12.6.13

The Beat Goes on....

Sonny and Cher!



 

The Call



Σκηνοθεσία: Brad Anderson
Ηθοποιοί:Halle Berry, Abigail Breslin, Morris Chestnut, Michael Eklund



Η ταινία αυτή είναι ο ορισμός του “ξεκινά υποσχόμενα, αλλά μετά την πρώτη ώρα (ακριβώς) χάνει κάθε ενδιαφέρον”.
Θα μπορούσε να είναι πολλά παραπάνω από ένα μετριότατο θριλεράκι.

Η ζαριά του Σαμαρά.



Είναι πάρα πολύ δύσκολο, συχνά ακατόρθωτο, το να εξετάσει κανείς τα πράγματα με σκέτη ψυχρή λογική, όταν τα γεγονότα σηκώνουν τεράστιο κουρνιαχτό και προκαλούν άπειρες συζητήσεις επί μίας ατελείωτης σειράς θεμάτων.
Κι αν ακόμα το επιτύχει κανείς, είναι ακόμα δυσκολότερο να βρει πρόθυμους ακροατές ή αναγνώστες (όπως στο προκείμενο) να μοιραστούν τον συγκεκριμένο τρόπο θεώρησης.
Ή να είναι πρόθυμοι αν όχι να τον κατανοήσουν, τουλάχιστον να μην τον παρεξηγήσουν σκοπίμως.




Επειδή όμως όπως αρέσκομαι να λέω συχνά-πυκνά (αποτελεί εξάλλου και άριστη δικαιολογία για όλους τους αποτυχημένους –εξ’ όσων γνωρίζω ακόμα δεν έχω κερδίσει καμία αναγνώριση επιτυχίας), «τα καλά είναι για λίγους», κάτι που συνεπάγεται ότι επειδή είναι για λίγους δε σημαίνει ότι δε θα πρέπει να τα γευόμαστε ή έστω να τα εξερευνάμε.
Κάπως έτσι λοιπόν προτίθεμαι με το παρόν πόνημα να εξετάσω την, αναμφίβολα πρωτοφανή σχεδόν σε σοκαριστικό βαθμό για τα ελληνικά δεδομένα, απόφαση του Σαμαρά για τον «ξαφνικό θάνατο» της ΕΡΤ σε επίπεδο καθαρής  και ψυχρής λογικής. Και εν τέλει να επιχειρήσω να την αξιολογήσω σε επίπεδο πολιτικού χειρισμού, αν δηλαδή κρίνεται επιτυχημένος (ή για να ακριβολογούμε, αν έχει ικανές πιθανότητες επιτυχίας που να δικαιολογούν το - προφανώς - υψηλό της ρίσκο), και εν τέλει αν αυτός ο χειρισμός είναι υψηλής ή χαμηλής ποιότητας…



Ελλάδα και Αριστερά.



«Υπάρχει ένα στοιχείο σε αυτούς τους ανθρώπους, που είναι γνήσιο. Δεν ξέρω αν η κυρία αυτή (σ.σ.: στη Μαρία Ρεπούση αναφέρεται) ανήκει σ' αυτόν τον τομέα της γνησιότητας. Είναι τραυματισμένοι άνθρωποι από τον εμφύλιο πόλεμο.
Κι εγώ ανήκω στη νικημένη παράταξη του εμφυλίου πολέμου.
Μέχρι που έμεινα εξόριστος στο Παρίσι έβλεπα την ελληνική σημαία και τη σιχαινόμουν. Και σιγά σιγά έμαθα να βλέπω την σημαία και να κλαίω από συγκίνηση και από αγάπη. Έγινε σταδιακά.
Υπάρχει ένα τμήμα αυτού του κόσμου, πάρα πολύ πληγωμένο από τον εμφύλιο πόλεμο, γιατί είναι βαθιά τραυματισμένο γιατί θρηνούν νεκρούς, φρίκες κ.λπ.
Έχουν αυτό το μίσος το οποίο δεν μπορούν να το ξεπεράσουν. Το άλλο σημείο βέβαια είναι μια μπουρδολογική επιστημοσύνη-ανεπιστημοσύνη».
Κώστας Ζουράρις, εκπομπή «Ελεύθερος Σκοπευτής», τηλεόραση ΣΚΑΪ, 2 Ιουνίου 2013



Ο κ. Ζουράρις προέρχεται από την Αριστερά και παραμένει εκεί, με τον δικό του ιδιόμορφο και άναρχο τρόπο.
Κατά δική του ομολογία, όταν βρισκόταν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της επταετίας, ένιωθε σιχαμάρα όταν αντίκριζε την ελληνική σημαία.
Η ταύτισή του με το εθνικό σύμβολό μας προέκυψε έπειτα από δική του προσπάθεια και με την πάροδο του χρόνου.
Το ενδιαφέρον στην αφήγησή του είναι το γεγονός πως δεν αποδίδει την ενστικτώδη απέχθεια στη δικτατορία αλλά στην ήττα της Αριστεράς στην αιματηρή αναμέτρηση 1946-1949.
Οι νεκροί, οι φρίκες και -πάνω απ' όλα- η γεύση της ήττας ήταν τα καθοριστικά στοιχεία που διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεση ανθρώπων σαν τον πρώιμο κ. Ζουράρι και την όψιμη Μαρία Ρεπούση.


Σκόρπιες σκέψεις… περί ΕΡΤ.



Το λέω εδώ και καιρό.
Ο άνθρωπος δεν παίζεται.
Είναι ο Μέσι της πολιτικής.
Και παίζει και σε ξερό γήπεδο, με χιλιάδες ντεσαβαντάζ.
Με εχθρική διαιτησία.
Αλλά μαγεύει.
Αντιπάλους και συμπαίκτες μαζί.



Έτσι, χθες βράδυ, την έκανε την μαγική του ενέργεια, για μια ακόμη φορά.
Έκανε τη τρίπλα του, κι έστειλε αδιάβαστους μερικούς μερικούς, που με αφορμή το πισωγύρισμα της διεφθαρμένης Gazprom, ήταν έτοιμοι να τον κρεμάσουν ανάποδα.
Την έκανε κλείνοντας το μαγαζάκι της ΕΡΤ, το οποίο αφού αναδιοργανωθεί, και αφού συμμαζευτεί, θα ξανανοίξει το φθινόπωρο, υπό νέα διεύθυνση.
Με μια νέα μορφή, ανάλογη των εποχών που ζούμε.
Χωρίς το νεκρό της βάρος.
Χωρίς σαβούρα.
Με κομμένο (για κάποιους) τον μπουλκουμέ.
Και κυρίως, χωρίς το ατελείωτο κηφηναριό που όλοι πληρώνουμε θέλουμε δεν θέλουμε.


Επιτέλους προχωράμε (βλ. ΕΡΤ)….



Ομαδική  παράκρουση;

Κομματικός εγωισμός;
Ιδεολογική αγκύλωση;
Ή απλά η πιο νοσηρή έκφανση του συνδρόμου της Στοκχόλμης;
Αυτή δηλαδή στην οποία το "θύμα" (βλέπε τα εκατομμύρια κόσμου που είδαν εισοδήματα να κατακρημνίζονται και περιουσίες να χάνονται) δένεται με τον "θύτη" (βλέπε κηφηναριό του κρατικού νεποτισμού) φαντασιαζόμενο να του μοιάσει, και να του πάρει τη θέση.
Όπως και να έχει, χθες ήταν μια μεγάλη μέρα.
Η πρώτη μεγάλη νίκη του αυτονόητου και της λογικής.
Το πρώτο και ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα της πελατειακής διαπλοκής των κρατούντων διαλύθηκε.
Μπαμ και κάτω.
Μια και έξω.




EΡΤ: Ας μιλήσουμε και για τη ταμπακιέρα…



Είναι κατανοητή η πίκρα των εργαζόμενων στην ΕΡΤ.
Πολλοί από αυτούς γίνονται θύματα μιας πνιγηρής κατάστασης που δημιουργήθηκε στη Ραδιοτηλεόραση, ενός καθεστώτος που βόλεψε λαμόγια, παρατρεχάμενους και «μπλε», «πράσινους» αλλά και «κόκκινους» ψηφοφόρους.
Πολλοί από τους εργαζόμενους αυτούς δουλεύουν σκληρά για λίγα χρήματα και αξίζουν του σεβασμού μας.



Ωστόσο, αυτό που έχει στηθεί εδώ και μερικές ώρες στην ΕΡΤ έχει φτάσει στα όρια του γραφικού.
Ο ένας μιλά για τη σημασία της ΕΡΤ επειδή μεταδίδει την θεία λειτουργία, ο άλλος γιατί μεταδίδει κλασική μουσική, ο τρίτος γιατί δε μεταδίδει ό,τι τα άλλα κανάλια. Βγαίνουν οι επαγγελματίες συνδικαλιστές και ζητούν να γίνει επανάσταση, να γίνει το νέο Πολυτεχνείο, να μπει λουκέτο σε όλη την ενημέρωση για να «μάθει» η ανάλγητη κυβέρνηση.


Κάρτα αλλαγής…



Δούλευε σ’ ένα εμπορικό κατάστημα ρούχων στη Μητροπόλεως εδώ και τρεις μήνες. Ήταν ευγνώμων που είχε καταφέρει να βρει αυτή τη δουλειά, γιατί ήταν άνεργη πολύ καιρό.
Το μεταφραστικό γραφείο που εργαζόταν είχε κρατήσει δυο άτομα όλα κι όλα, τους παλιότερους.
Οι υπόλοιποι, ανάμεσά τους και αυτή, είχαν απολυθεί.



Τώρα την είχαν προσλάβει ως πωλήτρια.
Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, έπρεπε να μείνει στο σπίτι λόγω εγκυμοσύνης, οπότε χρειάστηκε μια υπάλληλο.
Η ίδια ήταν πελάτισσά της. Το κατάστημα εμπορευόταν και ρούχα μιας πολύ γνωστής εταιρίας, που ήταν από τις αγαπημένες της.
Όταν έμαθε ότι υπήρχε ανάγκη για άτομο, ζήτησε να δουλέψει.
Δεν μπορούσε βέβαια πλέον να αγοράσει σχεδόν τίποτα από το μαγαζί στην οικονομική κατάσταση που είχε περιέλθει, και την απογοήτευε να βλέπει πόσες εξακολουθούσαν να μπορούν.
Ζήλευε και εκνευριζόταν.
Αισθανόταν ότι είχε βίαια αλλάξει στρατόπεδο. Και δεν μπορούσε να το χωνέψει.


Στη Θεσσαλονίκη τα ταξί κυνηγούν τις ουρές τους…



Το πρόβλημα με τις απαράδεκτες ουρές ΤΑΧΙ, στη Θεσσαλονίκη και κυρίως στην Τσιμισκή, είναι ένα όψιμο-μεταμοντέρνο συγκοινωνιακό πρόβλημα της πόλης.
Μέχρι σήμερα δεν αντιμετωπίστηκε και είναι βέβαιο πως ο Δήμος δεν έδειξε γρήγορα αντανακλαστικά, όταν πρωτοεκδηλώθηκε ως φαινόμενο.



Ο κλάδος των ΤΑΧΙ αντιμετωπίζει το δρόμο με όρους μιας ακατανόητης οικειοποίησης.
Καλλιεργείται η αίσθηση ότι, στο όνομα της εξυπηρέτησης του πολίτη, μπορούν να κινούνται και να καταλαμβάνουν το δημόσιο χώρο χωρίς περιορισμούς.
Τα ΤΑΧΙ βρέθηκαν ψηλά στην ιεραρχία του πελατειακού κράτους καθώς, στη βάση μιας καινοφανούς θεωρίας, θεωρήθηκαν ως κινητά «καφενεία» με ικανή επίδραση στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Έτσι δημιούργησαν το χαρακτήρα του χαϊδεμένου παιδιού, που ακόμη και μέχρι σήμερα δεν αντιλαμβάνεται ως κοινωνικός εταίρος του συγκοινωνιακού ζητήματος τα όρια των εκατέρωθεν παραχωρήσεων για να οικοδομηθεί ένα βιώσιμο σχέδιο κυκλοφορίας μέσα στην πόλη.