1.1.13

Γέρε χρόνε, φύγε τώρα…


Τούτες τις ημέρες, όσο κι αν ο κόσμος επιμένει να ασχολείται με το μέλλον, εμένα, για έναν περίεργο λόγο, με στοιχειώνει το παρελθόν.
Ίσως γιατί δε μ’ αφήνει αυτή η γλυκιά μελαγχολία που πάντα επιστρέφει την εποχή των Χριστουγέννων.


Γλυκιά, σαν το μελομακάρονο, που σου γδέρνει απαλά τον ουρανίσκο.
Τη βλέπεις, φωλιάζει εκεί, κάτω από το στολισμένο δέντρο, καθώς αναβοσβήνει παρέα με τα πολύχρωμα φωτάκια, ενώ πέφτει το σκοτάδι και τα μάτια μας τρεμοπαίζουν πριν να κλείσουν.
Κουρνιάζει μέσα στις κάλτσες, στα κουτιά με τα δώρα.
Και κυρίως, τη βλέπεις, διάχυτη, στον ενθουσιασμό των παιδιών για το καθετί παραμικρό, ψεύτικο κι αληθινό των Χριστουγέννων...

Είναι τότε που χαίρεσαι κι εσύ με τα παιχνίδια, τις σκανταλιές, την προσμονή του Αϊ Βασίλη, την αγωνία της έλευσης του νέου χρόνου. 
Είναι τότε που συνειδητοποιείς ότι, όσο κι αν το προσπαθείς, έπαψες να είσαι παιδί. Ότι η παιδικότητά σου λιγοστεύει ολοένα, καθώς τα χρόνια πέφτουν πίσω σου σαν νιφάδες.
Και σου δημιουργείται μια κάποια νοσταλγία για εκείνα τα αμέριμνα, αθώα χρόνια. Συγκρούεται μέσα σου η φαντασία με τη λογική, το παραμύθι με την αλήθεια, οι ευχές με τις διαπιστώσεις, ο κόσμος των παιδιών με τον κόσμο των μεγάλων.
Γι’ αυτό είναι και η μελαγχολία σου γλυκιά. Γιατί έχει μια κάποια ωριμότητα αυτό το συναίσθημα, είναι πόνος συνειδητοποιημένος, που τον επεξεργάζεσαι κάθε πρωτοχρονιά.
Κι ύστερα, είναι κι αυτοί οι συνειρμοί που κάθε φορά έρχονται για να σου αναστατώσουν το θυμικό. Όσο κι αν η ζωή σου προχωρά, όσο κι αν καταχώνιασες τα παλιά αντικείμενα στα ξεχασμένα υπόγεια, αυτά θα βρίσκουν πάντα τον τρόπο, τις αναπάντεχες αφορμές για να εμφανιστούν μπροστά σου και πάλι.
Λες και ξαφνικά ζωντανεύουν και εισβάλλουν στον κόσμο των ανθρώπων.
Θα τα βρεις μέσα στις σκονισμένες σακούλες με τα κιτρινισμένα μαθητικά σου τετράδια, στα σκουριασμένα σου τρίγωνα, σ’ εκείνο το μουσικό κουτί που ακόμα επιμένει να παίζει όταν το ανοίξεις, με τη μελωδία του να σου ανακατεύει την ψυχή, καθώς βλέπεις για λίγο πάλι μέσα από την παιδική σου τη ματιά.
Είναι όλα εκεί, ανάμεσα στις ξεθωριασμένες οικογενειακές φωτογραφίες, πλάι σε στιγμές που αποτυπώθηκαν για μια απόλυτα μοναδική φορά στο χρόνο, με φόντο σαλόνια και κουζίνες που στην πορεία άλλαξαν, γκρεμίστηκαν και ξαναχτίστηκαν από την αρχή.
Και είναι λες και τα πρόσωπα στις φωτογραφίες μιλάνε στ’ αλήθεια, να, όρκο θα ’παιρνες ότι πριν λίγο άκουσες μερικά διάσκορπα γέλια και κλάματα μαζί, ένιωσες αγκαλιές και πανηγύρια και λόγια ζεστά, γεμάτα αγάπη και ευχές και χρόνων καλωσορίσματα.
Και έχεις μείνει καθισμένος στο πάτωμα οκλαδόν, με παρέα εκείνον τον κόμπο στο λαιμό και το στομάχι, εκείνον που κάποτε θα τον άφηνες να γίνει αναφιλητό αλλά τώρα τον πνίγεις, τον συμπιέζεις γιατί μεγάλωσες και ωρίμασες και αυτά τα περίεργα συναισθήματα πρέπει να τα ελέγχεις.
Και πετάγεσαι απότομα προς το παράθυρο για να δεις ξανά εκείνο το αφράτο χιόνι στρωμένο έξω από το σπίτι των πρώτων σου αναστεναγμών κι ονείρων.
Και θες να πας να κυληθείς πάνω του, να γράψεις με το σώμα σου ότι τελικά δεν είναι όλα ψέμα, ότι το χιόνι δεν λιώνει, ότι οι ευχές μας όλες γίνονται δώρα που τα φέρνει ακόμα εκείνος ο παππούλης που είναι ντυμένος στα κόκκινα και μπαίνει από την καμινάδα την ώρα που κοιμόμαστε και είμαστε όλοι αγκαλιά και ποτέ δεν θα λιγοστέψουμε και δεν θα λείπουν πρόσωπα από τις φωτογραφίες και ότι τα κάλαντα δεν θα γίνουν κλάματα και δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ και θα είμαστε όλοι έτσι για πάντα μαζί σαν ένα δέντρο στολισμένο που η καρδιά του αναβοσβήνει.
Έλα, σήκω.
Μην κάνεις σαν παιδί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου