23.9.19

Ζωή και κότα οι ... "πρόσφυγες πολέμου"!


Ένας συνάδελφός μου και φίλος, με τον οποίο συνυπηρέτησα σε κάποιο σχολείο, βγήκε στη σύνταξη, γύρω στα 60 του, αλλά επειδή ... σύνταξη δεν έβλεπε, γιατί, ως συνήθως, του την καθυστερούσαν, αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης και γι’ αυτό έπιασε δουλειά σε ξενοδοχείο της Αθήνας, σε έναν φίλο του, στη ρεσεψιόν.




Μία μέρα λοιπόν, ήρθαν από μία ΜΚΟ και ζήτησαν την ενοικίαση δύο ορόφων του ξενοδοχείου για πρόσφυγες. (Βλέπε λαθρομετανάστες). Επειδή ο ξενοδόχος είχε οικονομική ανάγκη, δέχτηκε…


Στους όρους της ενοικίασης ήταν και η παροχή φαγητού, πρωί – μεσημέρι – βράδυ.
Ήρθαν λοιπόν οι «πρόσφυγες», όλοι νεαροί, από διάφορα μέρη της Ασίας και της Αφρικής, και εγκαταστάθηκαν στο ξενοδοχείο. Η μόνη τους υποχρέωση ήταν να τρώνε, να κοιμούνται, και να κάνουν βόλτες στην πόλη... διακοπές δηλαδή.
Ο συνάδελφός μου, λοιπόν, εκτός από τη ρεσεψιόν, ανέλαβε και καθήκοντα σερβιτόρου στους «πρόσφυγες», μια και έπεσε πολλή δουλειά και χρειαζόταν να βοηθάει κι αυτός.
Συχνά με έπαιρνε τηλέφωνο αγανακτισμένος: «Εγώ που εργάστηκα μια ζωή, να μην μπορώ να ζήσω, γιατί δεν μου δίνουν σύνταξη, και να έχω γίνει τώρα σερβιτόρος των λαθρομεταναστών! Γιατί δεν μου δίνει κι εμένα το κράτος δωρεάν δωμάτιο και φαγητό, αλλά πρέπει να δουλεύω και συνταξιούχος;
Καμιά ΜΚΟ δεν υπάρχει και για μας, να μας βάζει δωρεάν σε ξενοδοχεία, με τρία γεύματα την ημέρα; Και ξέρεις τι φαγητά πετάμε καθημερινά στα σκουπίδια γιατί δεν τα τρώνε;
Εγώ ο ίδιος τα μαζεύω και τα πετάω. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους ταϊζουμε πλούσια, με πολύ ωραία φαγητά, κι αυτοί τρώνε μια μπουκιά και το υπόλοιπο το αφήνουν. Ανοίγουν τις πορτοκαλάδες, πίνουν μια γουλιά, και το υπόλοιπο το πετάνε.
Το κάνουν επίτηδες. Ανοίγουν τα αναψυκτικά χωρίς να θέλουν να πιουν. Έτσι, για την πλάκα τους. Είναι χορτασμένοι. 
Έχουν χορτάσει απ’ το πρωινό, που είναι πλούσιο, παίρνουν και στα δωμάτιά τους φρούτα και διάφορα άλλα, και μετά δεν πεινάνε, αλλά εμείς πρέπει να τους σερβίρουμε και μεσημεριανό και βραδυνό.
Ξέρεις τι κάνω; Επειδή λυπάμαι να πετάω τόσο φαγητό και τόσα ψωμιά, διαλέγω τα καθαρά, τα βάζω σε σακούλες, και τα αφήνω λίγο πιο κάτω απ’ το ξενοδοχείο και έρχονται φτωχοί και τα παίρνουν! Κατάλαβες;»
Πώς δεν κατάλαβα... (Τα έχουμε ξανακούσει αυτά, αλλά άλλο να στα λέει ο ίδιος που τα βλέπει...).

Μπέτη Μπιζά
(Κλεμμένο από το Facebook)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου