14.2.14

Καιρός ήταν…



Τα νέα είναι, ως συνήθως, και καλά και κακά.
Να ξεκινήσω όμως από τα κακά νέα, για να ξεμπερδεύω.
Δηλαδή, αν έχω καταλάβει καλά, μας πήρε τέσσερα χρόνια κρίσης, στη διάρκεια των οποίων η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 27%, το πολιτικό σύστημα όπως το ξέραμε διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, το εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 30% και οι φορολογούμενοι πληρώσαμε έκτακτες εισφορές και νέους φόρους ων ουκ έστι αριθμός, για να κλείσουν επιτέλους ο Οργανισμός Κωπαΐδας, το Εθνικό Ιδρυμα Μελετών «Ο Γέρος του Μοριά», η Διεθνής Ακαδημία Ελευθερίας και μαζί τους άλλοι είκοσι περιττοί οργανισμοί του χρεοκοπημένου Δημοσίου;
Δυστυχώς, ναι. Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια.



Ας λέμε όμως «πάλι καλά», διότι και για τους συγκεκριμένους οργανισμούς η απόφαση να κλείσουν δεν ήταν απλή υπόθεση.


Θα αναφερθώ μόνο στην πονεμένη περίπτωση του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού, που είναι ενδεικτική των δυσκολιών κάθε ανάλογου εγχειρήματος.
Αρχικά, το υπουργείο Εργασίας, στο οποίο υπάγεται ο οργανισμός, ήταν διστακτικό ως προς την κατάργησή του, παρότι την ίδια στιγμή αναγνώριζε ότι η ύπαρξή του δεν είχε καμία χρησιμότητα.
Η θέση που είχε συνοψιζόταν ως εξής: ναι, καλά θα κάνετε να το κλείσετε, διότι δεν μας χρειάζεται· πειράζει όμως εμείς να εκφράσουμε τη διαφωνία μας όταν ανακοινωθεί η απόφαση;
Ξέρω ότι ακούγεται παλαβό, αλλά σε τέτοια υποκρισία έχει οδηγήσει τον πολιτικό κόσμο ο φόβος του πολιτικού κόστους.
Με τα πολλά, η αμφιθυμία του υπουργείου Εργασίας ξεπεράστηκε.
Αμέσως, πήραν σειρά οι πιέσεις από το ΠΑΣΟΚ, τον κομματικό εταίρο της συγκυβέρνησης, που δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί.
«Μα έχει νόημα να κλείσουμε το ινστιτούτο που μελετά την ανεργία, όταν η ανεργία βρίσκεται τόσο ψηλά;», ήταν το επιχείρημα που προέβαλε η πλευρά του ΠΑΣΟΚ.
Ηταν προφανές, όμως, ότι είχε και παραείχε νόημα η κατάργηση, διότι για να έχει φθάσει τόσο ψηλά η ανεργία, το ινστιτούτο -παρά τον πομπώδη τίτλο του- μάλλον δεν είχε προσφέρει σπουδαία πράγματα για την αντιμετώπισή της.
Η πραγματική αιτία των αντιδράσεων ήταν ότι οι εξήντα εργαζόμενοι στο ινστιτούτο είχαν διορισθεί εκεί από το ΠΑΣΟΚ και η «αδικία» εις βάρος τους ήταν ότι, τότε που διορίσθηκαν, τους είχε δοθεί η δυνατότητα επιλογής μεταξύ ινστιτούτου και ΟΑΕΔ, αλλά εκείνοι διάλεξαν το πρώτο.
Οταν, λοιπόν, για κάθε οργανισμό που κλείνει πρέπει να δοθεί μάχη για να καμφθούν οι πιο απίθανες αντιρρήσεις, ας μην περιμένουμε θαύματα.
Ει μη τι άλλο, και μόνο το γεγονός ότι το Δημόσιο  διατηρείται  σχεδόν  ανέπαφο  έπειτα  από  τέσσερα σκληρά  χρόνια  αρκεί  για  να  μας προσγειώνει  στην  ελληνική πραγματικότητα.
Από την άλλη πλευρά, το καλό νέο, σχετικά με το νομοσχέδιο του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης που κατατέθηκε χθες στη Βουλή, αφορά την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων.
Καθιερώνεται πλέον ποσόστωση στη βαθμολόγησή τους.
Μέχρι τώρα, η βαθμολόγηση ήταν μια γραφειοκρατική τυπικότητα στερούμενη οιασδήποτε αξίας, αφού όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έπαιρναν τον βαθμό άριστα. Εφεξής, μόνο το 25% θα βαθμολογείται με άριστα, δηλαδή με 9 ή 10 βαθμούς, το 60% με βαθμούς 8 ή 7 και για το υπόλοιπο 15% θα υπάρχουν οι βαθμοί από το 6 ώς τη μονάδα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαβάθμιση που ορίζεται διατηρεί σε κάποιο βαθμό την επιείκεια του κράτους προς τους υπαλλήλους του.
Τουλάχιστον όμως επιτρέπει, επιτέλους, να έχουμε μια σαφή εικόνα του ποιοι είναι οι απαραίτητοι, ποιοι οι χρήσιμοι και ποιοι οι άχρηστοι.
Αν αυτό το σύστημα ίσχυε όταν το κράτος χρεοκόπησε, είναι πολύ πιθανό ότι οι οριζόντιες περικοπές επί δικαίους και αδίκους θα είχαν αποφευχθεί ή, εν πάση περιπτώσει, δεν θα ήσαν το μόνο εργαλείο στη διάθεση της κυβέρνησης για την εξοικονόμηση πόρων από τη λειτουργία του κράτους.
Είναι επίσης πιθανό ότι, αν οι οριζόντιες περικοπές δεν είχαν πάρει την έκταση που τελικά πήραν, η αποκαρδίωση δεν θα είχε προσλάβει τις σημερινές διαστάσεις της στις τάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και η λειτουργία του Δημοσίου δεν θα βαρυνόταν με τα επιπρόσθετα προβλήματα που προκαλεί η απογοήτευση.
Η ισοπέδωση που επέφερε η απουσία των διακρίσεων στη λειτουργία του Δημοσίου θεωρήθηκε δημοκρατικό κεκτημένο.
Στην πράξη, ωστόσο, λειτούργησε εις βάρος των ικανών και προς όφελος των ανίκανων και των απρόθυμων.
Καιρός ήταν να αλλάξει αυτό το βλακώδες καθεστώς της εξομοίωσης και να ανοίξει κάποτε ο δρόμος για να ξεχωρίσουν οι καλύτεροι.

Στέφανος Κασιμάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου