3.3.13

Στο μπαρμπέρικο…


Ζώντας στη Θεσσαλονίκη, ανακαλύπτεις τα καλά κρυμμένα μυστικά της, που ασφαλώς και είναι πολύ περισσότερα και πολύ πιο περίπλοκα από αυτή την ανόητη και απλουστευτική καραμέλα που εμείς οι Νότιοι χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την πόλη ως... ερωτική [sic].


Αρχίζεις και νιώθεις ότι ανήκεις σε μια πόλη, όταν πλέον έχεις ανακαλύψει το καφέ που μπορείς να «χαθείς» για κάνα δίωρο μόνος σου διαβάζοντας την εφημερίδα σου και όταν πλέον έχεις επιλέξει το μπαρμπέρικό σου.
Χρόνια έψαχνα να βρω ένα παραδοσιακό μπαρμπέρικο που να μου θυμίζει αυτό του θείου μου του Αντώνη στα Περιβόλια Χανίων, εκεί στη στροφή πριν από την πλατεία στο Καστροχώρι.
Με την παλιά άνετη καρέκλα, αυτή που έβαζαν μια σανίδα για εμάς τους μικρούς για να μας φτάνει το ψαλίδι του θείου, που να μυρίζει after shave και αγγλική κρέμα ξυρίσματος, και να αντηχεί το ψαλίδι σαν αυτός που το κρατά να επικοινωνεί μαζί σου δίχως να σου μιλά.


Το βρήκα! Στα στενά πίσω από την πλατεία Αριστοτέλους.
Με τις παλιές πολυθρόνες, τις φαλτσέτες και τα ψαλίδια αραδιασμένα πάνω στους πάγκους, τη χαλαρή αλλά τόσο διαφορετική ατμόσφαιρα από αυτή των κομμωτηρίων, με το ραδιόφωνο να παίζει ωραία μουσική, προσωπικά θα προτιμούσα η βελόνα να είναι κολλημένη στο Τρίτο Πρόγραμμα, αλλά και τα ρεμπέτικα θαυμάσια είναι, και με εξαιρετικούς ιδιοκτήτες με πραγματικό μεράκι για την τέχνη τους. 
Έτσι κι εγώ τις προάλλες, σε μια «δύσκολη» μέρα, προτίμησα να χαθώ στα αρώματα της λεβάντας και στο «κελάηδισμα» του ψαλιδιού.
Μπήκα, άνοιξα την εφημερίδα μου, άκουγα τις ήρεμες συζητήσεις των θαμώνων, που ξεκινούν πάντα από το σήμερα και καταλήγουν στο πώς ήταν η Θεσσαλονίκη το ’50 και το ’60 και είχα αρχίσει να ξεχνιέμαι. 
Μέχρι την ώρα που μπήκε μέσα ο... Νεοέλληνας!
Γιατί, αφού χαιρέτησε με στεντόρεια φωνή του τύπου «δεν αντιλαμβάνομαι τι σημαίνει ιδιωτικός χώρος, ουρλιάζω ως κύμβαλο αλαλάζον», στη συνέχεια μας πληροφόρησε όλους για το ότι στη Βασιλίτσα είχε χιόνι στην πίστα, δίχως να τον ρωτήσει κανείς, για το τι έκανε την προηγουμένη νύχτα που άνοιξε δύο μπουκάλια ουίσκι με την παρέα του, δίχως ξανά να τον ρωτήσει κάνεις, για το ότι η κατάσταση είναι χάλια, ναι, ξανά δίχως να τον ρωτήσει κάνεις κ.ά. 
Στη συνέχεια άρχισε να διαβάζει εφημερίδα φωναχτά!
Ξαφνικά σταμάτησε, κατηγόρησε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους ως κηφήνες -αυτό τελευταίως «φοριέται» πολύ σε «προχωρημένους» κύκλους του Κολωνακίου και της Καρόλου Ντιλ στη Θεσσαλονίκη, που ξεκινούν την ημέρα τους στις 11 με τον πρώτο καφέ και συνεχίζουν μέχρι το βράδυ ακάθεκτοι «προσφέροντας» στο ΑΕΠ της χώρας υψηλή κατανάλωση σε καφέ, αλκοόλ και πούρα- και στο τέλος θέλησε να μας αναλύσει και την κατάσταση των πανεπιστημίων στην Ελλάδα.
Με υπερβολική δόση ειρωνείας, λες και κάποτε του αρνήθηκαν έδρα, είπε ότι είναι στην ίδια κλάση με το Χάρβαρντ και προς έκπληξη όλων μας άρχισε να γελά μόνος του, ευχαριστημένος προφανώς με την παρομοίωση που έκανε. 
Δεν κρατήθηκα.
Γύρισα και τον ρώτησα με τι ασχολείται.
Ο… σκιέρ με την «έντονη κοινωνική ζωή» και την επί παντός επιστητού γνώση ήταν, κατά δήλωσή του, κληρονόμος!
Τον ρώτησα αν έχει σπουδάσει ή αν έχει κάποια επαφή με το πανεπιστήμιο γενικότερα.
Μου απάντησε ενοχλημένος ότι ενημερώνεται από την τηλεόραση!
Μου ήρθε στο μυαλό η φράση του Πλάτωνα «σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον», σκέφτηκα ότι μια κοινωνία που απαξιώνει με περισσό ανορθολογισμό κεντρικούς πυλώνες της οντολογικής της συγκρότησης όπως η Παιδεία ή η Δικαιοσύνη δεν έχει ουσιαστικές ελπίδες ανάκαμψης και για άλλη μια φορά κατανόησα ότι η πρόκληση για το πολιτικό σύστημα είναι να επανενώσει τους Ελληνες για τα δύσκολα που βρίσκονται εμπρός μας.

Σπύρος Λίτσας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου