Τα τελευταία «πέτρινα» χρόνια της κρίσης στη χώρα μας συνοδεύτηκαν
και από πάμπολλες αυτοκτονίες.
Ένα ζήτημα που περνάει ξώφαλτσα, χωρίς κανείς να έχει αποπειραθεί
να το αναλύσει σε βάθος.
Εκτός από το αγαπημένο μου μπλογκ «Οι Βαψομαλλιάδες»,
που πριν από μερικούς μήνες είχε καταφέρει να ακτινογραφήσει το θλιβερό αυτό φαινόμενο….
Ιδού λοιπόν ένα άρθρο κόλαφος σε αυτούς που μας γδέρνουν
τα όνειρα. (S.A.)
Το πρόσφατο κύμα αυτοκτονιών που χτυπά τόσο μανιασμένα
την ανυπεράσπιστη στην Κρίση χώρα-καρυδότσουφλο και τους παλικαρίσιους
κατοίκους της δεν αφήνει – δεν μπορεί
να αφήνει – ασυγκίνητο κανέναν.
Τουλάχιστον, κανέναν από όσους μπορούν και παραμένουν ανθρώπινοι·
κανέναν από όσους δεν έχουν βάλει μια πέτρα στη θέση της καρδιάς.
Μέγα «ζητούμενο» το να σταλούν μηνύματα ολούθε· να
αφυπνισθούν οι κοιμώμενες συνειδήσεις.
Στην χώρα μας είχαμε γερή παράδοση μόνον στην «επώνυμη»
αυτοχειρία.
Ο Νικόλας Άσιμος δεν άντεξε την σκληρότητα τούτου του
άδικου ντουνιά· ο Νίκος Πουλαντζάς αισθάνθηκε τι πάει να πει υπαρξιακό αδιέξοδο
βλέποντας τις σημαντικές ιδέες του να μένουν χωρίς εφαρμογή· ο Περικλής
Γιαννόπουλος καταβυθίστηκε καβάλα πάνω στ’ άλογο, συγκλονισθείς από την
αδυναμία του Ελληνισμού να σταθεί στο ιστορικό του ύψος· η Ρένα Παγκράτη
κατέρρευσε ένεκα της μη αναγνώρισης του υποκριτικού της τάλαντου· ο Μιμίκος και
η Μαίρη ένιωσαν την απόγνωση που τους γέννησε το δυνατό και πολύτιμο συναίσθημα
που ονομάζεται έρωτας.
Και βεβαίως υπάρχουν μπόλικοι ακόμη επώνυμοι αυτόχειρες,
της ίδιας πάνω-κάτω ψυχοδομής.
Κάποιοι μιλούν για στριμμένη βίδα.
Κάποιοι άλλοι δεν διστάζουν – παρά την επί μέρους αξία
κάποιων προσώπων – να κάνουν λόγο για ψώνια· για γραφικούς· για παθολογική
αδυναμία, για κραυγαλέα εγωπάθεια, για παντελή έλλειψη χιούμορ.
Ας μας επιτραπεί να έχομε μια διαφορετική άποψη.
Η αυτοκτονία αποτελεί μια οριακή επιλογή των ευαίσθητων
και των γενναίων – όσων διαβιούν / φυτοζωούν στις εσχατιές της απόγνωσης· μια
επιλογή που παραδίδει ακριβά μαθήματα ζωής – σε όσους, φυσικά, μπορούν να δουν
πέρα κι έξω από το διαρκές κυνήγι του χρήματος, την φροντίδα του σαρκίου και
άλλων ιδιοτελών ασημαντοτήτων τούτης της ζήσης.
Η αυτοκτονία, στον δικό μας τόπο – στον δικό μας τρόπο (© Ζουράρις / Γιανναράς) – είναι
συνδεδεμένη με τους συνεπείς, τους
αισθαντικούς, τους ιδεολόγους – με τους λεπταίσθητους της ύπαρξης.
Δεν άντεξαν όλοι οι προαναφερθέντες – και άλλοι πολλοί –
ευαίσθητοι συνάνθρωποι τη ματαίωση των υψιπετών προσδοκιών, το γκρέμισμα των
ευγενών φιλοδοξιών – το θάψιμο των ονείρων που τους επεφύλασσε η μοίρα.
Κρίμα – πολύ κρίμα…
Και καλά οι φορείς της «επώνυμης» αυτοκτονίας.
Η πλεμπάγια, όμως, τι έπαθε τα τελευταία δύο-δυόμισι χρόνια
και αυτοκτονεί;
Τι συγκλονίζει, μέχρι θανάτου, την ευαίσθητη καρδιά του
μέσου Έλληνα αυτόχειρα;
«Οι συνθήκες του ευτυχισμένου ανθρώπου βρίσκονται μόνον
στην Ταϊτή», θα πει – πριν κάμποσα, βέβαια, χρόνια – ο Diderot.
Ίσως γιατί δεν μπόρεσε (εξ αντικειμένου) να επισκεφτεί τη
νεότερη Ελλάδα, θα συμπληρώναμε εμείς.
Έλληνας ίσον ευτυχισμένος – και αντιστρόφως. Αξιωματικά.
Γι’ αυτό η κοινότης των Ελλήνων είχε παραδοσιακά από τους
χαμηλότερους δείκτες αυτοκτονιών διαπλανητικώς.
Λογικό αυτό. Πολύ λογικό.
Είναι δυνατόν να είσαι Έλληνας και να αυτοκτονείς;
Να στερείσαι – και μάλιστα οικιοθελώς – όλες τις
ανυπέρβλητες ελληνικές προνομίες; Μα πού πήγε η παροιμιώδης ευτυχία του Έλληνα;
Γιατί το διάσημο και ζηλευτό ελληνικό κύτταρο έγινε τόσο
ευαλλοίωτο ώστε να αυτοκτονεί – και μάλιστα σε μαζική κλίμακα;
Η πρόσφατη άνθηση του αθλήματος της αυτοχειρίας στη χώρα
μας δεν αρδεύεται από την ίδια πηγή με τους «ιδανικούς αυτόχειρες».
Ούτε σχετίζεται με τις δυσώδεις προδιαγραφές αυτής της
χώρας και των λερών γηγενών.
Αίτιό της, πέραν πάσης αμφιβολίας, η οικονομική κρίση και
η συνεπαγόμενη καταβαράθρωση των επαγγελματικών φιλοδοξιών, το σμπαράλιασμα των
οικονομικών προοπτικών – εν τέλει, η κλοπή των ονείρων.
Ο Έλληνας πονεί.
Δεν αντέχει την οικονομική πίεση, την ανέχεια, το
ψαλίδισμα των ονείρων.
Θέλει να ζήσει! Γι’ αυτό και αυτοκτονεί.
Γιατί θέλει μεν να ζήσει – αλλά με τους δικούς του όρους·
όχι οικονομικά ζορισμένος και υποδουλωμένος στα σχέδια άλλων, μακριά από τον
ανέμελο, υπερέχοντα τρόπο του
ελληνικού βίου
.
Το είπε,
άλλωστε, και ο Λευτέρης Πανταζής: «Να πούμε ένα μεγάλο ΟΧΙ σε όσους κλέβουν τις
ελπίδες μας, τα όνειρά μας. Η κρίση μάς έχει γονατίσει. Στις πίστες όχι
λουλούδι, αλλά ούτε κοτσάνι πια δεν πέφτει…».
Η επιλογή της αυτοκτονίας (υπό την προϋπόθεση, βέβαια,
ότι προέρχεται από την οικονομική κρίση και την κλοπή των ονείρων) δείχνει να
συγκλονίζει τους πάντες – πολιτική και πνευματική ηγεσία, Τύπο και Λαό.
Πολλές πρόσφατες
αυτοχειρίες (υπαλλήλων, δικηγόρων, επιχειρηματιών, εφοπλιστών κλπ.) ανθρώπων με
«οικονομικά προβλήματα» δεν άφησαν ασυγκίνητους τους Έλληνες.
Η πιο κομπλέ, όμως, αυτοκτονία, η αυτοκτονία που
συγκίνησε αφειδώλευτα, ήταν εκείνη του συνταξιούχου φαρμακοποιού, που, εκτός
από το καουμπόικο στοιχείο με το πιστόλι, εμπεριείχε δίκην δώρου και «μήνυμα» –
ολάκερο πολιτικό μανιφέστο.
Ράγισε καρδιές το σπάραγμα-Ευαγγέλιο του σύγχρονου
ακτιβισμού γραμμένο από τα χέρια του
77χρονου φαρμακοτρίφτη, ο οποίος χάρισε στον Χάρο τη χαρίεσσα ζωή, αφού δεν
μπορούσε να ζήσει, όπως ήθελε και όπως του άξιζε, με την πενιχρή σύνταξη των
μόλις 1500 ευρώ.
Μέχρι τώρα αυτοκτονούσαν μαζικά μόνο κάτι παρακατιανοί
λαοί (δευτερεύοντες, βόρειοι) που, απ’ ό,τι μας έλεγαν, δεν ετύγχαναν του
προνομίου του ελληνικού φωτός (να ’τος πάλι ο Αλεπουδέλης…).
Και καλά να αυτοκτονούν οι λαοί-δευτεράντζες.
Αλλά τώρα να αυτοκτονούμε κι εμείς, οι Έλληνες;
Οι στιβαροί;
Οι λουσμένοι (πατόκορφα) σε φως και θάλασσα;
«Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» (που
λένε και οι δημοσιογράφοι, παίζοντας στα δάχτυλα τον Σαίξπηρ).
Πάντως, η μαζικότητα του αυτοκτονικού φαινομένου εν
Ελλάδι ενδεχομένως να υπογραμμίζει και την ανωτερότητα της ελληνικής φυλής,
διατρανώνοντας την παροιμιώδη ευαισθησία της.
Γιατί, λ.χ., κάτι λαθρομετανάστες («δεν υπάρχουν λαθραίοι
άνθρωποι, μόνο λαθραία τσιγάρα», αντηχεί στ’ αυτιά μας η στεντόρεια φωνή του
συμπαθέστατου Δημήτρη Στρατούλη), κάτι Σομαλοί, κάτι Ινδοί, κάτι Πακιστανοί, δεν
αυτοκτονούν – παρά την ανέχεια;
Χοντρόπετσοι, ζωώδεις, χωρίς τις ελληνικές εκλεπτύνσεις,
στερούνται προφανώς της ημετέρας ευαισθησίας ώστε να αφαιρέσουν αυτοβούλως της
δική τους ζωή. Αντιθέτως, προτιμούν (όσοι, τέλος πάντων, απ’ αυτούς εργάζονται
και δεν σουφρώνουν) να περνούν την ώρα τους στα χωράφια, τα πεζοδρόμια, τα
φανάρια και τις οικοδομές για την επιβίωση, κάτω από το ελληνικό λιοπύρι – το
ιερουργούν Ελληνικό φως.
Συνήθως, η υπαρξιακή κύρτωση – η προϋπόθεση, δηλαδή, της
αυτοκτονίας – πηγαίνει φούστα-μπλούζα με τα αφράτα χέρια, με τα ροδαλά μάγουλα,
με τα πλαδαρά κωλομέρια (ωσαύτως οι ψυχαναλύσεις και τα ρέστα).
Τα παιδιά της ανάγκης δεν αποδίδουν καλά στο συγκεκριμένο
σπορ.
Δεν είναι αρκούντως ευαίσθητοι, καταπώς φαίνεται.
Όπως και να’ χει, τουλάχιστον οι δημοσιογράφοι, πάντα
φρουροί των Λαϊκών δικαίων, γρηγορούν. Αλυχτούν, πρωί και βράδυ, ζητώντας να
σταματήσει η κλοπή ονείρων και οι Έλληνες να μην αυτοκτονούν.
Και να κάνει επιτέλους κάτι η «Πολιτεία» – απαραίτητο
αυτό.
«Κάθε μέρα έχουμε κι από μία αυτοκτονία! Τι κάνουν
επιτέλους οι κρατούντες;», όπως δικαιολογημένα αναρωτιέται, μέρα μπαίνει-μέρα
βγαίνει, με ιερή αγανάκτηση σε καρδιά και χείλη, κι ο Ευαγγελάτος (προτού ή και
αφού μετρήσει τις δεκάρες των διαφημίσεων)· φορώντας, εκτός από το άνετο
κοστούμι της ιερής, υπέρ Λαού, οργής, και στενό γυαλιστερό κοστούμι μπαλκανέζου
λεβεντο-εστέτ, μυτερά σκαρπίνια και slim γραβάτα, η οποία μάλιστα ξεπερνά το
ύψος της ζώνης και του κρέμεται μέχρι τους όρχεις – εκεί, δηλαδή, όπου έχει
γραμμένη (αυτός και οι όμοιοί του), εκτός από τη φινέτσα, κάθε επαγγελματική
και προσωπική αξιοπρέπεια.
Την οδυνηρή κατάσταση θα συνοψίσει, με απλότητα αλλά και
μοναδική ενάργεια, η κατάθεση ψυχής της νεαρής – σφόδρα απογοητευμένης και
ονειροψαλιδισμένης – σπουδάστριας Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (στις σχολές Μανώλα):
«Πιστέψτε με, σε λίγο όλοι θα αυτοκτονούμε! Βιώνουμε ένα αδιέξοδο! Είχαμε
συνηθίσει σε έναν άλλο τρόπο ζωής. Δύσκολο τώρα που τόσα χρόνια συνηθίσαμε να
ξεσυνηθίσουμε. Νιώθω ότι μου κλέβουν την ελπίδα! Νιώθω [σ.σ. πάντα κάτι
«νιώθουν» οι ευαίσθητες ψυχές – και δη οι γυναικείες] ότι μου κλέβουν τις
προοπτικές μου! Φέρτε μου πίσω τα όνειρά μου!», θα πει σπαραχτικά η Μαίρη.
Πάντως, αν κρίνουμε από τη συχνότητα της επίκλησης περί
«κλεμμένων ονείρων», οι Έλληνες πρέπει να έχουμε μπόλικα όνειρα – και πολύτιμα,
for that matter, για να μας
τα κλέβουν τόσοι πολλοί και με τόση μανία.
Ο Ελληνικός Λαός καταρρέει από την οικονομική κρίση και
την κλοπή των ονείρων – και αυτοκτονεί. Αλλά, όσο οι Έλληνες θα αυτοκτονούν
μαζικά, ένα αμείλικτο ερώτημα θα πλανάται πάνω από την ιστορική και ευλογημένη
χώρα: Καταρρέουν μωρέ οι Έλληνες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου