21.1.13

Η αξόδευτη ενέργεια της βίας...


Στους ανθρώπους αρέσει πολύ να αφορίζουν φαινόμενα και καταστάσεις, που ο ηθικός πολιτισμός τους κατέταξε στο περιθώριο. Συνήθως, η καταδίκη της βίας αποτελεί μια πολιτική ή πολιτισμική στάση που υπαγορεύεται από την ανάγκη του ατόμου να ταυτιστεί με τον αποδεκτό κώδικα αξιών.


Όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις, η θεωρητική προσέγγιση και η δημόσια ρητορική περί βίας, διαμορφώνουν ένα υποκριτικό πλαίσιο επικοινωνίας, χωρίς να βοηθούν στο ελάχιστο στην παραγωγή αποτελεσμάτων.
Η τακτική  απαξίωσης «φυσικών» στάσεων και φαινομένων δεν κάνει τίποτε άλλο παρά  να διαιωνίζει μια δύσκολη κατάσταση για τις κοινωνίες.


Η βία υπάρχει στο πρωτογενές  υπόστρωμα της ανθρώπινης φύσης κι αυτό δε γίνεται να εξαλειφθεί.
Αποτελεί μία από τις  πιο κινητήριες δυνάμεις της φυσικής πραγματικότητας που περιβάλλει τον άνθρωπο και δεν έπαψε ποτέ να καθορίζει τη δημιουργία, την παραγωγικότητα, την επικοινωνία και τον πολιτισμό του.
Σχεδόν όλα αναμοχλεύτηκαν, επαναπροσδιορίστηκαν και καθορίστηκαν μέσω της βίας. Όταν μάλιστα ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να τη διαχειριστεί, οδηγήθηκε σε φρικαλεότητες και προσβλητικές για το είδος του, καταστάσεις.
Το μεγάλο λάθος στις «φαντασιόπληκτες» κοινωνίες σαν τη δικιά μας είναι ότι μας αρέσει να πλάθουμε όμορφες ιστορίες γύρω από κρίσιμα θέματα της ζωής μας για να μην ασχολούμαστε σοβαρά μαζί τους.
Έτσι οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι παπάδες, οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί «διδάσκουν» θεωρήματα εναντίον της βίας αλλά απαξιούν να την εκτιμήσουν.
Προσπαθούν να εισπράξουν τα «οφέλη» της ρητορείας αλλά δεν μπαίνουν στη διαδικασία της πράξης.
Η τρομοκρατία στα σχολεία είναι πια παθογένεια, η βία στα γήπεδα συνήθεια αντιπαράθεσης, η εγκληματικότητα φαινόμενο κρίσεων, ο εκβιασμός τρόπος συναλλαγής και η τρομοκρατία πολιτική έκφραση.
Οι  ηθικοπλαστικές εντολές δίνουν και παίρνουν αλλά τίποτα δε διορθώνεται.
Μια πρόχειρη αιτιολόγηση του φαινομένου δείχνει ότι οι νέοι χρησιμοποιούν τη βία για να υπάρξουν.
Ο πρώτος ένοχος είναι το σχολείο. Δεν δίνει ρόλο στους μαθητές, καταπιέζει τη δημιουργική τους libido, και τους σπρώχνει στο περιθώριο.
Ούτε ομάδες συλλογικότητας ούτε ενδιαφέρον για καλλιτεχνική δημιουργία ούτε εκτόνωση μέσα από τον αθλητισμό.
Αφόρητη μοναξιά μέσα στην τάξη, βαθμοθηρία για κάποιους, αδυναμία επικοινωνίας με τους άλλους, κόμπλεξ απέναντι στους πιο «συνεργάσιμους» με το σύστημα και απαξίωση κάθε πολιτικής και συμμετοχικής προσπάθειας.
Ακόμα κι ο πιο παραμελημένος όμως, ακόμα κι ο πιο «χτυπημένος» από κατώτερα ένστικτα είναι ικανός να προσαρμοστεί σε ένα σύστημα που θα του αναθέσει ρόλο. Όταν λοιπόν δεν το κάνει η σχολική κοινότητα, βρίσκει μόνος του τον τρόπο να «εκφραστεί» μέσω της «συλλογικής» βίας.
Άλλος μηχανισμός αποπροσανατολισμού είναι τα μίντια.
Η παραπολιτιστική βαρβαρότητα που εκθειάζουν, εθίζει τους νέους σε μορφές «πρωτόγονης» αντίστασης.
Το βίαιο ποδόσφαιρο ως θέαμα, οι πολεμικές ταινίες, η ανακύκλωση του σεξισμού, η βίαιη εναλλαγή εικόνων και η αναπαραγωγή του κακόγουστου και επιθετικού δημόσιου διαλόγου διαμορφώνουν μία τάση νομιμοποίησης της βίας.
Η εθνική προπαγάνδα από την άλλη, δεν είναι αθώα.
Καρυοφύλλια, όπλα, επαναστάσεις, πόλεμοι, εθνικές αντιστάσεις, πολυτεχνεία και ένα σωρό «πολιτιστικές» και «αγωνιστικές» παραδόσεις βουίζουν στα αυτιά του Νεοέλληνα που μεγαλώνει με θρύλους, δοξασίες, «νεφελίμ» και «χερουβίμ»...
Όλοι οι περίφημοι «φορείς διαπαιδαγώγησης» δεν χάνουν ευκαιρία να του πουν πόσο πρέπει να αντιστέκεται και να διεκδικεί  με επανάσταση, το «συμφέρον» του.
Μοιάζει σαν κάτι να τους κρατάει κλεισμένους σε ένα «αντάρτικο σύννεφο» ένθεης αντίδρασης σε όλα αλλά δυστυχώς και στη διάθεση για δημιουργία.
Επόμενο λοιπόν, είναι το πιο καταστροφικό σύμπτωμα βίας να είναι η πολιτική τρομοκρατία.
Είναι σαφές ότι το πολιτικό σύστημα μαζί με την μκροκαπιταλιστική μας οικονομία, εξέθρεψε τη δημόσια βία που εισπράττουμε σήμερα.
Ο λαϊκισμός καλλιέργησε την εντύπωση πως η επιβολή του δικαίου είναι εξατομικευμένη υπόθεση προσαρμοσμένη στις ανάγκες του ατόμου ή της κάθε ομάδας.
Μιλάμε δηλαδή, για την εφαρμογή ενός είδους «αυτοδικίας», στα πρότυπα των «εθιμικών» κανόνων της φεουδαρχίας. Το αναξιόπιστο κράτος δεν τηρεί τους κανόνες, εξευτελίζει τους θεσμούς, μας κλείνει το μάτι για διεκδίκηση μέσω της βίας κι εμείς ακολουθούμε κατά γράμμα τα πρότυπα που προσφέρει.
Μεγαλώνοντας, βλέπουμε ότι κάποιοι ξεγυμνώνουν ανθρώπους στην Ομόνοια και τους παίρνουν πίσω τα λεωφορεία, πως συνδικαλιστές μπουκάρουν σε γραφεία και βρίζουν διευθυντές ΔΕΚΟ, φοιτητές χτίζουν γραφεία πρυτάνεων, κοινωνικές ομάδες κλείνουν τους δρόμους και την άλλη μέρα δικαιώνονται, οπαδοί μπαίνουν στα γήπεδα και κανείς δεν τους συλλαμβάνει, πολιτικοί βρίζονται στην τηλεόραση και επιβραβεύονται με την εκλογή τους.
Πόσο δύσκολο είναι να αντισταθούμε σε όλο αυτό το «σουρεαλιστικό» τοπίο που στήνει γύρω μας, ως πρότυπο ζωής, το «πατριωτικό» και «θεοσεβούμενο» κράτος;
Παράλληλα η απαξίωση της δημιουργίας, της παραγωγικότητας, η κατάχρηση του κρατικού χρήματος, ο διορισμός στο δημόσιο και η ανεργία συνθέτουν ένα τοπίο ανομίας και ανασφάλειας.
Όλα αυτά τα νέα παιδιά που εμφανίζονται ως «εκδικητές» των αδίκων δεν έχουν δουλειά, συντηρούνται από τους γονείς τους, δεν αισθάνονται ότι ανήκουν σε μια κοινωνία υγιούς ανάπτυξης και δεν  εμπιστεύονται πια κανέναν που αντιπροσωπεύει το σύστημα.
Δεν τους ζήτησε ποτέ κάποιος να  ενταχθούν σε δημιουργικές δράσεις ούτε τους δόθηκε η δυνατότητα να  πάψουν να αισθάνονται στο περιθώριο.
Κανείς δεν φρόντισε να τους διώξει τα παιδικά συμπλέγματα.
Αντίθετα η αριστερή κουλτούρα τα εκμεταλλεύτηκε για να κρατηθεί στη διεκδίκηση της εξουσίας, καταστρέφοντας δύο τουλάχιστον γενιές.
Η στάση των πολιτικών αλλά και των πνευματικών ανθρώπων, απέναντι στη βία είναι απολύτως υποκριτική.
Η βία υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα όσο υφίσταται η έννοια του σύμπαντος. Με τη βία μεγαλώνουμε και με τη βία ξεδιπλώνουμε τη ζωή μας.
Άνθρωπος χωρίς εσωτερικές πνευματικές, ψυχικές και  ηθικές αντιδράσεις είναι «φυτό».
Άτομο χωρίς συγκρούσεις στο κοινωνικό του περιβάλλον είναι «υποχείριο».
Στη  δημοκρατία όμως, η ζωογόνος αυτή δύναμη του «πολέμου» γίνεται επικίνδυνη, όταν δε διοχετεύεται σε έννομη δημιουργικότητα.
Η πολιτική ζωή χρειάζεται σύνθεση, σύμπραξη και απορρόφηση της ενέργειας  που πηγάζει από τα «βίαια» ανθρώπινα ένστικτα.
Η βούλησή μας χρειάζεται δρόμο για να τρέξει  και να συμμετάσχει στη πραγματικότητα που συνεχώς εξελίσσεται.
Όταν καθημερινά συναντάμε παντού αδιέξοδα, βρίσκεται πάντα κάποιος «πονηρός»  να μας «παρηγορήσει» προσφέροντάς μας «εναλλακτικές» λύσεις.
Οι αστικές κυβερνήσεις, τουλάχιστον του δυτικού κόσμου, πρέπει να  υποστηρίξουν την αστική δημοκρατία που υποτίθεται ότι πρεσβεύουν.
Οι νέοι βιώνουν δραματικά τα αδιέξοδα της μαζικού διεφθαρμένου κοινοβουλευτισμού.
Υφίστανται την απόρριψη του πολιτισμού, της ανεργίας και της κακής εκπαίδευσης. Εμείς στην Ελλάδα, όλα αυτά τα ζούμε ακόμα πιο άσχημα επειδή επικρατεί η ανομία, η άθλια παιδεία, ο συντηρητισμός, το χείριστο είδος της κλεπτοκρατίας και η παράνοια των «επαναστάσεων».
Όταν στην κοινωνία, συσσωρεύονται «προλετάριοι» χωρίς όραμα και ελπίδα, η βία είναι αναπόφευκτη.
Όταν δεν συμμετέχουν οι πολίτες πουθενά παρά μόνο στο γελοίο «τσίρκο» των εκλογών, είναι επόμενο να αναζητούν «παράπλευρες» λύσεις εκτόνωσης.
Ας καταλάβουν κάποτε οι διαχειριστές  του δημόσιου λόγου ότι  η θεωρητική καταδίκη της βίας συνιστά γελοία υποκρισία, όταν δε συνοδεύεται από πράξεις.
Ας αποδεχτούν ότι η «βία» έχει μέσα της πλούσια ενέργεια που δεν ξοδεύεται ωφέλιμα, στα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων, στις έρευνες των Πανεπιστημίων, στην καινοτομία και στη δημιουργία νέων επιτευγμάτων πολιτισμού. Όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν την ωριμότητα να τραβήξουν το δικό τους δρόμο στη ζωή. Υπάρχουν κάποιοι που πείθονται υπάκουα στο σύστημα, κάποιοι που αγωνίζονται και διοχετεύουν τη δική τους «βία» στη δημιουργία και άλλοι που γίνονται εύκολα θύματα της καταστροφικότητας και του μηδενισμού.
Τους τελευταίους, ούτε να τους εξαφανίσουμε μπορούμε ούτε να τους αποδεχτούμε. Δύο επιλογές έχουμε: Ή να τους εντάξουμε διαπαιδαγωγώντας τους με την παιδεία και τον αυστηρό νόμο ή να τους εκμεταλλευτούμε πουλώντας τους ιδεολογία και «επαναστάσεις»...
Ας προτιμήσουμε το πρώτο.
Η υποκριτική φλυαρία μόνο απέχθεια προκαλεί.

Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου