Αν
πιστέψατε ότι φρούτα σαν τον Notis, τον Ρέμο, ή ακόμα και
την Αναστασία «Hellene» Μουτσάτσου, που
ανακάλυψαν μετά το 2010 την επανάσταση και την αντίσταση στο σάπιο παγκόσμιο
κατεστημένο φυτρώνουν μόνο στην ημιεξωτική μας χώρα, κάνετε λάθος.
Μεγάλο
και, κακά τα ψέματα, ψιλοαναμενόμενο, καθώς κατά βάθος όλοι ξέρουμε πως δεν
είμαστε παρά ακόλουθοι των τάσεων που ξεκινούν στην πάλαι ποτέ Εσπερία της
Ευρώπης και της Αμερικής.
Τα
πασπαλίζουμε βέβαια με μπόλικη δόση ελληνικής (κατά Καστοριάδη)
«ιδιαιτερότητας», εξαφανίζουμε τα πρωτότυπα από μπροστά μας, κι ασχολούμενοι
μόνο με τα δικά μας, μπορούμε να ξαναβυθιστούμε άφοβα στον βαλκανικό μικρόκοσμό μας…
Αυτόν
λοιπόν το Ράσσελ Μπραντ ( http://en.wikipedia.org/wiki/Russell_Brand
) ποτέ
δεν τον πολυχώνεψα.
Συστήνεται
ως κωμικός και εναλλακτικός γενικά αλλά η μόνη φορά που με έκανε να γελάσω ήταν
σε 1-2 σκηνές όλες κι όλες παίζοντας τον μονίμως μαστουρωμένο και γενικά
κακομαθημένο ροκ σταρ – βάσιμες είναι οι υπόνοιες ότι απλώς έπαιζε τον εαυτό
του, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία.
Σε
ότι αφορά την εναλλακτικότητα δεν ξέρω πολλά, αλλά υποθέτω ότι αν παντρευτείς
την Κέιτι Πέρι ( http://en.wikipedia.org/wiki/Katy_Perry
) και μετά από λίγο καιρό την παρατήσεις είναι κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως
τέτοιο.
Ακόμα
πιο εναλλακτικό ήταν αυτό ( http://www.georgakopoulos.org/2013/10/russel-brand-revolution
) όπου σαν άλλος Notis στην Τατιάνα προανήγγειλε την επανάσταση
δημιουργώντας μπόλικο θόρυβο και κάνοντας κι αρκετό θόρυβο γύρω από την όλη
κατάσταση.
Είπαμε,
δε συμβαίνουν μόνο εδώ τα φαιδρά...
Όλα
αυτά όμως πέρσι.
Last year που έλεγε και η Natasha της
διαφήμισης.
Φέτος
ο Μπραντ ξαναχτύπησε.
Αλλά
κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, αυτή τη φορά έγραψε ολόκληρο βιβλίο.
Με
τίτλο «Επανάσταση» (Revolution αγγλιστί).
Απλά,
λιτά, ταιριαστά.
Το
μήνυμα να περνάει, αυτό έχει σημασία (κατά το «Και το μήνυμα, τί θα γίνει με το
μήνυμα», – οι φανατικοί του Αστερίξ είμαι βέβαιος ότι ήδη χαμογελάνε αν δεν
σκάνε στα γέλια, οι άλλοι απλώς δεν ξέρουν τί χάνουν).
Ας
μην ξεφεύγουμε όμως. Εδώ ( http://www.theguardian.com/books/2014/oct/17/revolution-russell-brand-review-political-manifesto
) λοιπόν υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα κριτική γι’ αυτό από τον Ντέιβιντ Ράνσιμαν.
Τόσο
ενδιαφέρουσα που νομίζω ότι αν είσαι και λίγο τεμπέλης ή/και επιλεκτικός με το
τί διαβάζεις, καθιστά την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου περιττή.
Κι
όχι μόνο αυτό, έχει κι από μόνη της αξία - γι’ αυτό και μπήκα στον ελάχιστο
κόπο να τη μεταφράσω όχι ολόκληρη αλλά τα πιο «ζουμερά» σημεία της.
Έτσι
ή αλλιώς εκφράζει τις εποχές που ζούμε όσο λίγα κείμενα:
«Πέρυσι τέτοια εποχή,
φιλοξένησα μία Σουηδέζα ακαδημαϊκό που είχε έρθε στο Κέμπριτζ να δώσει μια
διάλεξη για τον Μοντεσκιέ. Μόνο που δεν ήθελε να συζητήσουμε για τον Μοντεσκιέ.
Ήθελε να συζητήσουμε για τον Ράσσελ Μπραντ. «Αυτός ο Ράσελ», όπως τον
αποκαλούσε (...) είχε μόλις δώσει (...) τη συνέντευξή του στον Τζέρεμι Πάξμαν
στην οποία εξέφρασε την αηδία του για το πολιτικό σύστημα κι έκανε έκκληση για
επανάσταση διά της απόλυτης αποδέσμευσης. (...)
Ο ενθουσιασμός (σ.μ: που
ακολούθησε το ανέβασμα του video στο youtube) ήταν χειροπιαστός. Επιτέλους, κάποιος είχε πει το ανείπωτο.
«Είναι αυτή η ώρα;» η Σουηδέζα φίλη μου ήθελε να ξέρει.
Δεν ήταν
μια μεμονωμένη αντίδραση. Όπου κι αν πήγαινα ο κόσμος ήθελε να συζητήσει για
τον Μπραντ. (…) Σοβαρολογούσε; Είχε πάρει κάτι; Είχε δίκιο;
Οι
φοιτητές στους οποίους προσπαθούσα να διδάξω πολιτική επιστήμη, ξαφνικά
ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο αλλά ταυτόχρονα είχαν λιγότερη υπομονή με τα
σκονισμένα παλιά κείμενα με τα οποία τους φορτώναμε. (…)
Πλέον
έχουμε πολλά περισσότερα – την εκδοχή των 100.000 λέξεων του μανιφέστου. Θα
δημιουργήσει τον ίδιο ενθουσιασμό; Φοβάμαι πως όχι.
Υπάρχουν
δύο προβλήματα μ’ αυτό το βιβλίο. Το πρώτο είναι το τάιμιγκ, το οποίο είναι
τουλάχιστον εξίσου σημαντικό στην πολιτική όσο και στην κωμωδία.
Πολλή
ενέργεια γύρω από το κάλεσμα στα όπλα από τον Μπραντ έχει εξατμιστεί. Πέρσι το
φθινόπωρο ήταν η στιγμή του και με το να αποσυρθεί για να γράψει το βιβλίο του σπατάλησε
πολύ από την ευκαιρία του (…).
Δεν είναι
τόσο ότι η γενική απογοήτευση με τη συμβατική πολιτική έχει επίσης εξατμιστεί –
μάλλον το αντίθετο, οι άνθρωποι είναι πιο θυμωμένοι από ποτέ. (…)
Η
“Επανάσταση” του Μπραντ είναι δύσκολο να περπατήσει επειδή φαίνεται ότι
χρησιμοποίησε το χρόνο του για να είναι σοβαρός και ειλικρινής (μ’ αυτήν) πάνω που όλοι αυτοί οι άνθρωποι πίστεψαν
ότι είχε κάνει την επαναστατική αλλαγή να φαίνεται τόσο εύκολη. Αλλά το
σπουδαίο με τη συνέντευξή του είναι η παιχνιδιάρικη ενέργειά της (…).
Αυτό το
βιβλίο είναι επίσης εύκολο στις πρακτικές λεπτομέρειες, αλλά η ενέργεια, χώρια
η παιχνιδιάρικη διάθεση, ξεκινάει να χάνεται από την πρώτη σελίδα όπου μας λέει
τί είχε στο μυαλό του πριν (τη συνέντευξη). Βρίσκονταν στην τουαλέτα ενός
ξενοδοχείου στο Λονδίνο προσευχόμενος “Θεέ μου, κάνε με σε παρακαλώ κανάλι της
ειρήνης Σου”.(…)
Ο Μπραντ
είναι ένας εθισμένος που αναρρώνει και παρουσιάζει την έκκλησή του για
επανάσταση ως ένα στάδιο στην προσωπική του πορεία προς τη θεραπεία.
Αυτό είναι
το άλλο πρόβλημα – η πολιτική στο βιβλίο αυτό, ή καλύτερα η έλλειψή της.
Επιμένει ότι η μεταμορφωτική αλλαγή είναι εφικτή επειδή την κατόρθωσε στην
προσωπική του ζωή.
Ξέρει
επίσης ότι η αλλαγή είναι μία κοινή εμπειρία, επειδή κατόρθωσε να την πετύχει
μόνο με την υποστήριξη άλλων εξαρτημένων και φίλων.
Το βιβλίο
είναι διάσπαρτο με αναφορές στη διαδικασία αποκατάστασης μαζί με την ανάγκη να
πιστέψει σε μια ανώτερη δύναμη.
Αυτό που ο
Μπραντ δεν κάνει είναι να εξηγήσει πώς το προσωπικό μεταφράζεται σε πολιτικό.
(…) Παρόλο που ο Μπραντ μοιάζει να πιστεύει ότι ο νεοφιλελευθερισμός
συμπεριφέρεται με το είδος της ηδονιστικής αποχαλίνωσης που χαρακτήριζε τις
δικές του τροφοδοτούμενες από αλκοόλ και ναρκωτικά καταχρήσεις, η αλήθεια είναι
ότι η πολιτική αποτυχία δε βιώνεται όπως ένα αυτοκαταστροφικό ξέσπασμα.
Βιώνεται διαφορετικά από τον καθένα: Ο δικός μου πάτος μπορεί να είναι η δική σου
περιορισμένη ύπαρξη, το οποίο μπορεί να είναι ο βολικός για εκείνον τρόπο ζωής.
Η πολιτική συμβαίνει στα διαστήματα μεταξύ των
προσωπικών εμπειριών. Έχει να
κάνει με το να παίρνεις μαζί σου ανθρώπους που δε θέλουν να αλλάξουν.
Ο Μπραντ τοποθετεί
τις 12 παραδόσεις των “Ανώνυμων Ακοολικών” ως τη βάση του πολιτικού του
συστήματος. Πώς αυτό θα δουλέψει για ανθρώπους που δεν έχουν την εμπειρία του
εξαρτημένου; (…)
Πώς η
πίστη σε μια ανώτερη δύναμη θα βοηθήσει σ’ αυτό; Το βιβλίο αυτό είναι ένα
αμήχανο μείγμα του κοσμικού και του υπερβατικού. Ο Μπραντ φαίνεται να πιστεύει
ότι αλληλοσυμπληρώνονται.
Αλλά στην πραγματικότητα το ένα μπλέκεται στα
πόδια του άλλου.
Δανείζεται διάφορες ριζοσπαστικές ή προοδευτικές ιδέες (…) αλλά τις υπονομεύει
με κουβέντες περί γιόγκα διαλογισμού. Θέλει να σκεφτούμε σοβαρά για το
φορολογικό σύστημα αλλά επίσης με τρόπο που να το κάνουν να μοιάζει με ένα
κόκκο σκόνης στα μάτια του σύμπαντος.
Ίσως αυτή
η μίξη να δούλευε αν ζωντάνευε μια κάποια δόση χιούμορ. Αλλά στο μεγαλύτερο
μέρος του, αυτό δε συμβαίνει.
Για ένα
επαναστατικό κείμενο, η “Επανάσταση” είναι περιέργως αμυντική.
Ο Μπράντ
ξοδεύτει πολύ χρόνο ανησυχώντας (και υποθέτοντας) ότι ο κόσμος θα τον θεωρήσει
υποκριτή (…).
Αλλά η υποκρισία είναι μια πραγματικότητα της
πολιτικής και δεν αποδίδει πολλά το να ανησυχείς υπερβολικά γι’ αυτήν. (…)
Ξέρω ότι
δεν ανήκω στο κοινό που στοχεύει αυτό το βιβλίο. Γράφτηκε για ανθρώπους που
παρατήσαν την ενασχόληση με την πολιτική, που πίστεψαν ότι δεν ήταν γι’ αυτούς,
προκειμένου να τους πείσει ότι όλα είναι πιθανά.
Ο Μπραντ έχει δίκιο στο ότι καθυστερήσαμε πολύ με
την αίσθησή μας για πολιτική (δράση) και ότι είμαστε πολύ φοβισμένοι ως προς
την προσέγγισή μας με την κατεστημένη εξουσία.
Αλλά η
επανάστασή του διαβάζεται σαν μια θεραπεία μαλακή σαν σαπούνι όταν αυτό που χρειάζεται
είναι κάτι που πιο σκληρή γωνία. Ο ίδιος ο Μπραντ δημιούργησε το χώρο και τη
διάθεση γι’ αυτό.
Είναι
πραγματικά κρίμα που δεν γέμισετον πρώτο και δεν ανταποκρίθηκε στη
δεύτερη.”
Εγώ
τί άλλο να προσθέσω;
Αυτοί
είναι οι καιροί που ζούμε.
Είναι
απολύτως βέβαιο ότι κάποια μέρα οι μακρινοί μας απόγονοι θα γελάνε μαζί μας. Το
ζητούμενο είναι να μη μας ελεεινολογούνε.
Κι
αυτό είναι πράγματι το κύριο ερώτημα και σε παγκόσμιο επίπεδο – όχι μόνο στο
ελληνικό, αν τελικά τον τόνο (και την όποια λύση αν θα τη δώσουν άνθρωποι σαν
τον Μπραντ ή σαν τον Ράνσιμαν).
Ίδωμεν…
Ο
Παραβάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου