14.1.14

Κλαίν’ οι χήρες, κλαίν’ κι οι παντρεμένες…



Αυτές τις μέρες συνωστίστηκα σε αρκετές ουρές.
Κι επειδή συμβιβάζομαι με ό,τι δεν μπορώ να αποφύγω, απολαμβάνω την αναμονή μέχρι να φτάσω στο ταμείο ή στο γραφείο που θα με εξυπηρετήσει.




Οι ουρές έχουν μεγάλη πλάκα.
Κατ’ αρχάς, παρατηρήστε τους νεοφερμένους: με το που βλέπουν την ουρά, οι περισσότεροι παίρνουν ένα ύφος του είδους «Καλά, ρε γελοίοι, τι ήρθατε όλοι μαζί; Κι εγώ πότε θα εξυπηρετηθώ;» κι αφήνουν να τους ξεφύγει ένα «Πω πω τι κόσμος!» λες κι οι ίδιοι είναι ένα μυστήριο είδος το οποίο δε συγκαταλέγεται σε αυτό που αποκαλούμε «πολύς κόσμος».



Έπειτα, δείτε ποιοι διαμαρτύρονται στις ουρές.
Ποιοι είναι οι πρώτοι που θα φωνάξουν «Καλά, μόνο ένα ταμείο έχει;» ή «Πού είναι ο προϊστάμενος;» ή «Δυο ώρες περιμένω!!!» ή «Προχωρήστε, κυρία μου!» ή «Α, ρε, ιδιωτικοποίηση που σας χρειάζεται» ή «Είναι κράτος αυτό;» ή «Εγώ ήμουν πριν από σένα!» ή «Μας κλέβετε που μας κλέβετε, μας ταλαιπωρείτε κιόλας» ή «Ο ταμίας πίνει καφέ τώρα» ή «Είδα τη διευθύντρια να μιλάει στο τηλέφωνο».
Όχι, δεν είναι μητέρες με ένα μωρό στο καρότσι κι ένα στην αγκαλιά που διαμαρτύρονται.
Ούτε νέοι άνθρωποι που μιλούν με αγωνία στο κινητό «Τα έβαλες τα λεφτά; Καίγομαι, σου λέω!».
Μήτε μεσήλικες εργαζόμενοι με την αγωνία να προλάβουν να τελειώσουν τις υποχρεώσεις τους.
Ούτε καν φτωχικά ντυμένοι «εργατικοί», όπως αποκαλούνταν πριν δεκαετίες στην Ελλάδα οι ταπεινοί εργάτες.
Εκείνοι που διαμαρτύρονται στις ουρές είναι καλοστεκούμενοι συνταξιούχοι, κυρίες μιας κάποιας ηλικίας φορτωμένες με κοσμήματα και βαρύ μακιγιάζ σα λατέρνες, άνθρωποι που δείχνουν να έχουν την πολυτέλεια του χρόνου, αλλά όχι το τεράστιο χάρισμα της υπομονής.
Πολύ συχνά πιάνω κουβέντες, προσπαθώντας να επιβεβαιώσω τη θεωρία μου ότι διαμαρτύρονται εκείνοι που θα έπρεπε να δείχνουν μεγαλύτερη κατανόηση απέναντι σε εργαζόμενους, σε ανθρώπους με πραγματική πίεση χρόνου, στους αναξιοπαθούντες του σύγχρονου κόσμου και, σχεδόν πάντα, επιβεβαιώνομαι.
Κοινώς, αντί να κλαίνε οι χήρες, κλαίνε οι παντρεμένες.
Κάπως έτσι, όμως, συμβαίνει και σε άλλους τομείς.
Για παράδειγμα, με αυτό που ονομάζουμε «κρίση».
Βλέπω γύρω μου ποιοι στέκονται καλύτερα, ποιοι γκρινιάζουν λιγότερο: όσοι έχουν τα λιγότερα.
 Ούτε ακίνητα ούτε αυτοκίνητα ούτε εξοχικά ούτε βάρκες και ακριβές μάρκες. Αντίθετα, οι γκρινιάρηδες έχουν σπιταρώνες, μισθούκλες, τζιπούρες και τη μια σου κλαίγονται μόλις γύρισαν από το Λονδίνο και την άλλη από τη Σαντορίνη. 
Θα μου πεις «Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες».
Το ίδιο είναι να μην έχεις τίποτα να χάσεις -όπως λέει το κλισέ- (λες και η αγωνία του «τη βγάζω δε τη βγάζω αυτόν το μήνα είναι «τίποτα»), και το ίδιο είναι να κινδυνεύεις να σου πάρει η εφορία το εξοχικό και το παιδί σου να αναγκαστεί να πάει στο δημόσιο της γειτονιάς αντί για το ακριβό ιδιωτικό;
Ακούω καμιά φορά την γκρίνια πραγματικά ευκατάστατων ανθρώπων για το «Πώς μας κατάντησαν οι αλήτες!» και σκέφτομαι να βγάλω κανένα εικοσάρικο να τους δώσω μπας και σταματήσουν.
Αλλά φοβάμαι, μετά, ότι θα ξανάρθουν για περισσότερα, καθώς όποιος δεν κλαίγεται, τη σήμερον, θεωρείται ύποπτος ως ευτυχισμένος.
Άρα, πρέπει να την πληρώσει…

Χριστίνα Ταχιάου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου