23.12.12

Ο μύθος των παλιών καλών εποχών.


Είναι στη φύση του ανθρώπου να αναπολεί τις παλιές καλές, αλλά χαμένες από καιρό εποχές.
Η κάθε γενιά που διαδέχεται τη προηγούμενη, διατηρεί μέσα της μια συλλογική μνήμη παλιών αθώων εποχών. Άσχετα αν οι εποχές αυτές ήταν στην πραγματικότητα σκληρές και γεμάτες αίμα και στερήσεις.

 
Μάλιστα, οι Αβορίγινες ιθαγενείς της Αυστραλίας, το πάνε λίγο παρά πέρα, θεωρώντας τις πολύ παλιές εποχές, αυτές των μακρινών προγόνων τους, ως «την εποχή των ονείρων».
Η εξιδανίκευση του παρελθόντος είναι σαν εντυπωμένη στα γονίδιά μας.
Ακόμη κι αν μιλάμε για παρελθόν όπου η μέση διάρκεια ζωής ήταν τα 30-35 χρόνια, και οι άνθρωποι πέθαιναν από έναν απλό πονοκέφαλο που εύκολα  εξελίσσονταν σε μηνιγγίτιδα, ή από μια απλή (σήμερα) περίπτωση σύφιλης.
Για αυτό οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν… αφού έτσι είναι προγραμματισμένοι οι εγκέφαλοί μας, διότι αλλιώς θα παραμέναμε για πάντα παιδιά.


Έτσι λοιπόν, μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση η εμμονή κάποιων εδώ και μια εβδομάδα, να εξιδανικεύουν το παρελθόν της Ελλάδας, παίρνοντας ως αφορμή μια φωτογραφία που κάνει τον γύρο του ελληνικού διαδικτύου, και που απεικονίζει την οδό Σταδίου της Αθήνας, τα Χριστούγεννα του 1960.
Μια όντως καταπληκτική φωτογραφία, που μεταξύ άλλων, ανοίγει τα μάτια κάποιων «πιτσιρικάδων» οι οποίοι θεωρούν πως δεν υπήρχε ζωή πριν από τα κινητά και τα τάμπλετς!
Όμως, απεικονίζει την πραγματικότητα αυτή η φωτογραφία των στολισμένων μαγαζιών, των φωτισμένων δρόμων, και των χαρούμενων Αθηναίων που κάνουν την βραδινή τους βόλτα;
Όπως πολύ παραστατικά αναφέρει ο Αντώνης Πανούτσος στο Πρώτο Θέμα, ο οποίος τονίζει ότι το 1960 ήταν 12 χρονώ, και άρα αρκετά μεγάλος για να θυμάται, πρόκειται για φωτογραφία τραβηγμένη στα Χαυτεία, προς τη πλευρά των Εξαρχείων.
Εκεί, λέει, που ήταν τα σινεμά Αλάσκα και Ροζικλαίρ, στην είσοδο των οποίων υπήρχαν ταμπέλες που απαγόρευαν στους λούστρους να εισέρχονται με τα κασελάκια τους(!) και στους υπόλοιπους πελάτες να ψήνουν ρέγκες σε εφημερίδες(!)
Για τέτοιες εποχές μιλάμε δηλαδή…
Όπου χρειάζονταν προειδοποιητική πινακίδα, προκειμένου οι θεατές του σινεμά… να μην ψήνουν ρέγκες μέσα στην αίθουσα εν ώρα προβολής!
Είπε κανείς τίποτα;
Εγώ το 1960 δεν το θυμάμαι, διότι δεν ήμουν καν γεννημένος.
Θυμάμαι όμως πολύ καλά την Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του `70.
Μια Θεσσαλονίκη που ήταν γεμάτη χαλάσματα και μπάζα, ακόμη και μέσα στο πυκνοκατοικημένο κέντρο της, και που είχε τούρκικα χαμόσπιτα, μέσα στα οποία ζούσαν οικογένειες, σπαρμένα εδώ και εκεί, ακόμη και κολλητά στα βυζαντινά κάστρα που σήμερα αποτελούν τουριστικό αξιοθέατο.
Θυμάμαι σαν χθες κεντρικά καφενεία και σινεμά, που είχαν τεράστιες πινακίδες που έγραφαν: Απαγόρευεται το πτύειν επί τω εδάφω.
Όπως θυμάμαι πινακίδες σε τοίχους κεντρικών δρόμων που προειδοποιούσαν πως : Απαγορεύεται το ουρείν και το αφοδεύειν.
Και για να υπήρχαν αυτές οι πινακίδες, μάλλον θα υπήρχε λόγος… έτσι δεν είναι;
Ε λοιπόν αυτή ήταν η Ελλάδα.
Και δεν λέω, ήταν σαφώς πιο αθώα και πιο ανθρώπινη, αλλά δεν ήταν και τέλεια.
Μπορεί να μην υπήρχε εγκληματικότητα, και μόλυνση του περιβάλλοντος, και κρίση, και ανεργία, αλλά δεν υπήρχαν ούτε έγχρωμες τηλεοράσεις, ούτε αυτοκίνητα των 100 και βάλε ίππων, ούτε διαδίκτυο, και ούτε κινητά.
Αν ρίχναμε ένα σημερινό εικοσάρη, όχι στην Αθήνα του 1960, αλλά στην Αθήνα του 1975, θα πέθαινε από βαρεμάρα, και θα αναζητούσε πως και πως το i phone του.
Άσχετα αν ένα σάντουιτς με γύρο απ’ όλα κόστιζε μόλις δυόμιση δραχμές.
Για αυτό, καλά είναι να αναπολούμε και να θυμόμαστε, αλλά όχι μόνο τα καλά.
Διότι υπήρχαν και πολλά κακά.
Υπήρχε φτώχεια.

Strange Attractor

3 σχόλια:

  1. Να ‘τανε μόνον αυτά; Μόλις ακουγόταν κανα ελαφρό βηχαλάκι πέφτανε σαν το χαλάζι οι ενδομυικές (αδίκως και ατόπως, όπως απεδείχθη αργότερα) πενικιλλίνες μ’ εκείνες τις παλιομοδίτικες βελόνες μεγέθους πλεξίματος. Αντιλαλούσαν τα βουνά και τα λαγκάδια απ’ τα ουρλιαχτά της πιτσιρικαρίας καθώς υποβαλλόταν στο μαρτύριο. Αλλά, αυτοί που νοσταλγούν υγιώς (υπάρχει και τέτοιο!) την εποχή είναι εκείνοι που την δημιούργησαν.
    10, μόλις, χρόνια μετά τον πόλεμο τις πόλεις οργάνωναν οικονομικοί και κοινωνικοί κανόνες, η συνείδηση ευθύνης για την τύχη του τόπου και η λύσσα για τον οριστικό ενταφιασμό της φτώχειας, κατάσταση, που κινητοποιούσε θεούς και δαίμονες, ώστε να εξασφαλισθεί, πάση θυσία, ότι τα παιδιά των κατοχικών παιδιών δεν θα είχαν την παραμικρή πιθανότητα να νοιώσουν πείνα –εσύ δεν έζησες κατοχή και δεν μπορείς να καταλάβεις και τι φταίω εγώ να τρώω κατσάδα που δεν έζησα κατοχή, φταις που δεν διαβάζεις, βρες τρύπα να κρυφτείς αν δεν περάσεις όλα τα μαθήματα τον Ιούνιο, μην τολμήσεις να πατήσεις στο σπίτι με τέτοιο ρεζιλίκι. Νοσταλγούν την εποχή που η εργασία τους παρείχε την ενέργεια για τον εκπολιτισμό της χώρας (ηλεκτρισμός, τηλεπικοινωνίες, δρόμοι, εργοστάσια, μεταφορές, επιστήμονες) και, πέραν της αμοιβής ενός μισθού, όχι μεγάλου, αλλά με αξία, εντύπωσε την σφραγίδα τους σε κάθε δημιουργία, όπως την γνώρισε ο μεταπολεμικός κόσμος μας. Αυτοί οι άνθρωποι κέρδισαν το πρόσωπό τους ως πολιτών και τώρα μνέσκουν ενεοί μπροστά στο κενό σκοπού και σχεδίου που διαδέχθηκε την δική τους ζωοποιό δύναμη.
    Ε, τι να κάνουν, ρεμβάζουν και απορούν, τι στα κομμάτια κατάπιε την θέληση, την αλκή, την αντοχή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θα ήθελα να επισημάνω τα εξής:
    1) την εποχή της φωτογραφίας λίγο ποιο διπλά κυριαρχεί η λάσπη και τα προσφυγικά των 27 τετραγωνικών με τις σκεπές που έσταζαν με την παραμικρή βροχή (Νίκαια, Καισαριανή, κλπ)
    2) Το κέντρο δυστυχώς έπεσε θύμα της αντιπαροχής, και υπέροχα κτίρια δώσανε τη θέση τους σε πολυκατοικίες
    3) Την εποχή της φωτογραφίας μετά βίας σε όλο το λεκανοπέδιο υπήρχαν πολυκαταστήματα, τώρα το λεκανοπέδιο είναι γεμάτα τέτοια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή