Η φιλοσοφική καριέρα του Ζακ Ντεριντά ξεκίνησε με μια
επίθεση στον λογοκεντρισμό της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης.
Ο Ντεριντά επισήμανε πως η φιλοσοφία από τον Πλάτωνα ως
τον Ρουσώ και από εκεί στον Χούσερλ βασίζεται σε μια μεταφυσική απόδοση προτεραιότητας
στην φωνή έναντι της γραφής, στην παρουσία έναντι της απουσίας, στην φύση
έναντι του πολιτισμού.
Το εγχείρημα αποκατασκευής αυτής της παράδοσης που
ονομάστηκε «αποδομητική ανάγνωση» συνίσταται σε μια ενδοκειμενική προσέγγιση
που επισημαίνει τους κόμβους εκείνους όπου τα δίπολα βραχυκυκλώνουν, όπου
αναδεικνύεται πως αυτό που αξιολογείται ως ανώτερο και «καθαρότερο» (η φωνή, η
παρουσία, η φύση) φέρει εντός του το κατώτερο και το «βρώμικο».
Μία σειρά έννοιες αναπτύχθηκαν από τον Ντεριντά ακριβώς
για να περιγραφεί το σημείο εκείνο όπου η διάκριση καταρρέει, όπου δεν μπορεί
κανείς να εντάξει ένα στοιχείο σε μια εκ των δυο κατηγοριών.
Αυτό είναι το νόημα του όρου ανεπίκριτο: ανεπίκριτο είναι
αυτό που δεν είναι ούτε παρουσία ούτε απουσία, π.χ. το συμπλήρωμα/ αναπλήρωμα:
αυτό που συμπληρώνει, άρα ολοκληρώνει την παρουσία, ταυτόχρονα καταδεικνύει την
έλλειψη της κατασκευής.
Κάτι που χρειάζεται να συμπληρωθεί δεν είναι πλήρες — και
τίποτα δεν εγγυάται πως το συμπλήρωμα την φέρνει όντως.
Αυτό τον ρόλο
του ανεπίκριτου φέρνει στην ελληνική συμμετοχή στη Γιουρoβίζιον το μουστάκι του
Αγάθωνα.
Η συζήτηση επί σειρά ετών στρέφεται γύρω από το ποιά
πρέπει να είναι η φύση του τραγουδιού που θα σταλεί.
Η κυρίαρχη γραμμή, εκφρασμένη στις τηλεοπτικές εκπομπές
της μεσημεριανής ζώνης, τάσσεται διαδοχικά υπέρ μιας συμμετοχής που θα
αναδεικνύει την ιδιαίτερη ελληνικότητά μας, σε αντίστιξη με την αφομοιωτική ποπ
που έχει κατακλύσει τον θεσμό.
Φέτος η ελληνικότητα της συμμετοχής άγγιξε το πικ της.
Επιλέχθηκε ένας δημιουργός από την ρεμπέτικη παράδοση, σεταρίστηκε με ένα
σύγχρονο συγκρότημα ώστε να επικαιροποιηθεί, ο στίχος ήταν μεν αγγλικός αλλά
μετέδιδε το ιδανικό μιας βακχικής μέθης της αλήθειας.
Η σκηνική παρουσία ήταν αποκαλυπτική: γκρο πλάν στον
Αγάθωνα και το μπαγλαμαδάκι του, φουστανελοφόροι Κόζα Νόστρα.
Το ερώτημα όμως που ανατρέπει την σκηνοθεσία είναι απλό:
ποιά είναι η θέση του μουστακιού του Αγάθωνα στην όλη διαδικασία;
Μπροστά σε τόσα σύμβολα ελληνικότητας που έχουν υποστεί
την προσαρμογή στην πραγματικότητα του διαγωνισμού, θεμέλιο του οποίου είναι το
θέαμα ως κιτς, το μουστάκι, φερμένο θαρρείς από άλλη εποχή, τι άλλο χρειάζεται
παρά για να υπονομεύσει το σύνολο της συμμετοχής;
Όταν ο πόλος της ελληνικότητας αντλεί την αξία του από
την υπονόμευση του ξένου μέσω της επικαιροποίησής του υπό την φαινομενική
εξουσία του, το μουστάκι στέκει στο χώρο του ανεπίκριτου, η υλική μορφή ενός
κενού.
Κι αν στη Γιουροβίζιον το κενό αυτό μπορεί να θεωρηθεί
αμελητέας σημασίας —αύριο θα έχει κιόλας ξεχαστεί—, υπάρχει ένα παρόμοιο
μουστάκι που θα μας απασχολήσει απειλητικότερα.
Είναι αυτό που έχει βαλθεί να δέσει την πολιτισμική
παραγωγή στο άρμα μιας ηθογραφίας σφιχταγκαλιασμένης με το χειρότερο κιτς.
Το ανεπίκριτο μουστάκι του Κώστα Τζαβάρα, που δεν ανήκει
ούτε στον πόλο της κωμωδίας ούτε της τραγωδίας, αλλά στο μεσοδιάστημα της
φάρσας…
Χρήστος Νάτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου