντας ένα «ασφαλές» πλαίσιο εντός του οποίου
μισούμε τα «σωστά» πρόσωπα.
Όσο κι αν
ο πολιτισμός εξελίσσεται, κατά βάθος εξακολουθούμε να λειτουργούμε με τη λογική
της κάστας. Ο καθένας μας αισθάνεται την ανάγκη και αποζητά να είναι αποδεκτός
από τη δική του φυλή μισώντας απόλυτα την άλλη και εξασφαλίζοντας έτσι την
επιβίωση.
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Διαχείρισης του Φόβου,
όλες μας οι συμπεριφορές ενστικτωδώς διαμορφώνονται και επηρεάζονται από το
φόβο του θανάτου, που είτε το καταλαβαίνουμε, είτε όχι είναι μια ισχυρή και
ταυτοχρόνως ενεργοβόρος δύναμη. Τέτοια που αν και προσπαθούμε να αποβάλλουμε,
επανέρχεται όπως όλα όσα μας καταπιέζουν για να επικρατήσει με στριφνό τρόπο
στη συμπεριφορά μας και στο μυαλό μας.
Προκύπτει αβίαστα η ερώτηση, αν εξαιτίας αυτού
του φόβου διαμορφώνουμε τις απόψεις μας και αποφασίζουμε ελεύθερα ή αν ο Big
Brother μας έχει καταπιεί και μας ελέγχει, μέχρι που συμφιλιωνόμαστε μαζί του.
Κοιτώντας τα social media και στο ποσοστό
εκείνων που ολοένα και περισσότερο ξεσπούν κατά κύματα κάθε μέρα με τις
κυβερνητικές αποφάσεις και πρακτικές θα παρατηρήσουμε πόσο η ρητορική τον
τελευταίο χρόνο είναι πιο επιθετική με λιγότερο ή περισσότερο εντυπωσιακές
εικόνες και επιδέξια σχόλια, που κρύβουν επιτηδευμένο ή ξεκάθαρο μίσος για τον
απόλυτο εχθρό συνδυασμένα με μια αίσθηση «ζωής ή θανάτου». Το μίσος μάς
διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα κάθε φορά που μια κυβερνητική απόφαση δεν
ταιριάζει με ό,τι έχουμε προ-καθορίσει ως «απόλυτο κακό» - και η δράση παράγει
αντίδραση από το αντίπαλο στρατόπεδο σε μια αυτοτροφοδοτούμενη αντιπαράθεση.
Παρότι αυτό το πρωτόγονο ένστικτο κατά κάποιο
τρόπο έχει χειραγωγηθεί από τις κοινωνικές συνθήκες, επειδή ακριβώς είναι
αφηρημένο και όχι ένα συναίσθημα που χειραγωγείται αβασάνιστα, μπορεί εύκολα να
στραφεί από το ένα αντικείμενο στο άλλο. Αγαπάμε ή μισούμε από τη φύση μεν,
αλλά τα πολιτικά αντικείμενα και υποκείμενα της αγάπης και του μίσους είναι
κάτι που μπορούν να διδαχθούν. Και αν μπορούν να διδαχθούν, μπορούν να
προπαγανδιστούν. Ελέγχουμε άραγε αυτή τη δύναμη;
Θα ήταν μια ανείπωτη τραγωδία αν ανακαλύπταμε
ότι αυτά τα ξεσπάσματα δεν είναι επιλογή μας, αλλά ενορχηστρωμένα από μια
μηχανή πολιτικού προσηλυτισμού. Αν δεν μπορούμε να επιλέξουμε ποιόν να αγαπάμε
και ποιόν να μισούμε, τότε έχουμε ηττηθεί ολοκληρωτικά. Οφείλουμε να
απομακρυνόμαστε από την εξωφρενική πολιτική μανία των Μέσων (και συχνά ξεχνάμε
πως το διαδίκτυο είναι κι αυτό ένα μέσο) και να ρωτάμε τους εαυτούς μας αν
πραγματικά ελέγχουμε αυτό το οποίο παράγει η σκέψη μας. Μήπως μας υποκινεί ο
φόβος και όχι η λογική; Μήπως αυτό που κάνουμε δεν είναι παρά ένα ξέσπασμα μέσω
του διαδικτύου απέναντι στο προσωποποιημένο κακό μιας ενορχηστρωμένης πολιτικής
φόβου; Μήπως αγκαλιάζουμε με ευκολία τον Big Brother της δικής μας «κάστας»
απομακρυνόμενοι από τρίτους, τέταρτους κ.ο.κ. δρόμους σκέψης; Μήπως κάποιος
άλλος «παίζει με τα κουμπιά» μας; Μήπως μας αρέσει να μας πατάει αυτό το
κουμπί; Μήπως στην τελική μας συνεπαίρνει να γινόμαστε το τέρας που μισούμε;
Ίσως αυτή η εκτόνωση συναισθήματος μας κάνει να
αποφεύγουμε την πρακτική αντιμετώπιση όσων προβλημάτων προκύπτουν από το
αντικείμενο του φόβου. Είναι ενδιαφέρον πώς λειτουργεί το δίλεπτο του μίσους
στους υπόλοιπους θεατές: Ελεγχόμενη, καθολική σκέψη, συναισθηματική έξαρση και
ξέσπασμα που τελικά οδηγεί στην καθήλωση. Το κοινό μετά είναι έτοιμο να ακούσει
και να εκτελέσει τις καθημερινές οδηγίες. Δεν έχει σημασία ποιός είναι ο
εκφραστής αυτής της απόλυτης αλήθειας: σημασία έχει πως διαθέτει τα μέσα να
επιτύχει την επικράτηση της δικής του εκδοχής έχοντας κατευθύνει το αντιδραστικό
συναίσθημα στην αντίθετη πλευρά εξασφαλίζοντας. Το «ή με εμάς ή με τους άλλους»
έχει διπλή ανάγνωση: χωρίζοντας στα δύο το πολιτικό πεδίο, επιλέγοντας
στρατόπεδο, επιλέγουμε κατά κάποιο τρόπο και προπαγάνδα. Συμβαίνει τότε η
αντιμετώπιση της μίας προπαγάνδας να είναι απλώς η επικράτηση μιας άλλης,
εξίσου ολοκληρωτικής προπαγάνδας. Του δικού μας «καλού», του δικού μας
δογματισμού, όποιος κι αν είναι αυτός.
Αν δύο λεπτά (ή περισσότερα) καθημερινής δόσης
μίσους είναι αρκετά για να μας βάλουν σε μια πορεία από την οποία οι αποφάσεις
μας θα διαχωριστούν από οποιαδήποτε λογική και θα παραδοθούν στο συναίσθημα
(εγκαταλείποντας παρεμπιπτόντως οποιαδήποτε σκέψη για πολιτική πράξη έξω από το
πληκτρολόγιο), ίσως χρειαζόμαστε επειγόντως δύο ή και περισσότερα λεπτά
πραγματικής καθημερινής δράσης έξω από το διαδίκτυο. Πραγματική επαφή και
συνάντηση με ανθρώπους που διαδικτυακά αγαπούμε και μισούμε (ή και τα δύο
μαζί), αλλά που στο πρόσφατο παρελθόν τις διαφορές μας τις λύναμε κατά πρόσωπο,
με πιο απλό τρόπο, πιο φιλικό και πιο δημοκρατικό, σεβόμενοι ο καθένας την
ελευθερία του άλλου και παίρνοντας αποφάσεις που ίσως δεν κάλυπταν απολύτως και
τις δύο πλευρές, αλλά ήσαν ανεκτές και σεβαστές από όλους. Η ελευθερία και η
δημοκρατία είναι δυναμικές καταστάσεις και όχι στατικές εκφάνσεις των
ανθρώπινων κοινωνιών.
Ο κίνδυνος εμφωλεύει σε μια αργή αντίδραση, ώστε
κάποια στιγμή πολύ αργά αυτές οι εξισορροπητικές συναντήσεις όχι μόνο να είναι
αδύνατο να γίνουν, αλλά και τελικά επικίνδυνο να πραγματοποιηθούν. Στο τέλος
ενός δρόμου με αυτά τα χαρακτηριστικά η πολιτική του φόβου θα μεταμορφωθεί σε
στυγνή πολιτική της βίας. Αυτό θέλουμε άραγε;
Χρήστος
Μαυρόγιαννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου