20.11.13

Μια Ζωή Σικέ (32)



Το σκοτάδι ήταν απόλυτο.
Είναι δύσκολο να το δεχτούμε, αλλά το διάστημα είναι θεοσκότεινο.
Οι αποστάσεις μεταξύ των αστεριών και των λοιπών σωμάτων είναι τόσο τεράστιες που φώς δεν βλέπεις πουθενά.
Ας είναι καλά τα φωτάκια που τρεμόπαιζαν στο ταμπλό και στις οθόνες του διαστημόπλοιου.
Φωτάκια που μάλλον όριζαν ηλεκτρονικά την πορεία που το σκάφος ακολουθούσε στην πράξη.




Η πορεία που ακολουθούσε το σκάφος βέβαια ήταν σαφώς προκαθορισμένη από τα πριν.
Τίποτα δεν είχε αφεθεί στη τύχη από τους επιστήμονες.
Μόνο εγώ. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω.
Γιατί ήμουν σ`αυτό το διαστημικό ταξίδι;
Τι στο διάβολο είχε συμβεί πάλι;
Δεν ξέρω…



Αυτό που ξέρω είναι ότι μια μαγευτική μουσική κεντούσε το μυαλό μου.
Με βοηθούσε να ανταπεξέλθω στη μοναξιά και την ανία.
Ο χρόνος είχε χάσει το όποιο νόημά του για μένα.
Μέρες; Μήνες; Δεν γνώριζα πόσο καιρό ταξίδευα.
Ούτε και γιατί.
Πλήρης άγνοια.
Νιρβάνα; Όχι, προς θεού.
Αγωνία; Ούτε αυτό.
Τί τότε;
Πλήρης και ολοκληρωτική συναισθηματική απογύμνωση.
Κάθαρση μυαλού.
Ύπαρξη σε άλλες διαστάσεις, αλλά χωρίς την αποκάλυψη σοφίας που θα περίμενε κανείς.
Αποφλοιωμένη τομάτα σε κονσέρβα.
Όπως φαντάζομαι ότι θα αισθάνονται και τα βακτηρίδια.
Και τότε την είδα.
Ήταν γλυκιά στην όψη, χωρίς βέβαια να είναι και ιδιαίτερα όμορφη.
Κατά κάποιο τρόπο μπορώ να πω ότι έμοιαζε και με την Άννα Βίσσυ!
Φαινόταν να αιωρείται στο κενό.
Ήταν σχεδόν πραγματική, λίγο άυλη, αν κάτι τέτοιο μπορεί να ειπωθεί.
Τέλος πάντων ήταν η… Παναγία μας.
Η Μαντόνα, η παρθένος, η μητέρα του Χριστού!
Είναι δυνατόν; Υπάρχει;
Τα μάτια μου άρχισαν να καίνε.
Τα έκλεισα και τα έτριψα με τα χέρια μου.
Ανοίγοντάς τα, όλα έδειχναν θολά.
Έκανα προσπάθεια να νετάρω.
Και τότε την ξαναείδα πιο καθαρά από πριν.
Μόνο που ήταν σε ζωγραφιά. Κορνίζα στον τοίχο.
Πάνω από ένα ξύλινο και ρημαγμένο γραφείο.
Μέσα σε αστυνομικό τμήμα.
Χριστέ μου… Ήμουν κρατούμενος;
Και πού ήταν οι αστυνομικοί;
Κοίταξα ολόγυρα, αλλά δεν υπήρχε ψυχή.
Κάτι πηλίκια μόνο, και δυο αστυνομικά σακάκια κρεμασμένα σε έναν παλιό καλόγερο στη γωνία του δωματίου.
Το περίεργο βέβαια της υπόθεσης είναι ότι τα πηλίκια είχαν για εθνόσημο τον φοίνικα. Το πουλί της χούντας.
Αν είναι δυνατόν!
Κοίταξα για λίγο το είδωλό μου στον καθρέφτη πάνω από τον νιπτήρα. Ήμουν ο ίδιος. Λίγο πιο κιτρινισμένος.
Η χούντα όμως είχε πέσει όταν ήμουν δεκατριών χρόνων.
Τι συμβαίνει;
Τότε πρόσεξα την ανοικτή μπαλκονόπορτα.
Βγήκα σε ένα μικρό μπαλκονάκι γεμάτο με γόπες και παλιές γλάστρες με πεθαμένα από καιρό φυτά. Το ευτύχημα ήταν ότι βρισκόμουν στο ισόγειο.
Δεν σκέφτηκα πολύ. Πήδηξα και εξαφανίστηκα μέσα στο συνοικιακό σκοτάδι.
Με τα πολλά έφτασα σε γνώριμα σημεία. Γνώριμα; Σχεδόν.
Η πλατεία Ναβαρίνου αλλόκοτα ξεπρόβαλλε μπροστά μου, αλλά χωρίς αρκετό φώς. Αυτοκίνητα πουθενά. Κόσμος αραιός.
Ένα περίπτερο στο βάθος μου φάνηκε ανοικτό, και έσπευσα.
Είχε ένα θαμπό φώς που όσο πλησίαζα καταλάβαινα ότι προέρχεται από γκαζόλαμπα στο εσωτερικό του.
Ένας γεράκος περιπτεράς με κοίταξε αδιάφορα όταν του ζήτησα μια ΕΣΠΡΕΣΟ. Σαν να με πέρασε για βλαμμένο.
Του εξήγησα ότι θέλω εφημερίδα.
Μουρμουρίζοντας μου έδωσε μια διπλωμένη.
Την άνοιξα κι`ακόμα ανατριχιάζω.
Είχε φάτσα κάρτα τον Πατακό, και ημερομηνία τον Σεπτέμβριο του 1967.
Μου έπεσε από τα χέρια καθώς άρχισα τρεκλίζοντας να απομακρύνομαι.
Οι φωνές του περιπτερά ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου, «το πενηνταράκι, το πενηνταράκι...».
Καλύτερα που δεν την αγόρασα.
Τα μόνα χρήματα που είχα επάνω μου ήταν ένα ολοκαίνουργιο χαρτονόμισμα των πενήντα Ευρώ.
Ο γεράκος θα πάθαινε αποπληξία…

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου