14.11.13

Μια Ζωή Σικέ (26)



Σ`όλη μου τη ζωή δεν μπόρεσα ποτέ να κρατήσω δεσμό για ένα μήνα.
Κάτι πάντα συνέβαινε και χώριζα, ή καλύτερα μάλωνα συνήθως πάνω στη βδομάδα. Ίσως να φταίει και η πάγια θέση που έχω απέναντι στις γυναίκες.
Ότι είναι ηλίθιες κότες.



Σίγουρα κάνω λάθος, και όπως πάντα είμαι υπερβολικός.
Όμως κατά κακή μου σύμπτωση δεν έτυχε ποτέ να γνωρίσω κοπέλα που να μην εμπίπτει στον χαρακτηρισμό αυτό.
Βέβαια στα μέρη που συχνάζω και στα καταγώγια που κυκλοφορώ, αυτονόητο είναι ότι δεν θα βρω σωστή γυναίκα.
Μόνο τσούλες που το παίζουν βάμπ.
Ντύσιμο κυριλέ και ψυχή κατινέ.




Όλα τα καλά κορίτσια τα κλείνουν οι μάγκες από μικρά.
Τα πετυχαίνουν δηλαδή στα δεκαεπτά τους, και τα αρραβωνιάζονται.
Και μένω εγώ με τα «αδέσποτα σκυλιά», τα διαθέσιμα.
Άλλωστε και τα σκυλάκια ράτσας είναι κλεισμένα στα σπίτια τους.
Οι κόπροι μόνο κυκλοφορούν αδέσποτοι, στη διάθεση του μπόγια.
Εκτός κι`αν πέσει κανείς στη λεγόμενη μεταβατική περίοδο.
Όταν δηλαδή μια σωστή κοπελιά χωρίσει απρόσμενα με τον δικό της, και βρεθεί ο έτσι στο δρόμο της. Τρεχαγυρευόπουλος.
Κάτι που απαιτεί χρόνο και προσπάθεια, εκτός από τύχη βουνό.
Γι`αυτό λοιπόν είμαι καταδικασμένος να γνωρίζω κενές γυναίκες, και να μη στεριώνουν οι δεσμοί μου.
Για να δικαιολογήσω μάλιστα τον εαυτό μου απέναντι σ`αυτούς που βρήκαν ήδη τον σύντροφο της ζωής τους, έβγαλα και θεωρίες που συνήθως ακούγονται και πιστευτές. Ότι δηλαδή οι εργένηδες είναι ωραίοι σαν τους κυνηγούς, ότι μπορεί να πεινάνε τις εικοσιεννιά μέρες αλλά τη τριακοστή θα φάνε φασιανό, και πάει λέγοντας.
(Άσχετα αν οι περισσότεροι κυνηγοί δεν χτυπούν ούτε σπουργίτι.)
Ενώ οι παντρεμένοι είναι σαν τους γεωργούς, ναί μεν δεν πεινάνε ποτέ, αλλά τρώνε πάντα τα ίδια σκατά, μπιζέλια ή ρεβύθια. Κόλαση δηλαδή.
Ότι οι κυνηγοί είναι ελεύθεροι να κυκλοφορήσουν όπου θέλουν χωρίς κανένα περιορισμό, όπου υπάρχουν πουλιά πάνε.
Μόνο το όπλο τους έχουν να κουβαλήσουν.
Οι αγρότες όμως είναι αιώνια δεμένοι με το συγκεκριμένο κομμάτι γης που καλλιεργούν.
Αμετακίνητοι και σιδηροδέσμιοι. Σκλάβοι της μιζέριας τους.
Ωραία θεωρία που ακούγεται ωραιότερη όταν τη λέω σε κανένα μπαρ με μισοσκόταδο και ντάμπα ντούμπα, και με ακούνε φίλοι παντρεμένοι, αγανακτισμένοι, και κυρίως μεθυσμένοι.
Τους κάνω να βρίζουν την ώρα που αποφάσισαν να παντρευτούν, ή όπως τους λέω εγώ να συμβιβαστούν.
Βέβαια μετά το μπαρ και τα χαχανητά αυτοί πηγαίνουν σπιτάκι τους όπου τους περιμένει η γυναίκα τους, ο σύντροφος της ζωής τους.
Ενώ εγώ παίρνω σβάρνα τις στάσεις των λεωφορείων μήπως και βρω καμιά ξεχασμένη και ξεγελάσω τον εαυτό μου ότι δήθεν ζω, και ότι δήθεν είμαι ελεύθερος και μάγκας.
Τρίχες μπλέ δηλαδή.
Και πάω σπίτι μόνος, όπως ξεκίνησα, και βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τον φτύνω.
Θεωρίες σικέ για μια ζωή που είναι, αλλά που δεν θα έπρεπε να είναι σικέ…

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου