16.3.15

Ο αντιγερμανισμός του Έλληνα. Μέρος 1ο



Μια απόπειρα ιστορικής τεκμηρίωσης

Η ιστορία μετράει το χρόνο συνήθως σε αιώνες, οι άνθρωποι σε χρόνια. Είναι λογικό. Η καταγεγραμμένη ιστορία έχει ηλικία 3.000 ετών και τα πρώτα ιστορικά μνημεία είναι μερικές χιλιετίες ακόμα παλιότερα, εμείς όμως σπανίως ζούμε πάνω από 100 χρόνια.
Μας είναι, πολύ φυσιολογικά, δύσκολο να συλλάβουμε αυτομάτως τη δυναμική της – γι’ αυτό χρειάζεται όχι μόνο πολλή γνώση, αλλά ακόμα περισσότερος προβληματισμός.
Με πρακτική σημασία, σπανίως προφανή.
Γι’ αυτό και συχνά επιλέγουμε να μένουμε στην άγνοια ή ακόμα χειρότερα, στην ημιμάθεια.




Κι όμως, πολλά πράγματα ερμηνεύονται με βάση ακριβώς αυτήν, την ιστορική αποτίμηση. Και ιδίως οι ανθρώπινες νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες, κι αν ακόμα εμείς ζούμε λίγο, προϋπάρχουν και επιβιώνουν όπως όλοι ξέρουμε πολύ περισσότερο.
Τουλάχιστον για μερικές γενιές, σε ορισμένες περιπτώσεις πάλι για πολλούς αιώνες. Ανήκω και εγώ σ’ αυτούς που εντοπίζουν την αιτία του υφέρποντος (που εσχάτως γίνεται όλο και πιο φανερός) αντιευρωπαϊσμού του νεοέλληνα και ιδίως του αντιγερμανισμού όπου κυρίως συμπυκνώνεται.
Ή αν θέλετε κατά των βορειοευρωπαίων συλλήβδην, όπως «εκπροσωπούνται» από την μεγαλύτερη και ισχυρότερη βορειοευρωπαϊκή χώρα, τη Γερμανία...


Αυτό, θα μπορούσε να πει κανείς, εξηγείται αρκετά εύκολα χωρίς πολλά πολλά ιστορικά στοιχεία, πλην της κατοχής του ’41-’44 για την οποία θα μιλήσουμε και λίγο παρακάτω.
Η πολιτισμική διαφορά μεταξύ νότιας και βόρειας Ευρώπης είναι προφανής, υπήρχε ανέκαθεν και πάντα θα υπάρχει. Θες λίγο ο ήλιος, θες λίγο η θάλασσα, πάντα και ασχέτως καταγωγής οι νότιοι θα είμαστε πιο αυθόρμητοι, πιο φασαριώζοι, πιο ατομιστές και πιο καπάτσοι.
Σε ότι αφορά πάλι την κατοχή, ναι όντως είναι μια πολύ πρόσφατη ιστορία για να ξεχαστεί εντελώς – άλλο βέβαια που εμείς σήμερα κάνουμε λες και τα ζήσαμε, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Δεν αντιλέγω στα παραπάνω, αλλά υπάρχουν μερικά προβλήματα στις ερμηνείες αυτές που δεν μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα.
Πρώτα απ’ όλα, και οι Ισπανοί π.χ. είναι εξίσου νότιοι με μας, με τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά αλλά δεν είναι καθόλου αντιευρωπαίοι και ούτε καν μας πλησιάζουν σε αντιγερμανισμό. Έπειτα, για κατοχή μιλώντας, η γερμανική ζώνη κατοχής ήταν η μικρότερη – μέχρι το ‘43 τουλάχιστον που συνθηκολόγησε η Ιταλία και πέρασε κι αυτή στους Γερμανούς σχεδόν αναγκαστικά, διότι οι Γερμανοί τότε είχαν πολύ σοβαρότερα προβλήματα για να ασχοληθούν με την κατοχή της Ελλάδας.
Η μεγαλύτερη ζώνη κατοχής μακράν ήταν η ιταλική και η δεύτερη μεγαλύτερη ήταν η Βουλγαρική, που κι αυτή μετά το ’43 επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο.
Ναι αλλά, θα μπορούσε να πει κάποιος, οι Γερμανοί ήταν οι σκληρότεροι απ’ όλους. Σωστό για την μετά το ’43 περίοδο - ας μην ξεχνάμε ότι δεν ήταν απλώς κατακτητές, ήταν κατακτητές για λογαριασμό του πιο βάρβαρου καθεστώτος με την πιο βάρβαρη ιδεολογία που υπήρξε ποτέ (του ναζιστικού) και ότι εκείνη την εποχή ήταν άκρως πιεσμένοι. Έχετε δει άγριο θηρίο να στριμώχνεται αγρίως πώς αντιδρά; Κάπως έτσι.
Αλλά και οι Ιταλοί δεν στερούνταν καθόλου σκληρότητας, μόλις είχαν ταπεινωθεί εξάλλου στην Αλβανία και, όπως ήταν επόμενο, πρόεβησαν και σε ουκ ολίγες πράξεις αντεκδίκησης. Για τους Βούλγαρους πάλι ας μην το συζητάμε.
Η κατοχή τους υπήρξε από την αρχή ως το τέλος σκληρότατη (οδήγησε και σε μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών) καθώς γι’ αυτούς, υπήρχε επιπλέον και το εθνοτικό.
Δε γίνεται βέβαια εδώ να μην επισημάνει κανείς άλλο ένα νεο-ελληνικό παράλογο: Πώς γίνεται μεγάλη μερίδα φανατικών αντιγερμανών σήμερα, που έχουν λιώσει την καραμέλα της κατοχής, να ψηφίζουν ή να συμπαθούν ένα αμιγώς ναζιστικό κόμμα; Αλλά κι αυτό είναι άλλη κουβέντα...
Να μην τα πολυλογούμε, το θέμα της κατοχής είναι ούτως ή άλλως μεγάλο και δεν είναι καν στην πρόθεσή μου να ασχοληθώ παραπάνω μ’ αυτό. Η ουσία είναι ότι τους Ιταλούς τους συγχωρήσαμε αμέσως σχεδόν, τους Βούλγαρους αργότερα αλλά πάντως τους συγχωρήσαμε κι αυτούς εδώ και καιρό, αλλά για τους Γερμανούς ακόμα για πολλούς υπάρχει θέμα. Εξάλλου έχουμε ακόμα και μια λέξη γι’ αυτούς «Γερμαναράς» - δεν υπάρχει ούτε η λέξη «Ιταλαράς», ούτε κάτι ανάλογο για τους Βούλγαρους.
Είναι κάτι βαθύτερο λοιπόν, εντυπωμένο στο συλλογικό υποσυνείδητο του Έλληνα που καταλήγει όχι μόνο να βλέπει πιο θετικά λαούς με τους οποίους έχει περισσότερη συγγένεια, αλλά ορισμένους να φοβάται ή όχι, άλλους πάλι να σέβεται ή όχι.
Τους Γερμανούς και τους φοβάται και τους σέβεται. Τους Ιταλούς δεν τους φοβάται (άρα μπορεί πιο εύκολα να τους συγχωρήσει) τους δε Βούλγαρους δεν τους σέβεται (άρα δεν καταδέχεται να παίζει το ρόλο του θύματος απέναντί τους).  Ας δούμε λοιπόν αν μπορεί η ιστορία να μας διαφωτίσει λίγο παραπάνω για τις ρίζες αυτού του θέματος:
Ίσως ξενίσει μερικούς, αλλά νομίζω θα πρέπει να ξεκινήσουμε το «ταξίδι» μας κοντά 2.000 χρόνια πριν και μακριά απ’ την Ελλάδα. Να πάμε για μια πρώτη στάση στην κλασσική Ρώμη, του πρώτου αυτοκράτορα Οκταβιανού, που επονομάστηκε Αύγουστος (Σεβαστός, ελληνιστί).
Γιατί στη Ρώμη κι όχι στην Ελλάδα; Διότι το λεγόμενο Βυζάντιο, που είναι και ο άμεσος πολιτισμικός μας πρόγονος, δεν ονόμασε ποτέ τον εαυτό του «Βυζάντιο», αυτή είναι μια ονομασία που δόθηκε – όχι τυχαία όπως θα δούμε παρακάτω – από βορειο-δυτικο-ευρωπαίους αιώνες μετά την πτώση του για να ξεχωρίσει από την κλασσική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της αρχαιότητας.
Διότι το Βυζάντιο όχι μόνο ήταν, αλλά και ονόμαζε τον εαυτό του «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» ως το τέλος. «Ρωμανία» πιο λαϊκά, οι δε κάτοικοί του αυτοαποκαλούνταν «Ρωμαίοι» - πιο λαϊκά «Ρωμιοί».
Σας θυμίζει κάτι; Και μένα, και ορθώς μας το θυμίζει.
Αυτός λοιπόν ο Οκταβιανός, που μέχρι τότε είχε νικήσει τους πάντες εκτός (και κυρίως εντός) Ρώμης ήταν ο πρώτος Ρωμαίος που έπαθε χοντρό κάζο με τους Γερμανούς, πιο συγκεκριμένα με μερικές από τις εκατοντάδες φυλές στις οποίες ήταν χωρισμένοι τότε οι Γερμανοί.
Ως τότε, οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει όλο το σύμπαν, νικώντας, σταδιακά είναι αλήθεια, τους πάντες. Πολιτισμένους κι απολίτιστους, ειρηνικούς και πολεμοχαρείς. Τότε όμως έμαθαν τα όριά τους, χάνοντας στα παρθένα δάση της Γερμανίας δύο ολόκληρες λεγεώνες, από τις οποίες δεν επέζησε κανείς.
Βλέπετε, τα δάση πρόσφεραν στους Γερμανούς δύο βασικά πλεονεκτήματα τα οποία δεν είχαν άλλοι λαοί, ακόμα και πιο πολεμικοί, ακόμα και πιο βάρβαροι. Καθιστούσαν την κατάληψη της χώρας τους εξαιρετικά δύσκολη, τη διατήρησή της ακόμα δυσκολότερη και κυρίως, ασύμφορη. Δεν υπήρχε κανένας λόγος μια ήδη σούπερ πετυχημένη και πλούσια αυτοκρατορία να επιδοθεί σε μία τέτοια δαπάνη πόρων για να υποτάξει μια περιοχή από την οποία δεν είχε να κερδίσει σχεδόν τίποτα.

Οι Ρωμαίοι ήταν διάσημοι για την πρακτικότητά τους. Τιμώρησαν λοιπόν τις φυλές εκείνες για τη συμφορά που υπέστησαν, υπέταξαν όσες φυλές ζούσν εδώθε του Ρήνου, σταδιακά τις αφομοίωσαν και τους υπόλοιπους τους άφησαν να ζουν στην ελευθερία τους και στη βαρβαρότητά τους.
Φρόντιζαν να φρουρούν καλά τα σύνορα, να τους δελεάζουν με συμμαχίες, ακόμα και με καριέρες στο ρωμαϊκό στρατό κι αν το πράγμα ξέφευγε πού και πού, ενδεχομένως να έκαναν και καμιά εκστρατεία επί Γερμανικού εδάφους για να τους συνετίσουν – π.χ. αν είδατε την τανία «ο Μονομάχος» αναφέρεται στην αρχή της σε μία τέτοια που έλαβε χώρα γύρω στο 180 μ.Χ.
Κοινώς, μιλάμε για μια ισορροπία τρόμου. Οι Ρωμαίοι μ’ αυτά και μ’ αυτά κατάφεραν να ελέγξουν την κατάσταση στα βόρεια σύνορά τους για αρκετούς αιώνες, αλλά δεν ήταν δυνατό ούτε να εκπολιτίσουν ούτε να αφομοιώσουν τις περισσότερες Γερμανικές φυλές.
Γι’ αυτό και ποτέ δεν έπαψαν να νιώθουν κάποιο φόβο γι’ αυτές.
Ο «κάποιος» φόβος μετατράπηκε σε αληθινό τρόμο όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κι άρχισε να παρακμάζει η στρατιωτική μηχανή της Αυτοκρατορίας, από τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα και μετά.
Τότε ήταν που άρχισαν οι διάφορες γερμανικές φυλές να σουλατσάρουν εντός της Αυτοκρατορίας σχεδόν ανεμπόδιστες προκαλώντας τεράστιες καταστροφές με τις λεηλασίες τους.
Μεταξύ των περιοχών που δεινοπάθησαν αγρίως ήταν και η δική μας – ο Αλάριχος π.χ. που έγινε διάσημος για τη λεηλασία της Ρώμης, πιο πριν κατέστρεψε όλη σχεδόν την Ελλάδα, μεταξύ άλλων ισοπέδωσε και κατέκαψε την Ολυμπία, δίνοντας στην ουσία τέλος στις δόξες της.



Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όπως ξέρουμε οι περισσότεροι, το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας δεν άντεξε. Το δε Ανατολικό (αυτό που οι πιο πολλοί πλέον σήμερα ονομάζουν «Βυζάντιο») έχοντας κληρονομήσει το ίδιο πρακτικό πνεύμα, ήρθε σε συμβιβασμό με τους διάφορους αρχηγούς φυλών που εγκαθίδρυσαν στη Δύση διάφορα κρατίδια και ανθυποκρατίδια και τους αποδέχτηκε ως «συμμάχους» αφού πρώτα αυτοί αποδέχτηκαν το Χριστιανισμό (ήδη επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους) και την αόριστη «επικυριαρχία» του Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.
Κάπως έτσι ο τρόμος σταμάτησε για τους κατοίκους στα μέρη μας. Έμεινε ένας πρώτος φόβος, προφανώς, για τους Γερμανούς, αλλά προς το παρόν μπορούσαμε να είμαστε κάπως ήσυχοι. Το πρόβλημα ήταν πλέον της Δύσης κι όχι τόσο δικό μας.
Να λοιπόν το πρώτο πολιτισμικό σχίσμα μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Μεσογείου. Η μεν καταδικάστηκε στη σταδιακή αλλά ταχύτατη πολιτισμική οπισθοχώρηση, ενοποιούμενη ταυτόχρονα (και φυλετικά) με την υπόλοιπη βορειοδυτική Ευρώπη, εμείς συνεχίσαμε πάνω-κάτω αυτό που κάναμε.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η πρόθεση των Γερμανών δεν ήταν ποτέ η κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Συνήθως ήταν απλώς το πλιάτσικο.
Σε δεύτερο χρόνο, επειδή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν επαφές με τους Ρωμαίους, ήθελαν απλώς κι αυτοί να ζουν σα Ρωμαίοι. Με τα λουτρά τους, με τα συμπόσιά τους, με τις καθαρές κι αρωματισμένες παλλακίδες τους.
Αλλά όταν τελικά βρέθηκαν με την εξουσία στα χέρια τους, δεν ήξεραν ακριβώς πώς να τα πετύχουν αυτά – η Ρώμη συμπύκνωνε αιώνες αρχαίας σοφίας, αυτοί οι έρμοι ήξεραν μόνο από πλιάτσικό.
Γι’ αυτό και απέτυχαν, γι’ αυτό και όλη η Δύση γύρισε αιώνες πίσω...

Ο Παραβάτης
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου