22.10.13

Μια Ζωή Σικέ (3)



Κύριο θέμα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων η κρίση της οικονομίας, η ανεργία, οι περικοπές μισθών, και οι αναπόφευκτες αυξήσεις στα προϊόντα.
Κόντρες της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση και vice versa.
Το αιώνιο παιχνίδι της εξουσίας.
Μοναδικός σκοπός και των μεν και των δε η υφαρπαγή του σκήπτρου της εξουσίας και το άραγμα στην καρέκλα του πρωθυπουργού. Όπως οι Βασιλιάδες του Μεσαίωνα. Τότε που ο μέσος όρος ζωής ήταν τα τριάντα πέντε.
Το σαπούνι ήταν άγνωστο, το ίδιο και το πλύσιμο.
Είχαν λέει πάντα δίπλα τους πολλά μαλλιαρά σκυλιά που τα χρησιμοποιούσαν για πετσέτες. Τα λίπη και τα λάδια τα σκούπιζαν στις ράχες των ζώων. Και μετά πλακώνονταν στις κολόνιες.
Βρώμα, κολόνια, βρώμα και ούτω καθ`εξής. 




Έφθαναν σε κάποιο σημείο και το δέρμα τους είχε εξαφανισθεί κάτω από πολλά στρώματα σκληρής και βρώμικης κρούστας. Πέθαιναν συνήθως στα τριάντα τους.
Το περίφημο ανακτορικό συγκρότημα των Βερσαλλιών άλλωστε, διαθέτει τα πάντα πλην … τουαλέτας.
Αρώματα οι Γάλλοι όμως άφθονα.
Και να σκεφτεί κανείς ότι στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. είχαν φθάσει το μέσο όρο ζωής στα εβδομήντα πέντε. Κάτι που πλησιάζουμε κι`εμείς σήμερα με όλα τα φάρμακα, τους γιατρούς και την τεχνολογική εξέλιξη που λέγαμε. Χαμός.
Μην ξεχνάμε βέβαια ότι όταν μιλάμε για αρχαία Ελλάδα μιλάμε για πράγματα φευγάτα.
Μέσα σε ένα χρονικό διάστημα διακοσίων ετών αναφέρονται τουλάχιστον ενενήντα προσωκρατικοί φιλόσοφοι. Κι`όλοι αυτοί σε ένα πληθυσμό που υπολογίζεται να έφτανε μόλις το ένα εκατομμύριο ψυχές.
Άλλο επίπεδο λοιπόν. 



Αποφάσισα να κατέβω στην αγορά. Τσιμισκή, Αγίας Σοφίας και πλατεία Ναβαρίνου. Στη μέση του κόσμου.
Κάποτε όταν ήμουν έφηβος αυτό πίστευα. Ότι δηλαδή στο Ναβαρίνο που σύχναζα βρίσκονταν το κέντρο του σύμπαντος και η ψυχή της γης. Μετά βέβαια μεγάλωσα και βγήκα έξω και κατάλαβα αυτό που έχουν καταλάβει όλοι σχεδόν οι ξενιτεμένοι. Ότι μία σοβαρή μερίδα των ξένων δηλαδή δεν ξέρουν την Ελλάδα.
Όχι ότι δεν την έχουν ακουστά. Απλώς προβληματίζονται για το αν είναι στην Νότια Αμερική και καταλαβαίνετε.
Που να τους έλεγα και τη θεωρία μου σε σχέση με Ναβαρίνο και κέντρο της γης κλπ. Ας είναι.
Εγώ πάντως πέρασα ωραία εφηβεία. Με γιαουρτώματα και ξενύχτια στα παγκάκια. Με Σαββόπουλο και κονιάκ.
Ήταν η εποχή της μεγάλης διαμάχης που συγκλόνιζε τότε τη νεολαία της Θεσσαλονίκης.
Τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Φρικιά εναντίον τσιναριών.
Απ`τη μια μεριά οι δήθεν ροκάδες αμφισβητίες που είχαν μακριά μαλλιά και βρώμικα ρούχα, κι`απ`την άλλη τα τεκνά, η χρυσή νεολαία που θα έλεγε κι`ο Ίακχος, ο γνωστός τότε οσφυοκάμπτης της κάθε λογής πλουτοκρατίας.
Τα μεν φρικιά λοιπόν σύχναζαν σε παμπ και καφενεία όπως η Κυψέλη, η Σελήνη, το Αιγαίο και ο Παπαγάλος. Μαστούρα και θεωρία.
Όλοι σπουδαστές γενικά. Μόνο πανεπιστήμιο δεν πήγαιναν.
Τα δε τσινάρια πάντοτε ντυμένα στη τρίχα, ήταν η εποχή των Λακόστ, σύχναζαν σε καφετέριες και ντίσκο: Ελυζέ, Φιγκαρό και Λάβαλμπον.
Μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών νέων υπήρχε θανάσιμο μίσος. Πόλεμος κανονικός με πολεμοφόδια τα γιαούρτια.
Που να τολμήσει να περάσει τσινάρι από το Ναβαρίνο. Αμέσως θα ακουγόταν η θρυλική κραυγή «Ολίβια..ου,ου!!», και θα επακολουθούσε η ρίψη του γιαουρτιού μαζί με το κεσεδάκι. Ευτυχώς όχι πήλινο.
Πουλώντας γιαούρτια στα φρικιά είχε πλουτίσει και ο κύριος Μ......., ο γαλατάς της πλατείας.
Εκείνη την εποχή θέλεις λόγω παρέας ή ακόμα λόγω ζωδίου (Υδροχόος ντε), εγώ είχα ταυτιστεί με τα φρικιά. Στο μυαλό μου νόμιζα ότι γινόταν κάποια επανάσταση και ότι συμμετείχα ενεργά. Κούνια που με κούναγε.
Πρότυπο είχαμε τη μυθική για μας στη Σαλονίκη πλατεία Εξαρχείων. Ακούγαμε λοιπόν όλη την ώρα Ντόρς και Σαββόπουλο, και πίναμε ούζα και κονιάκ περιμένοντας τη κατάρρευση του συστήματος. Έτσι από μόνο του.
Ώσπου μια μέρα έγινε το κακό. Πλάκωσαν στη πλατεία τα ΜΑΤ, τσάκωσαν δυο τρεις και τους παρέπεμψαν για τεντιμποϊσμό, εξύβριση έργω και άλλα πολλά. Άρπαξαν 21 μήνες άνευ αναστολής οι μάγκες.
Εκεί πάγωσε λοιπόν το πράγμα.
Άρχισε μέσα μας η αμφισβήτηση της αμφισβήτησης.
Βέβαια μιλάμε για άλλες εποχές, πιο αθώες. Σήμερα, ακόμη και ο πιο φλώρος 15χρονος, έχει ρίξει την μολότοφ του (ατιμώρητα πάντα).
Για αυτό και τα παράτησα. Σήκωσα ψηλά τα χέρια.
Εδώ μπήκαμε, που λένε στα σινεμά.
Την επόμενη χρονιά έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό. Στον μακρινό Βορρά με τα «μπιλοζίρια». Ευτυχώς.
Γιατί τώρα θα ήμουν οδοντοτεχνίτης. Όχι ότι το ρίχνω το επάγγελμα. Σάμπως τώρα που είμαι ……. ποια η διαφορά;
Αλλά να, τώρα ξέρω τι είμαι και γιατί. Αν όμως δεν μεσολαβούσαν οι σπουδές, που όσο να`ναι μου άνοιξαν το μυαλό, ότι και να ήμουν θα το δεχόμουν χωρίς να ξέρω τίποτα άλλο.
Όπως πολλά σπουργίτια, που νομίζουν πως είναι αετοί.
Όπως οι κονσοματρίς στο Βαρδάρη, που λένε και πιστεύουν ότι είναι καλλιτέχνιδες, ή οι στριπτιζούδες που δηλώνουν εξωτικές χορεύτριες.
Χορεύτριες, που ούτε καν την Ισιδώρα Ντάνκαν δεν έχουν ακουστά.
Εγώ τουλάχιστον με το μυαλό μου πάω μακριά.
Τις προάλλες συμμετείχα σε ένα κυνήγι ανταρτών Ταλιμπάν στα οροπέδια του Αφγανιστάν.
Με το μυαλό μου. Κάτι είναι κι`αυτό….
Διότι τι αξία έχει να κερδίσεις τον κόσμο άμα χάσεις τη ψυχή σου; Και άλλα πολλά.
Κάθισα λοιπόν σε ένα τραπεζάκι και παράγγειλα το σύγχρονο νέκταρ των θεών. Φραπέ γλυκό χωρίς γάλα….

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου