Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την Γην.
Στους χρόνους δε του Αλέξιου του Πρωτηφορά, νήσος βραχώδης εβγήκε μέσα από την
θάλασσαν και στάθηκε επί της επιφανείας. Και η Αυλωνίτου η Σοφή την ονόμασε Τω.
Και είπεν ο Πανοκαμμένος ο Ημιμαθής, ο και
Βεστιάριος λεγόμενος: «Να πάγουμε εις την Τω, δια να την δούμε από κοντά.
Ευκαιρίας δε δοθείσης, να πεταχτούμε και εις το κοντινό Καστελόριζον, δια να
προσκυνήσουμε τον τόπον όπου εδοξάσθη η οσία Βάνα Μπάρμπα η Μεγαλόστηθη. Η χάρη
της θα μας βοηθήσει να τρομάξουμε τους Οθωμανούς και να τους στείλουμε πίσω
στην Κόκκινη Μηλιά»…
Και τα αυτοαποκαλούμενα κόμματα της λογικής
αρνήθηκαν να λάβουν μέρος εις την φιέσταν. Συμμετείχαν όμως πέντε Συριζαίοι και
εκ των Ψεκασμένων ο Κατσίκης ο Ομοφυλοδιώκτης. Επήραν δε μαζί τους και τρεις
Κασιδιάρηδες, δια να τους ξεπλύνουν. Διότι είχαν ακούσει πως τα νερά στην Τω,
ήσαν καθαγιασμένα και αν τρίψεις καλά έναν Κασιδιάρη, βγάζεις όλη την κασίδα
και την ναζιστοσύνη από πάνω του. Μετά, μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις ελεύθερα
δια τους δικούς σου σκοπούς.
Και όλοι ετούτοι επάτησαν εις την ακριτικήν Τω.
Και η σοφή Αυλωνίτου εθαύμασε το τοπίο και το διελάλησε με τιτιβισμούς. Και ήτο
μαζί και η Κασιμάτη η Πασοκογενής, που κώλον δεν έβαζε κάτω. Είχε μόλις
επιστρέψει από την μακρινήν Κούβα, όπου επήγε δια να ποζάρει στα εικονίσματα
του αγίου Ερνέστου. Τώρα επόζαρε ξανά. Μα πίσω της δεν είχε τον Ερνέστο ή τον
Φιδέλ. Πίσω της στεκόταν ο Παπάς ο Μουσολινολάτρης, κείνος όπου κατουρούσε τες
βιτρίνες και την έβρισκε με φεσάκια ναζιστικά και μάθαινε στα τέκνα του να
κάμουν έτσι το χεράκι, πόινκ, δια να υμνούν τον σφαγέα Αδόλφο. Αλλά οι
Συριζαίοι δεν ενοχλούνταν. Διότι η πατρίς και τα ψηφαλάκια είναι πάνω από όλα.
Ενοχλήθησαν όμως οι λεγόμενοι πενήντα τρεις, οι
οποίοι όλο διαμαρτύρονταν και γκρίνιαζαν και συσκέπτονταν και όταν έφτανε η
κρίσιμη ώρα έκαναν την καρδίαν τους πέτρα και εψήφιζαν εκείνο που έπρεπε. Μίαν
δε μικρήν ενόχλησιν, ένιωσε και ο ίδιος ο Αλέξιος ο Πρωτηφοράς. Διότι σου
λέγει: «Δεν είναι δυνατόν εγώ να τραβιέμαι εις την
Κούβαν και να εκφωνώ επικηδείους δια τον Φιδέλ… Ή να γέρνω στο πολυθρόνι όταν
με επισκέπτεται ο Βαράκιος ο Νεοκοσμίτης και να χασμουριέμαι από την ντάγκλαν
-και όλα αυτά δια να δείξω ότι παραμένω αριστερός. Και να μου έρχονται
ετούτοι και να με ξεφτιλίζουν έτσι και να παίζουν το παιχνίδι του πονηρού
Πανοκαμμένου!»
Και για να δείξει ότι παραμένει κραταιός,
ανέβηκε πάλι εις το πρωθυπουργικό σκαρί, εκείνο που είναι πιο οικονομικό και
από τρόλεϊ που πηγαινοέρχεται μεταξύ Πατησίων και Κουκακίου. Και ταξίδεψε στους
Αγίους Τόπους και στην Γην του Ισραήλ. Και εσυνάντησε τον μάγο Γιούρι Γκέλλερ,
εκείνον όπου λυγίζει κουτάλια με την δύναμη της σκέψης του και τον έχουν
φιλοξενήσει και τα κανάλια της διαπλοκής. Και ο Γκέλλερ του εδίδαξε την τέχνη
του.
Και ο Αλέξιος επέστρεψε στο Θέμα της Ελλάδος και
έκαμε τα μαγικά του. Έδωσε εις τους πειναλέους γέροντες από ένα καρβέλι ψωμί
και μπόλικο σανό, δια να φάνε στην υγειάν του. Και άπαντες είπαν πως δια να
δίνει τόσο γενναίες παροχές ο Αλέξιος, σκέπτεται να πάγει σε εκλογές. Διότι τα
ίδια έκαμε προ διετίας και ο Σαμαράς ο εκ Καλαμών και είδαμε τα χαΐρια του.
Και ο Αλέξιος έγειρε ξανά στο αγαπημένο του
πολυθρόνι και φώναξε τον Καρανίκαν τον πιστόν του σύμβουλο. Και εκείνος
εσκούπισε την χείραν του με την οποία δούλευε όσο έβλεπε την εκπομπή της Ελένης
και έτρεξε στον αφέντη του. Και εχάρη τα μάλα, διότι τον είδε χαρούμενο.
Και είπεν ο Αλέξιος: «Κερδάμε πιστέ μου Καρανίκα. Τα εθνικά μας θέματα πάνε καλά, ταΐσαμε
τους πεινασμένους και σε σαράντα και τέσσερις χρόνους από σήμερα, ίσως οι καλοί
μας εταίροι να μας περικόψουν και λίγο από το χρέος».
Και είπεν ο Καρανίκας: «Χαίρομαι, Αλέξιε, δια
λογαριασμόν σου. Φαίνεται καλό ετούτο που πίνεις. Μήπως έχεις να μου δώσεις και
εμένα λίγο;»
Και έτσι κυλούσαν οι μέρες στο Θέμα της
Ελλάδος...
Γιώργος Παναγιωτάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου