11.4.15

Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.



Ο καυτός απογευματινός ήλιος που επί μία ολόκληρη ημέρα έκαιγε και τσουρούφλιζε τα πάντα στο πέρασμά του, φάνηκε επιτέλους αργά αργά  να υποχωρεί στο μέχρι πρότινος καταγάλανο στερέωμα.
Ένα απαλό αεράκι που φύσηξε ξαφνικά από τους απέναντι μακρινούς λόφους είχε σαν ευεργετικό αποτέλεσμα μια ανεπαίσθητη δροσιά να κυριαρχήσει ευχάριστα  στον  χώρο.




Η σταδιακή κάθοδος του ήλιου στο βάθος του  ορίζοντα έδινε με τη σειρά της ένα απόκοσμο κοκκινωπό χρώμα τόσο στον ουρανό όσο και στις μέχρι πριν από λίγη ώρα ξασπρισμένες από το έντονο φως του επιφάνειες. Επιφάνειες μιας κατάξερης φύσης που συνέθετε το γύρω τοπίο.
Ένα  άνυδρο και γυμνό τοπίο στο οποίο κυριαρχούσαν αραιά και που διάσπαρτοι… στεγνοί θάμνοι, κοφτερές πέτρες  και  ημιθανή πουρνάρια.
Ένα τοπίο που διψούσε για νερό.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ήταν  άνοιξη…


<Αυτή λοιπόν είναι η γη της επαγγελίας; Αυτό είναι το ευλογημένο Ισραήλ;> μουρμούρισε μέσα απ`τα δόντια του ο ψηλόλιγνος γενειοφόρος άνδρας που όρθιος επάνω σε έναν λόφο  ατένιζε με δέος το δειλινό.
<Μέλι και γάλα να ρέει…> ψιθύρισε χαϊδεύοντας με τα οστεωμένα δάχτυλά του τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά του.
Γυρίζοντας το κεφάλι του προς το μικρό φοινικόδασος  λίγο πιο πέρα, στους πρόποδες του μικρού λοφίσκου, ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε να σχηματίζεται   στα λεπτά του χείλη.
Οι κατάκοποι σύντροφοί του είχαν ήδη ξαπλώσει κάτω από τις μίζερες σκιές των ελάχιστων φοινικόδενδρων και βγάζοντας από τα υφασμάτινα σακούλια τους ότι φαγώσιμο διέθετε ο καθένας,  το είχαν ρίξει στο φαγητό. 
Η ατμόσφαιρα που σχηματίστηκε σιγά σιγά γύρω από την ολιγομελή ομάδα έδειχνε γιορταστική. Οι χουρμάδες, τα κουκιά, τα σύκα και το κατακόκκινο αγνό κρασί ήταν αρκετά για να φέρουν την παρέα σε κατάσταση χαλαρής ευθυμίας. Δυνατά γέλια, χαρούμενα τραγούδια και πολλά χαχανητά ακούγονταν και αντιλαλούσαν στην γύρω ερημιά.
Ο άνδρας ξαναέστρεψε το βλέμμα του προς τον κιτρινωπό ήλιο που είχε πλέον σχεδόν εξαφανισθεί. Η σκοτεινή σκιά που άφηνε με την υποχώρησή του ο ήλιος και που με ταχύ ρυθμό ξετυλίγονταν καλύπτοντας  το γεωγραφικό τοπίο είχε πια φτάσει   πάνω από τα πλινθόκτιστα κτίσματα της πόλης της Ιερουσαλήμ που γαλήνια υποδέχονταν τη νύχτα μόλις μερικά χιλιόμετρα προς τα δυτικά. Το πρόσωπό του άνδρα σοβάρεψε απότομα.
Αυτή τη φορά έδειχνε συνοφρυωμένος καθώς απορροφήθηκε και πάλι στις σκέψεις του.
<Γιάσουα, έλα κοντά μας. Τα σύκα σε λίγο θα τελειώσουν και σε βλέπω να μένεις πάλι νηστικός…>
Η χαρούμενη φωνή του συντρόφου του τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Η φωνή του  Σίμωνα, του  πιστού του φίλου που από την αρχή της περιπλάνησής του είχε σταθεί δίπλα του και που τον στήριζε,  γερός σαν βράχος.
Σαν πέτρα… Και όμως ούτε και αυτός ο Πέτρος, όπως τον είχε ονομάσει ο Γιάσουα, αλλά ούτε και ο <διανοούμενος> Ιούδας, ούτε  κανένας άλλος από την όλη συντροφιά  δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί αυτό που του συνέβαινε. Αυτό που έκανε τα σωθικά του να ταράζονται και στο μυαλό του να στροβιλίζονται  χίλιες μύριες απορίες.
Στα μάτια των συντρόφων του ήταν ο σοφός, ήταν  <ο δάσκαλος>. Ήταν αυτός που είχε απαντήσεις για όλους και για όλα.
Αυτός που με μια κουβέντα ή μια ματιά του ή ακόμα  και με ένα απλό άγγιγμά των χεριών του  έδινε νόημα στη ζωή τους.
Αυτός που με τα λόγια του μοίραζε ελπίδα στους κατατρεγμένους και χαμόγελα στους κατηφείς.
Αυτός που ανακούφιζε τις ψυχές όλων όσων  έσπευδαν από παντού να τον συναντήσουν και να τον ακούσουν να τους μιλάει για έναν άλλο καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο αγάπης.  Και που τον πίστευαν…
Ε λοιπόν, δεν θα μπορούσε κανένας τους ποτέ να φανταστεί ότι μέσα στα σκοτεινά βάθη της  ψυχής του, ο πάντα αγέρωχος Γιάσουα, ο <εκλεκτός> για τους πολλούς,  αισθάνονταν και αυτός  για πρώτη φορά αμήχανος, αισθάνονταν … φόβο.
Από μικρό παιδί ήξερε ότι ήταν διαφορετικός. Είχε θαρρείς από πάντα την μοναδική δυνατότητα, χωρίς ποτέ να μπορεί να το εξηγήσει, να βλέπει μέσα από μικρές χαραμάδες το άμεσο μέλλον. 



Πολλές φορές μάλιστα, παίζοντας με τους φίλους του προέβλεπε κι`αυτήν ακόμη την εξέλιξη των παιχνιδιών τους. 
Ο Γιάσουα έβλεπε μπροστά. Αυτή η μυστηριώδης και συνάμα απόκοσμη ικανότητα του δεν τον έκανε και πολύ αγαπητό στις παιδικές παρέες. Μια φορά μάλιστα τον ξυλοκόπησαν άγρια κάποια συνομήλικα του  παιδιά διότι γνωρίζοντας ο Γιάσουα ότι αν συνεχίσουν το παιχνίδι τους θα ποδοπατηθούν άσχημα  από κάποια αφηνιασμένα γαϊδούρια, τους σταμάτησε.
Ακόμη θυμάται τα λόγια του γέρου πατέρα του που βλέποντάς τον να κλαίει γοερά, του είχε πει πως πρέπει  να μάθει να  κάνει υπομονή και ότι ίσως κάποτε να μπορέσει να δαμάσει το δώρο αυτό που του είχε χαρίσει ο Θεός…
Αρκετά χρόνια αργότερα και έχοντας πλέον ενηλικιωθεί, μπόρεσε επιτέλους πραγματικά και χαλιναγώγησε το θείο αυτό χάρισμα μέσα από σκληρές και επίπονες προσπάθειες. Νηστείες, προσευχή και διαλογισμός ήταν τα όπλα με τα οποία πάλεψε.
Και νίκησε… Το κόστος όμως της νίκης του  ήταν  βαρύ. Η δυνατότητα να ελέγχει τα <οράματα> του, του στοίχιζε σε ισχυρούς πονοκεφάλους αλλά και ναυτίες που πολλές φορές κρατούσαν ολόκληρα εικοσιτετράωρα.
Άξιζε όμως τον κόπο. Οι μικροσκοπικές θολές σχισμές που άνοιγε στο αδιαπέραστο για τους υπόλοιπους ανθρώπους  μέλλον, σιγά σιγά γιγαντώθηκαν. Έγιναν ξεκάθαρες εικόνες που μπορεί να διαρκούσαν ελάχιστα μόνο δευτερόλεπτα αλλά ήταν απόλυτα διαυγείς.
Πολλές φορές μάλιστα συνοδεύονταν   και  από απόμακρες,  μεταλλικές, ουράνιες φωνές, που του μιλούσαν για αρχέγονες  ιδέες και διαχρονικά νοήματα. Του αποκάλυπταν αλήθειες για θείες γνώσεις όπως είναι η αδελφοσύνη, η ειρήνη και η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Απλές έννοιες που αν και θα έπρεπε να είναι αυτονόητες σε όλους, είχαν εν τούτοις εδώ και καιρό  για πάντα ξεχαστεί από τους συνανθρώπους του.
Έτσι ο Γιάσουα, πιστεύοντας ότι αποτελεί καθήκον του να μοιραστεί τα αγγελικά αυτά μηνύματα που του δίνονταν απλόχερα,  αποφάσισε να αφήσει το χωριό του, τους φίλους του και την οικογένειά του και να χαρίσει το σπάνιο δώρο που του είχε δοθεί,  σε όλους τους  συμπατριώτες του. Ξεκίνησε λοιπόν  την περιπλάνηση του στις διάφορες περιοχές της Γαλιλαίας και της Παλαιστίνης. Στις χώρες του Ισραήλ.
Στην αρχή ήταν μόνος και  όλα του ήταν δύσκολα. Η ματαιότητα της προσπάθειας του ήταν περισσότερο από καταφανής.
Πολλές  μάλιστα ήταν οι φορές που σκέφτηκε να τα παρατήσει και να επιστρέψει πίσω στο χωριό του και να δουλέψει όπως παλιά στο φτωχικό ξυλουργείο του πατέρα του. Η πίστη του όμως σε όλα αυτά που αποσπασματικά και κατά ριπές πολιορκούσαν το μυαλό του, του έδινε κουράγιο να συνεχίσει.
Οι περισσότεροι βέβαια από αυτούς που μαζεύονταν για να τον ακούσουν γελούσαν μαζί του και πολλοί τον θεωρούσαν αλαφροΐσκιωτο. Οι υπόλοιποι τον περνούσαν απλά για δαιμονισμένο.
Πολλοί ήταν αυτοί που όταν τους μιλούσε για πράγματα τελείως δικά τους, όταν τους αποκάλυπτε αλήθειες της δικής τους ζωής   και που κανένας τρίτος δεν θα έπρεπε να γνωρίζει, αντί να τον αποδεχθούν και να πεισθούν για την  <θεϊκή> του αυτή ικανότητά, του πετούσαν πέτρες και τον έδιωχναν βρίζοντάς τον. Τον φοβόντουσαν.
Για αυτούς δεν ήταν παρά ένας ακόμη τιποτένιος <μάντης>, ένας μάγος  που θα έπρεπε να εξοστρακιστεί.
Ήταν φανερό πως ο απλός κόσμος  δεν ήταν ακόμη έτοιμος να ακούσει για πράγματα που στην καθημερινότητά του δεν ζούσε ή είχε ξεχάσει από καιρό. Η έννοια της αγάπης του ήταν πλέον ξένη. Σε έναν σκληρό κόσμο όπου κυριαρχούσε η επίπονη καθημερινή εργασία, η πείνα και η ανελέητη εκμετάλλευση, δεν υπήρχε χώρος για τις διδασκαλίες του.
Δεν υπήρχε χώρος για την έννοια της συγχώρεσης ή της αδελφικής αγάπης. Στο συλλογικό υποσυνείδητο του Εβραϊκού λαού είχε πλέον για τα καλά μπολιάσει το ατομικό συμφέρον και μόνο.
Βασικός σκοπός του απλού ανθρώπου είχε γίνει η επιβίωση και μόνον αυτή. Και σκοπός του πλουσίου άρχοντα είχε γίνει ο περαιτέρω … πλουτισμός. Ακόμη και αυτό το  Θρησκευτικό Ιερατείο που διαφέντευε τους πάντες και που θα έπρεπε κανονικά να αποτελεί τον αυστηρότερο θεματοφύλακα της Ιουδαϊκής ηθικής, τον στυλοβάτη της πίστης του Ιουδαϊκού έθνους… ακόμη και αυτό είχε παραδοθεί στο κυνήγι της υλικής απόλαυσης, του αχαλίνωτου πλούτου και της κοσμικής ηδονής. Είχε παραδοθεί στα πάθη και είχε γίνει μαλθακό.
Έτσι για τον Γιάσουα, όλα φαίνονταν μάταια… και θύμωνε.
Αυτά όμως μόνο στην αρχή. Η επιμονή του χαρακτήρα του, η τεράστια πίστη σε αυτό που έκανε, η διαρκής πλέον ομοβροντία των <οραμάτων> του και τέλος η ανιδιοτελής στήριξη των λιγοστών <μαθητών> του που με πρωτεργάτη τον Σίμωνα Πέτρο  σιγά σιγά συγκεντρώθηκαν γύρω του, όλα αυτά  τον βοήθησαν όχι μόνο για να συνεχίσει αλλά με την πάροδο του χρόνου να καταφέρει να αποκτήσει και κοινό. Ένα ετερόκλητο κοινό αποτελούμενο από απλούς και φτωχούς ακτήμονες αγρότες, ψαράδες, χειρώνακτες αλλά και πλούσιους εμπόρους, ακόμα και κάποιους  μορφωμένους Ιουδαίους που παρατούσαν τις δουλειές τους στα χωράφια ή ακόμα και τις όποιες απολαύσεις τους και συναθροίζονταν γύρω του μαγεμένοι από τα μεστά του λόγια. Άνθρωποι που έμοιαζαν να έρχονται από παντού για να νιώσουν και αυτοί λίγη από την θεϊκή του αύρα.
Για να τον ακούσουν να τους μιλάει με έναν ήρεμο τρόπο που μόνο εκείνος μπορούσε και να γαληνέψουν οι ψυχές τους. Να τον ακούσουν να τους μιλάει ήρεμα, χρησιμοποιώντας  παραδείγματα βγαλμένα από την καθημερινότητά τους. Με αλληγορίες, διηγήσεις  και παραβολές που κατάφερναν να περάσουν δύσκολα νοήματα στο ζαλισμένο μυαλό ακόμη και των πιο απλοϊκών χωρικών.
Και οι καρδιές τους ζεσταίνονταν.
Και τον λάτρευαν. Και κρέμονταν από τα χείλη του.
Με την πάροδο του  καιρού ο Γιάσουα είχε γίνει για πολλούς όχι μόνο ο <Ο Δάσκαλος> αλλά και  ο περιβόητος <αναμενόμενος>…
Εκείνος, την έλευση του οποίου προέβλεπαν οι Γραφές. Ο <σωτήρας> που θα επανέφερε επιτέλους το Ισραήλ στην προτεραία  του και άκρως προνομιούχα θέση. Αυτήν του ευνοούμενου και εκλεκτού Έθνους  του ενός και μοναδικού Θεού…
Στα λίγα χρόνια των περιοδειών  του ο Γιάσουα, χωρίς ποτέ να το επιδιώξει συνειδητά, κατάφερε με τον καιρό, εκτός από οπαδούς να αποκτήσει και πάμπολλους ισχυρούς εχθρούς. Φανερούς και μη.

Πολλοί ήταν οι <βολεμένοι> στους οποίους οι εμπνευσμένες διδασκαλίες του για αγάπη, δικαιοσύνη και κοινοκτημοσύνη δημιουργούσαν τεράστιο πρακτικό πρόβλημα. Έννοιες όπως η συντροφικότητα και η μοιρασιά αποτελούσαν απειλή για την ύπαρξή τους. Και η συνεχώς αυξανόμενη προσέλευση όλο και πιο πολλών απλών ανθρώπων στις συναθροίσεις του Γιάσουα δημιουργούσε για αυτούς το μέγιστο των προβλημάτων.
Ήταν αυτοί οι στυλοβάτες του καθεστώτος που η δική τους οικονομική και κοινωνική πρόοδος βασίζονταν στον σαφή διαχωρισμό των εχόντων και μη. Τα τεράστια προνόμια που απολάμβαναν στηρίζονταν στην κατάπνιξη οποιασδήποτε προσπάθειας συσπείρωσης ή αφύπνισης των από κάτω.
Οι κατώτεροι έπρεπε να μείνουν τέτοιοι διότι η δική τους πολυτελής διαβίωση στηρίζονταν σε αυτούς. Στηρίζονταν στη διαρκή πάλη μεταξύ των εξαθλιωμένων φτωχών. Πάλη για ένα κομμάτι ψωμί, πάλη για εύνοια και πάλη για επιβίωση. Το <διαίρει και βασίλευε> ήταν το βασικό όπλο των αρχόντων της Παλαιστίνης στην διατήρηση αυτού του στρεβλού πλην όμως απαραίτητου για την οντότητά  τους  status quo.
Η συνέχιση της ύπαρξης του Ισραήλ βασίζονταν σε αυτό. Και οι ίδιοι άλλωστε αποτελούσαν ένα μικρό μέρος ενός μεγαλύτερου <διαίρει και βασίλευε> που εφάρμοζαν στη χώρα οι πραγματικοί αφέντες, οι Ρωμαίοι επικυρίαρχοι. Όλα ήταν ένα στημένο παιχνίδι. Και ο Γιάσουα ενσάρκωνε την απόλυτη απειλή. Οι δεικτικές και κατ`αυτούς ανατρεπτικές διδαχές του στοχοποιούσαν και τους ίδιους. Έπρεπε λοιπόν να τον εξουδετερώσουν.



Η απλή γνώση που ο λιπόσαρκος στο σώμα και ανιδιοτελής στην ψυχή  ραβίνος μετέδιδε τόσο αποτελεσματικά στις μάζες των εξαθλιωμένων ήταν όχι μόνο ανατρεπτική αλλά και εξόχως επικίνδυνη. Θεωρίες περί ισότητας και δικαιοσύνης μπορεί να ακούγονταν καλά στα αφτιά αλλά στην πραγματικότητα αποτελούσαν  νάρκη στα θεμέλια της καθεστηκυίας  τάξης. Στα θεμέλια της κοινωνίας.
Σε καμία περίπτωση ο λαός δεν θα έπρεπε να ξυπνήσει πόσο δε μάλλον να αμφισβητήσει το ισχύον καθεστώς που μόνο σε ισότητα και δικαιοσύνη δεν στηρίζονταν.
Σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να αφεθεί ο Γιάσουα να συνεχίζει να ανασηκώνει το πέπλο του σκοταδιού το οποίο είχε επιτηδευμένα και αριστοτεχνικά απλωθεί εδώ και αιώνες πάνω από τον <περιούσιο> λαό. Και επειδή οι άρχοντες όσο δυνατοί και αν ήταν δεν θα μπορούσαν ποτέ να νικήσουν βάζοντάς τα  κατά μέτωπο με τον λαό, αποφάσισαν να τα βάλουν με τον Γιάσουα …  στρέφοντας τον λαό εναντίον του. Σε έναν μεγάλο βαθμό το πέτυχαν.
Μέσα από υπόγειες συνεννοήσεις, μηχανορραφίες, δωροδοκίες   και γενικά αήθεις δολοπλοκίες, κατάφεραν να περάσουν στην κοινωνία την ίδια εικόνα για τον Γιάσουα που αιώνες πριν είχαν περάσει οι βολεμένοι Αθηναίοι για τον έτερο <διδάσκαλο> της αγάπης και της σωφροσύνης τον Σωκράτη.
Σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους λοιπόν, οι πολιτικοί, οικονομικοί και θρησκευτικοί ταγοί του Ισραήλ κατάφεραν να ταυτίσουν, στα μάτια του λαού, τον Γιάσουα με την εικόνα ενός αιρετικού αναρχικού που μοναδικό σκοπό έχει την εισαγωγή <καινών δαιμονίων> στις ψυχές του λαού και την βίαιη ανατροπή της μιας και αληθινής θρησκευτικής δοξασίας των Ιουδαίων.
Κατάφεραν δηλαδή να πείσουν όλο και περισσότερους Εβραίους ότι ο Γιάσουα είχε ως αποστολή του την υπονόμευση. Είχε ως σκοπό  το γκρέμισμα του μονοθεϊσμού και την αντικατάστασή του από ξενόφερτες παγανιστικές… μαγείες.
Αυτά για τον λαό.  Πάνω από όλους όμως, και αυτή ήταν η κυριότερη επιτυχία του κατεστημένου, κατάφεραν να πείσουν τους Ρωμαίους αφέντες της χώρας, ότι ο Γιάσουα ήταν κατά βάση ένας ακόμη ζηλωτής επαναστάτης.
 Ένας επικίνδυνος αντάρτης που αν αφεθεί ελεύθερος να συνεχίσει το ποταπό του έργο τότε κινδυνεύει η πολιτική σταθερότητα της περιοχής. Κινδυνεύει η Ρωμαϊκή επαρχία της  Παλαιστίνης να καταρρεύσει από γενικευμένη λαϊκή επανάσταση.
Η πλήρης αγραμματοσύνη και  η τυφλή θρησκοληψία των μαζών σε συνδυασμό με την  απόλυτη ανάγκη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για την διατήρηση της όποιας ειρήνης στην απομακρυσμένη αυτή επαρχία, είχαν σαν αποτέλεσμα να περάσει τελικά η άποψη των ισχυρών πολέμιων του Γιάσουα.
Ο Ρωμαίος Έπαρχος που ανέκαθεν τηρούσε αυστηρή στάση ουδετερότητας απέναντι στα όποια τοπικά θρησκευτικά ζητήματα,  προβληματίστηκε από το ενδεχόμενο της  πολιτικής υπονόμευσης της εξουσίας του που αντιπροσώπευε ο Γιάσουα και που του πλάσαραν με μαεστρία οι προύχοντες και έτσι ελήφθη η  οριστική απόφαση να συλληφθεί μα πάνω απ`όλα να θανατωθεί ο αιρετικός ραβίνος.
Ο Γιάσουα τα γνώριζε όλα αυτά. Οι γενικές γραμμές της περίπλοκης και ανέντιμης συνομωσίας που εξυφαίνονταν εναντίον του, του είχαν αποκαλυφθεί με μικρές ξεκάθαρες εικόνες εδώ και καιρό. Βδελυρές εικόνες που του έδειχναν την άδοξη κατάληξη της καλοπροαίρετης  προσπάθειάς του για την διαφώτιση των συνανθρώπων του.
Σπασμωδικές εικόνες που τρυπούσαν το μυαλό του σαν βελόνες και  μέσα από τις οποίες είχε δει ξανά και ξανά τον εαυτό του αφημένο στα χέρια του λαού στον οποίο τόσο πίστευε, να δέχεται ταπεινωτικούς προπηλακισμούς και χυδαίες ύβρεις. Είχε δει σαν σε νοσηρό όνειρο ή μάλλον εφιάλτη και  από μακρινή απόσταση το ματωμένο του κορμί   να κρέμεται σαν σφάγιο καρφωμένο επάνω σε έναν τεράστιο ξύλινο Ρωμαϊκό σταυρό.
Είχε πονέσει από τα σκουριασμένα καρφιά που έβλεπε μπηγμένα στους καρπούς του. Είχε δει ξεκάθαρα το οδυνηρό τέλος του και είχε νιώσει τους τύπους των ήλων.  Και επειδή τα είχε δει και αισθανθεί  όλα αυτά, αγωνιούσε. Και αμφέβαλλε. Και μέσα του συνεχώς αναρωτιόταν… <Αξίζει τον κόπο άραγε;>
Πλησιάζοντας τους ήδη μισοκοιμισμένους συντρόφους του ένιωσε ένα γλυκό μούδιασμα και μια  απροσδιόριστη   αμηχανία να γεμίζει το κορμί του.  Ένα πρωτοφανές για εκείνον αίσθημα ζήλιας έκανε την εμφάνισή του βλέποντας τα γαλήνια πρόσωπα τους αλλά αμέσως ο Γιάσουα το κατέπνιξε. Τους αγαπούσε όλους σαν παιδιά του.
Τον νεαρό Ιωάννη με την εφηβική του αφέλεια. Τον δύσπιστο Θωμά που όλα μα όλα τα αμφισβητούσε. Αγαπούσε τον Σίμωνα Πέτρο για την ήρεμή του δύναμη και που όμως ήξερε πως σε λίγες ώρες  θα τον απαρνιόταν.  Αγαπούσε ακόμη και  τον Ιούδα που μέσα του γνώριζε ότι   αυτός ήταν που πρώτος θα τον προδώσει.
Τους αγαπούσε όλους. Έναν προς έναν.
<Που να ήξεραν…> μουρμούρισε χαμηλόφωνα  καθώς χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά του κοιμισμένου Ιωάννη.
<Δάσκαλε δεν κοιμάσαι; Πρέπει να ξεκουραστείς. Αύριο μπαίνουμε στην Ιερουσαλήμ. Ο κόσμος σε περιμένει… Πρέπει να ξεκουραστείς….>
<Σσσσσσς… Κοιμήσου  Ιωάννη μου. Εγώ  πάω να προσευχηθώ. Θέλω να μείνω μόνος μου για λίγο.>
<Δάσκαλε…>
Ο Ιωάννης άλλαξε πλευρό συνεχίζοντας τον ήρεμο ύπνο του καθώς ο Γιάσουα απομακρύνθηκε με γοργά βήματα προς την κοντινή έρημο…
Επί ώρες ο Γιάσουα καθισμένος οκλαδόν στη μέση της ερημικής τοποθεσίας και ατενίζοντας το κιτρινωπό μισοφέγγαρο στον σκοτεινό ουρανό προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να διαλογιστεί. Το κρύο αλλά και η έντονη νευρικότητα που τον τύλιγαν δεν βοηθούσαν.
Μάταια προσπαθούσε να ζεσταθεί κουλουριάζοντας μέσα στον φτιαγμένο από τραχύ καναβάτσο μανδύα του. Και δεν ήταν μόνο το κρύο που τον κυρίευε. Ήταν και ο φόβος… Άσχετα με το τι πίστευαν οι μαθητές του και άσχετα με τις, πολλές φορές ακόμη και σ`αυτόν τον ίδιο, ανεξήγητες ικανότητές του, δεν έπαυε να είναι ένας ακόμη απλός άνθρωπος.
Ένας άνθρωπος με τις ίδιες αδυναμίες και τις ίδιες φοβίες που ένιωθαν όλοι. Ο πανανθρώπινος φόβος του θανάτου που για αυτόν τώρα φάνταζε εγγύς τον έκανε να τρέμει σύγκορμος. Η γνήσια  απορία του για το αν αξίζει τον κόπο να συνεχίσει την προδιαγεγραμμένη πορεία  προς την αυτοθυσία, του δημιουργούσε ένα άγχος που ποτέ δεν είχε ξανανιώσει.
Πάντα πίστευε ότι στο τέλος θα υπήρχε κάποιο αντίκρισμα σε όλα αυτά που πρέσβευε. Ότι θα επικρατούσε τελικά η δικαιοσύνη και ότι ο κόσμος θα ανταποκρινόταν στο κάλεσμά του για αγάπη.  Ότι θα υπήρχε αναγνώριση της θυσίας του. Δικαίωση.
Πίστευε πως ο παράδεισος είναι επί της γης…Και ότι μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την αγάπη.  
Η γνώση όμως ότι όλα αυτά  ήταν τουλάχιστον μάταια και ότι η μοίρα του επιφύλασσε ένα άσχημο τέλος όμοιο με αυτό των κακοποιών και των εγκληματιών, τον συγκλόνιζε συθέμελα.  Τίποτα μάλλον δεν θα άλλαζε. Η ζωή του θα πήγαινε στράφι.
Αναστέναξε. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Τα τσακάλια που ακούγονταν να ουρλιάζουν στο βάθος και τα κρωξίματα των όρνεων που έψαχναν απεγνωσμένα για ψοφίμια τον νανούριζαν. Στο τέλος τον υπνώτισαν. Έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε.
Οι εικόνες που αντίκρισε ήταν πρωτοφανείς ακόμη και για αυτόν. Αυτή την φορά το μέλλον δεν του αποκαλύφθηκε αποσπασματικά και μέσα από στενές χαραμάδες ή στατικές εικόνες αλλά μάλλον μέσα από μια συνεχή και καταιγιστική ροή με αλλεπάλληλα και ταχέως  εναλλασσόμενα σενάρια.
 Ήταν σαν η συνολική ιστορία του μέλλοντος της ανθρωπότητας να ξετυλίγονταν μπροστά του σε χρόνο μηδέν. Το πραγματικά μακρινό μέλλον που για πρώτη φορά του αποκαλύπτονταν  φάνταζε απίθανο.
Φάνταζε μαγικό.
Η όλη εμπειρία ήταν για τον Γιάσουα πρωτόγνωρη και  συνάμα συναρπαστική. Αισθάνθηκε τον εαυτό του να πετάει σαν πουλί επάνω από χώρες και τοπία που ποτέ δεν θα πίστευε ότι υπήρχαν σ`αυτόν τον κόσμο. Χώρες και τοπία που καμία μα καμία σχέση δεν είχαν με τις περιορισμένες γεωγραφικές εναλλαγές που πρόσφερε η μικρή άνυδρη και ασήμαντη Παλαιστίνη και που μόνο αυτές γνώριζε ο Γιάσουα.
Πέταξε επάνω από αχανή καταπράσινα λιβάδια, πυκνές ζούγκλες που ανέδιδαν χρώματα και οσμές, λευκές ατελείωτες οροσειρές, καταγάλανες λίμνες, μεγάλες και επιμελώς καλλιεργημένες εκτάσεις, γάργαρα νερά σε αφρισμένα ποτάμια, αμμώδεις κοραλλένιες παραλίες, χιονισμένα χωριουδάκια και απέραντες τσιμεντένιες μεγαλουπόλεις.  
Είδε τεράστιες σιδερένιες γέφυρες, πελώριες καμινάδες και πανύψηλα γυάλινα κτίρια που οι κορυφές τους άγγιζαν θαρρείς τον ουρανό.
Είδε γυαλιστερά μεταλλικά πουλιά που μέσα τους είχαν χαρούμενους επιβάτες και που ταξίδευαν σε  χώρες μακρινές κατοικημένες από περίεργες φυλές ανθρώπων. Είδε σιδερένια κουτιά με ρόδες που διέσχιζαν με μεγάλη ταχύτητα τεράστιες αποστάσεις.
Είδε ογκώδη πλοία γεμάτα με πλούσια εμπορεύματα.
Είδε σειρές επί σειρών από διαθέσιμα σε όλους τρόφιμα και χαμογελαστά τροφαντά παιδιά να παίζουν και να χαίρονται.
Είδε συγκεντρώσεις χιλιάδων ευτυχισμένων νέων να παραληρούν εκστασιασμένοι στο άκουσμα μιας περίεργης εκκωφαντικής μουσικής.
Είδε μικρά κουτιά που έδειχναν στους ανθρώπους κινούμενες χρωματιστές εικόνες, άκουσε ήχους και θορύβους πρωτόγνωρους και είδε ακόμη και κοντινές καθαρές εικόνες από το μακρινό και άγνωστο διάστημα…
Εδώ είναι ο παράδεισος τελικά… σκέφτηκε. Στη γη!!!
Ο Γιάσουα δεν πίστευε ότι τέτοια πράγματα υπάρχουν ή ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν. Και ξαφνικά κατάλαβε ότι το μέλλον της ανθρωπότητας θα είναι πολύ πιο  σύνθετο απ`ότι νόμιζε και βασισμένο σε μια άγνωστη σειρά αξιών και μια ακόμη πιο άγνωστη προς το παρόν τεχνολογία.
Αυτή η πρόοδος της ανθρωπότητας, σκέφτηκε, δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν επικρατήσει η ισονομία και η δικαιοσύνη την οποία και ευαγγελίζονταν ο ίδιος. Όταν μάλιστα είδε άπειρους τεράστιους ναούς στολισμένους με το έμβλημα του Ρωμαϊκού σταυρού μέσα στους οποίους εκατομμύρια, σε όλες τις άκρες του κόσμου, ευλαβικοί άνθρωποι προσεύχονταν μπροστά σε εικόνες και αγάλματα που απεικόνιζαν τον … ίδιο, λύγισε. Και κατάλαβε. 



Αυτά τα συγκλονιστικά επιτεύγματα, αυτή η λατρευτική δικαίωση του έργου του μάλλον  σημαίνουν ότι ίσως η προσπάθεια του τελικά να  άξιζε τον κόπο. Ίσως το μικρό λιθαράκι που και αυτός θα έβαζε με τη θυσία του… ίσως  να παίζει μακροπρόθεσμα κάποιον σημαντικό ρόλο.
Για αυτό και οι άγνωστες δυνάμεις του αποκαλύπτουν το μέλλον. Για να συνεχίσει. Για να μη λυγίσει.
Ξαφνικά ο Γιάσουα συνειδητοποίησε την ασημαντότητα της σημερινής μιζέριας, την ασημαντότητα των Ρωμαίων, την ασημαντότητα της όποιας εξουσίας, την ασημαντότητα των αρχιερέων και των λοιπών εχθρών του.
Συνειδητοποίησε την αναγκαιότητα της θυσίας του προκειμένου οι άνθρωποι να φτάσουν στην πραγματοποίηση των εικόνων που έβλεπε ζωντανά μπροστά του. Προκειμένου να πετύχουν τον επί γης παράδεισο. Και αναθάρρησε.  Και αποφάσισε να συνεχίσει. Και τότε είδε την άλλη όψη…
Οι εκρήξεις ήταν εκκωφαντικές. Το ίδιο εκκωφαντικοί ήταν και οι κρότοι που τις συνόδευαν και που σκέπαζαν με τη βοή τους την απαίσια εικόνα καταστροφής. Πυκνά σύννεφα σκούρας σκόνης, ψηλές στήλες γκρίζου  καπνού και απέραντες πύρινες  γλώσσες κατακόκκινης φωτιάς απλώνονταν παντού σκεπάζοντας με τον νοσηρό όγκο τους τον ήδη κατάμαυρο και απειλητικό στην όψη ουρανό.
Ο Γιάσουα αυτή τη φορά  δεν πετούσε παρατηρώντας από  ψηλά αλλά  βρήκε τον εαυτό του να συμμετέχει γλιστρώντας,  σαν να … αιωρείται απόκοσμα, μέσα στον απόλυτο ορυμαγδό που κυριαρχούσε παντού.
Οι εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά του ήταν απερίγραπτες. Απερίγραπτες λόγω του πόνου και της οδύνης που περιέγραφαν.
Ούτε στον χειρότερό του εφιάλτη δεν θα μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος της καταστροφής που μπορεί να επιβάλλει άνθρωπος σε συνάνθρωπο του.
Γλίστρησε δίπλα από μάχες σώμα με σώμα μεταξύ ανθρώπων που είχαν το σύμβολο του σταυρού αποτυπωμένο στα στήθη τους.

Είδε σιδερένια πουλιά να βουτάνε πάνω από πόλεις και χωριά ξερνώντας φωτιά και θάνατο επάνω σε τρομαγμένα γυναικόπαιδα που μάταια έτρεχαν να σωθούν.
Πουλιά που στο πλάι τους είχαν ζωγραφισμένο και αυτά τον σταυρό του μαρτυρίου του. Κινήθηκε γλιστρώντας δίπλα από χιλιόμετρα σκαμμένων μέσα στο λασπωμένο χώμα  χαρακωμάτων που μέσα τους εκατοντάδες, ακόμα και  χιλιάδες  εξαθλιωμένοι στρατιώτες, δίπλα από πτώματα συντρόφων τους  και τρέμοντας σύγκορμοι από τον φόβο είχαν …. το όνομά του στα χείλη τους,  περιμένοντας με τη σειρά τους κι`αυτοί έναν οδυνηρό και απαίσιο θάνατο που δεν αργούσε να τους βρει….
Πριν προλάβει να συνέλθει από το απόλυτο στρες που τον κατέλαβε, ο Γιάσουα βρέθηκε να αιωρείται αυτή τη φορά μέσα σε ένα μουντό περιβάλλον κτιριακών εγκαταστάσεων που το περιέβαλλαν από παντού πελώρια συρματοπλέγματα. Χρώμα δεν υπήρχε πουθενά.
Όλα μα όλα ήταν σε μια μονότονη απόχρωση του γκρι. Το πιο χαρακτηριστικό σημείο ήταν οι πανύψηλες καμινάδες που απ` τις οροφές των θλιβερών κτιρίων ξερνούσαν συνεχώς ατελείωτα σύννεφα  μαύρου πυκνού καπνού.
Η μυρωδιά καμένης σάρκας που κυριαρχούσε στον χώρο   έφερε τον Γιάσουα στα πρόθυρα ναυτίας.



Τα μάτια του δάκρυσαν. Τα πόδια του λύγισαν.
Και τότε τους είδε. Ατέλειωτες  φάλαγγες κατάκοπων, ρημαγμένων ανθρώπων, μεταξύ τους και παιδιά, που τυλιγμένοι σε άθλια και βρώμικα κουρέλια κατευθύνονταν σιωπηλά προς τις πόρτες των κτιρίων.  
Στα πρόσωπά τους ήταν αποτυπωμένη η ταπείνωση…η πλήρης παράδοση. Και στα καταξεσκισμένα ρούχα όλων τους δέσποζε περήφανο και κατακίτρινο το … άστρο του Δαυίδ. Το σύμβολο του Ισραήλ. Ο Γιάσουα έκλαψε γοερά.
Αυτή λοιπόν είναι η κατάληξη του λαού μου; Αυτός είναι ο περιούσιος λαός; σκέφτηκε….
<Όλα αυτά στο όνομά μου; Τόσος θάνατος… τόση θλίψη… εξαιτίας μου;> Αυτή τη φορά φώναξε δυνατά κοιτάζοντας προς τον ουρανό σαν να περίμενε απάντηση.
<Για αυτό το τέλος θυσιάζομαι; Για αυτή τη ματαιότητα;>
Το κορμί του τον πρόδωσε και ο Γιάσουα σωριάστηκε στο έδαφος.
Όταν επιτέλους άνοιξε τα μάτια του το τοπίο που  αντίκρισε ήταν μαγευτικό. Η ψυχή του γαλήνεψε.
Απ`άκρη σε άκρη και ως εκεί που μπορούσε να δει, ένα ατελείωτο καταπράσινο λιβάδι  σπαρμένο  παντού με πανέμορφα χρωματιστά λουλούδια… Ένα χάρμα οφθαλμών.
Η άνοιξη όπως θα έπρεπε να είναι. Και σαν κερασάκι στη τούρτα …  χαρούμενες παιδικές φωνές και γέλια ακούγονταν από παντού. Ένα πανέμορφο αγοράκι με καταγάλανα τεράστια μάτια τον πλησίασε από το πουθενά. 



Το χαμόγελό του έκανε τον Γιάσουα να αναριγήσει. Χαμογέλασε.
<Πως σε λένε αγόρι μου;>
<Μη στενοχωριέσαι Κύριε… Εμείς σε αγαπάμε.>
Η φωνή του μικρού παιδιού αντήχησε στα αφτιά του Γιάσουα σαν χαρμόσυνη μουσική. Ο Γιάσουα ξεθάρρεψε. Το γελαστό προσωπάκι του παιδιού ήταν αρκετό για να αποφασίσει εδώ και τώρα, μια για πάντα, ότι η όποια θυσία εκ μέρους του αξίζει τελικά  τον κόπο.
Το μέλλον ανήκει στα παιδιά σκέφτηκε.
Αυτά θα φτιάξουν τον παράδεισο. Για αυτά τα παιδιά και μόνο θα συνεχίσω.
Οι εικόνες πολέμου που μέχρι λίγο πριν τον είχαν τσακίσει ολάκερο, με μιας εξαφανίσθηκαν από το μυαλό του.
Τη θέση τους πήρε το χαμόγελο του μικρού παιδιού και οι φωνές των άλλων παιδιών που του φώναζαν για να συνεχίσει το παιχνίδι μαζί τους.
<Αδόλφε έλα να συνεχίσουμε… έλα γρήγορα … Αδόλφε…>…
Πριν προλάβει να το χαιρετίσει ο Γιάσουα, το μικρό αγόρι έφυγε τρέχοντας χαρούμενα προς τη συντροφιά του.
Και ο Γιάσουα γεμάτος ζεστασιά, αποφάσισε οριστικά. Θα συνέχιζε την πορεία του προς τον θάνατο.
Η θυσία του άξιζε πραγματικά τον κόπο.
Υπήρχε  τελικά ελπίδα στον κόσμο.
Ο μικρός Αδόλφος με τα καταγάλανα ματάκια του του έδειχνε τον δρόμο του παραδείσου.
Του έδειχνε το μέλλον…

Strange Attractor
(Δημοσιεύτηκε το 2008 στο περιοδικό STRANGE, με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μάριος Αντύπας).

1 σχόλιο: