26.11.18

It’s the security stupid…


Η ενίσχυση της άκρας δεξιάς είναι εμφανής σχεδόν παντού εκτός από την Ελλάδα. Οι Έλληνες είναι ακροδεξιοί μέσα τους αλλά ψηφίζουν αριστερά. Εν πάση περιπτώσει, όπου παρατηρείται ενίσχυση της άκρας δεξιάς, συντρέχουν, συνοπτικά, τρεις αιτίες.





Η πρώτη είναι η συνειδητοποίηση της διχοτομίας μεταξύ κέντρου και περιφέρειας: όσο μακρύτερα ζουν οι πληθυσμοί από το κέντρο ― τη μεγαλούπολη, την πρωτεύουσα ή τη μητρόπολη ― τόσο πιο επιρρεπείς είναι στα μικροαστικά κινήματα που συνδυάζουν εθνικισμό και επαρχιωτισμό· που εκδηλώνουν δυσαρέσκεια για τις ελίτ και για τον τρόπο ζωής του άστεως.
Οι λαϊκιστές της δεξιάς (και της αριστεράς) επενδύουν στους «επαρχιώτες» που ― κι εδώ έγκειται μια μεγάλη αποτυχία των ανεπτυγμένων χωρών ― διαμαρτύρονται για τις ελλιπείς υποδομές και για τον ναρκισσισμό της κεντρικής εξουσίας…


Η ανεπτυγμένη δημοκρατία δεν φαίνεται να αίρει την παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ πόλης και χωριού: στην πραγματικότητα, η λύση παραμένει η συσπείρωση των χωριών, η ενοποίησή τους σε μεσαίες πόλεις ― ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα και οι νοοτροπίες, ισχύει ακόμα η σχέση μεταξύ κρατικής αμέλειας και απόστασης από το κέντρο. Κι αυτό παρότι στις περισσότερες χώρες η τοπική αυτοδιοίκηση παίζει ευρύτερο ρόλο από ό,τι στο παρελθόν.
Η δεύτερη αιτία, που συνδέεται με την πρώτη, είναι, φυσικά, η οικονομία. Με την ωρίμανση του συστήματος της ελεύθερης ή ημι-ελεύθερης αγοράς έχει δημιουργηθεί μια τεράστια glamour zone στην οποία οι περισσότεροι πολίτες δεν μπορούν να συμμετέχουν.
Δεν πρόκειται ακριβώς για την πλουτοκρατία και τη συγκέντρωση πλούτου του 1% όπως στις ΗΠΑ: πρόκειται όμως για καταναλωτικές και τουριστικές εστίες μεγάλης αίγλης που προκαλούν το αίσθημα του αποκλεισμού.
Ένα τμήμα του πληθυσμού κοιτάζει τη βιτρίνα μέσα στη παγωνιά: δεν είναι «οι ξεχασμένοι» όπως ισχυρίζονται ― η παιδεία, η δημόσια διοίκηση, οι υπηρεσίες βρίσκονται παντού· συχνά όμως δεν έχουν το επιθυμητό επίπεδο.



Ο λόγος που στρέφονται στη λαϊκή δεξιά και όχι στην άκρα αριστερά είναι η τρίτη αιτία της ενίσχυσής της και η πιο κραυγαλέα: η διεκδίκηση της ασφάλειας.
Οι προδιαγραφές και οι απαιτήσεις της ασφάλειας είναι διαφορετικές ανάμεσα σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Γαλλία. Ακόμα κι αν οι ρίζες της ανασφάλειας διαφέρουν, το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο: οι άνθρωποι, έχοντας απογοητευτεί από την τσαπατσουλιά, την εθελοτυφλία και τη χαλαρότητα της αριστεράς, επιλέγουν τη δεξιά η οποία, εκ φύσεως, τους υπόσχεται προστασία αυτής της πρωταρχικής πολιτικής ελευθερίας.
Ο Τζαΐρ Μπολσονάρου εξελέγη, εν πολλοίς, επειδή στη Βραζιλία σημειώνονται 62.000 φόνοι ετησίως.
Η Μαρίν Λεπέν γνωρίζει σταθερή επιτυχία επειδή, εκτός του ότι κολακεύει τη γαλλική επαρχία(με εκφράσεις όπως «ο λαός», «οι φτωχοί» κτλ), κατανοεί τον αντίκτυπο του εξισλαμισμού ο οποίος αποτελεί μορφή εκφοβισμού και βίας.
Η ασφάλεια δεν είναι μια μικροαστική έμμονη ιδέα, ούτε εκδήλωση εθνικισμού: είναι η βάση όλων των ελευθεριών.
Η δημοκρατία αρχίζει με τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και του κράτους δικαίου.
Μετά από δεκαετίες by default σοσιαλδημοκρατίας και ερωτοτροπίας με ποικίλες μορφές παραβατικότητας, η πολιτική και θρησκευτική βία έχει νομιμοποιηθεί: η εγκληματικότητα (εκτός από τις δολοφονίες) εκρήγνυται και σε πλείστες περιπτώσεις αποτελεί συγκοινωνούντα δοχεία με τον μαχητικό ισλαμισμό. Ο αντισημιτισμός εντείνεται σε όλες τις δυτικές χώρες, ενώ, μετά από λίγα χρόνια σχετικής ηρεμίας, αυξάνονται τα εγκλήματα μίσους κατά των γυναικών και των ομοφυλοφίλων. Παραλλήλως, ο βανδαλισμός, η καταστροφή δημόσιας περιουσίας, οι λεηλασίες ―όλες οι μορφές βίας που προκύπτουν από τα προαναφερθέντα ― έχουν αυξηθεί, όπως είχε συμβεί στις ΗΠΑ μέχρι την εφαρμογή της πολιτικής «Ανοχή Μηδέν», η οποία, δεδομένου του ιδιαίτερου αμερικανικού χαρακτήρα, της έμμονης ιδέας του Νόμου και της Τάξης, κατέληξε σε αστυνομικό κράτος.
Θέλω να πω ότι το αμερικανικό παράδειγμα, αν και είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην Ευρώπη. Και αποτελεί, per se, μια μακρά συζήτηση.
Οι δυνάμεις της τάξεως στις ευρωπαϊκές χώρες φοβούνται τόσο τους παραβάτες όσο και το κράτος δικαίου: συχνά οι αστυνομικοί βρίσκονται άσχημα μπλεγμένοι για υπερβάλλοντα ζήλο, αν και συνήθως δεν δείχνουν καθόλου ζήλο εφόσον τους λείπουν τα μέσα και τα κίνητρα.
Οι περιορισμοί, τα λαϊκά κινήματα και η βαριά σκιά της δικαιοσύνης, μαζί με τη γραφειοκρατία και την υπερβολικά πληθώρα των νόμων και των κανονισμών καθιστά δυσκίνητες τις υπηρεσίες ασφαλείας.
Πολλοί Ευρωπαίοι παθαίνουν αλλεργία στη θέα της αστυνομίας και επιμένουν στην παρανοειδή ιδέα ότι υπεραστυνομεύονται: την ίδια στιγμή, απαιτούν ασφάλεια για τον εαυτό τους και ελευθερία πάλι για τον εαυτό τους ― δεν λαμβάνουν υπόψη ότι η δική τους ασφάλεια, όπως την αντιλαμβάνονται, μπορεί να εγείρει κίνδυνο για τους άλλους κι ότι η δική τους ελευθερία έχει όριο την ελευθερία των άλλων. Το απλό μάθημα δεν γίνει ακόμα κτήμα και, περιέργως, αποτελεί ζήτημα διαμάχης.
Η αρχή για την ασφάλεια, η οποία, επειδή λείπει, ευνοεί όσους πολιτικούς την επικαλούνται, είναι οι ίδιες οι νοοτροπίες. Δηλαδή, είναι απαραίτητο να συμφωνήσουμε στη σπουδαιότητά της τόσο ως ατομικό δικαίωμα όσο και ως οργάνωση στο εσωτερικό του κράτους.
Οι πολίτες φοβούνται για τη σωματική τους ακεραιότητα και για τις περιουσίες τους: φοβούνται τους μπαχαλάκηδες, τους ακροαριστερούς, το κοινωνικό περιθώριο (παράτυπους μετανάστες, ναρκομανείς κτλ). Δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει· η ανασφάλεια είναι αληθινή εφόσον την αισθάνονται. Άρα, κάτι πρέπει να γίνει βάσει των νόμων: προληπτική δράση, κατασταλτική δράση, απόδοση ευθυνών, παραδειγματικές ποινές, επανένταξη.
Η καθυστέρηση αυτής της μεταρρύθμισης στοιχίζει πολύ ακριβά: οι πολίτες γίνονται όλο και πιο συντηρητικοί, βασανίζονται από όλο και περισσότερους φόβους και εκδηλώνουν όλο και πιο επιθετικά αισθήματα μισανθρωπισμού.
Στο μεταξύ, καινούργιοι πολίτες διαπαιδαγωγούνται ως πολίτες σε περιβάλλον ανομίας, ασχήμιας και απουσίας ορίων. Και είναι ικανοί για όλα.

Σώτη Τριανταφύλλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου