14.7.13

Τις πταίει;



Αργά ή γρήγορα θα φτάναμε στο ζήτημα των ιστορικών ευθυνών των ελληνικών κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης για τη χρεοκοπία.
Ποιος φταίει δηλαδή για το δράμα της χώρας;
Δυστυχώς, μέχρι σήμερα ο διάλογος επιδεικνύει περισσότερο χαρακτήρα κομματικού πατριωτισμού και παραταξιακής πόλωσης παρά προσφέρει ουσιαστικά οφέλη.
Ποιες λοιπόν κυβερνήσεις ευθύνονται περισσότερο για την κατάσταση στην οποία περιέπεσε η Ελλάδα;




Κατ’ αρχάς, ας αποδεχθούμε πως δεν υπάρχει μονοπώλιο στην ευθύνη της καταστροφής.
Δεν θα μπορούσε να υπάρχει.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρήσει πως θα αρκούσε από μόνη της μια κυβέρνηση για να ρίξει το καράβι στα βράχια.
Εξάλλου, παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης παρουσιάζουν αρκετές κοινές σταθερές…



Ο αυταρχικός κρατισμός, οι κομματικές πελατειακές πρακτικές και οι ανήθικες και άνομες συμπεριφορές στις οποίες ενεπλάκησαν πολιτικές, συνδικαλιστικές και επιχειρηματικές ελίτ χαρακτήρισαν τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να αντιληφθούμε πως δεν απέτυχε απλώς μια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ή μια άλλη της Ν.Δ., αλλά μια «φιλοσοφία» διακυβέρνησης που εμπεριείχε μεγάλο κράτος, πολλές συντεχνιακές ρυθμίσεις και εκτεταμένη νοοτροπία τακτοποίησης των «δικών μας παιδιών».
Δυστυχώς, φοβάμαι πως αρκετοί σήμερα, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση, δεν λένε να το εμπεδώσουν αυτό.
Παρ’ όλα αυτά, τα παραπάνω δεν απαντούν στο «καυτό» για πολλούς ερώτημα: αν κάποια κυβέρνηση έπρεπε να πάρει το χρυσό μετάλλιο της ευθύνης για τη χρεοκοπία, ποια θα ήταν αυτή;
Στη δική μου συνείδηση δύο πρωθυπουργίες διεκδικούν αυτό το μετάλλιο με ίσους όρους: αυτή του Ανδ. Παπανδρέου των ετών 1981-1989 και εκείνη του Κ. Καραμανλή των ετών 2004-2009.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι βασικοί αριθμοί επιβεβαιώνουν όχι μόνο έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό αλλά και μια ευρύτερη αποτυχία ορθολογικής διαχείρισης της οικονομίας.
Επιπλέον, η διακυβέρνηση ταυτίστηκε με συνδικαλιστικά ή τοπικά συμφέροντα που μετέτρεψαν το κράτος σε αποικία των ομάδων με ισχυρή πρόσβαση στην πολιτική εξουσία.
Εντέλει, ο ορθολογισμός εγκαταλείφθηκε προς χάριν της κατάκτησης και της παραμονής στην εξουσία. Αυτό που από πολλούς ονομάστηκε ρεαλισμός, εγώ θα το αποκαλούσα μακιαβελισμό.
Υπάρχουν, βεβαίως, ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων: η οικονομική πολιτική Παπανδρέου του 1981 είχε ως αφετηρία μια λογική αλλαγής υποδείγματος στην οικονομία με στόχο την ανάπτυξη και την ανακατανομή.
Το κράτος, που θα έπρεπε να προκαλέσει άμεση (επενδύσεις) ή έμμεση (αύξηση μισθών) ζήτηση στην οικονομία, αντιμετωπιζόταν ως ο κύριος μοχλός της ανάπτυξης. Η ζήτηση αυτή θα τόνωνε την αγορά και θα συνέβαλλε, υποτίθεται, σε παραγωγικές επενδύσεις και θέσεις εργασίας.
Όλα αυτά αποδείχτηκαν όνειρα θερινής νυκτός βεβαίως, γιατί η οικονομία λειτουργεί πιο σύνθετα απ’ ό,τι οι σχεδιασμοί πολλές φορές αναμένουν (για παράδειγμα, οι Έλληνες μόλις έπιασαν λεφτά στα χέρια τους άρχισαν να αγοράζουν ποιοτικά και γνωστά προϊόντα από το εξωτερικό και όχι προϊόντα ελληνικών επιχειρήσεων, που έχασαν έτσι μέρος των αγορών τους και της ανταγωνιστικότητάς τους).
Επιπλέον, το κράτος υποταγμένο στην κομματική εξουσία αποδείχτηκε ανίκανο και αδύναμο να ακολουθήσει ορθολογικούς σχεδιασμούς (π.χ. πού και πόσα δημόσια έργα έπρεπε να γίνουν, πόσα πανεπιστήμια, ΤΕΙ κ.λπ.).
Ως εκ τούτου, ο ευρύτατος κομματικός πελατειακός μηχανισμός μετέτρεψε το κεϊνσιανής φιλοσοφίας σύστημα ανάπτυξης σε ένα σπάταλο και ανορθολογικό μείγμα μεσανατολίτικης δημοσιονομικής συμπεριφοράς.
Ευτυχώς, η ένταξη της χώρας στους δυτικούς θεσμούς (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ) και οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί μάς διαφύλαξαν τότε από άλλους πολιτικούς κινδύνους.
Η κυβέρνηση Καραμανλή των ετών 2004-2009 αποτελεί ένα είδος επανάληψης, αλλά ως φάρσα, της πρώτης διακυβέρνησης Παπανδρέου, καθώς δεν εμπεριείχε τις ιδεολογικές και κοινωνικές στοχεύσεις της πρώτης περιόδου.
Εξάλλου, ο κρατισμός είχε παντού χρεοκοπήσει, οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί περιορισμοί ήταν στο τραπέζι λόγω της ένταξής μας στο ευρώ και, τέλος, η ανάγκη για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσω των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων είχε ήδη επισημανθεί.
Στην πραγματικότητα, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός ήταν το αποτέλεσμα μιας κυνικής διαχείρισης που πήρε το όνομα «μεσαίος χώρος» και υποδήλωνε την τέχνη να παραμένεις στην εξουσία χωρίς συνεπείς ιδεολογικές και πολιτικές δεσμεύσεις.
Συμπερασματικά, η εκλογή του 1981 υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή κυβερνητική αλλαγή.
Υπήρξε η αφετηρία ευρύτερων μεταβολών τόσο στη σφαίρα της διακυβέρνησης όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών νοοτροπιών και βρήκε πρόθυμους εξουσιολάγνους μιμητές και στο αντίπαλο ιδεολογικό στρατόπεδο.
Αποτέλεσε ένα κακό παράδειγμα για το πώς μπορείς να διατηρηθείς στην εξουσία με υποσχέσεις, κομματικό έλεγχο της κρατικής μηχανής και διασπάθιση των χρημάτων των φορολογουμένων.

Νίκος Μαραντζίδης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου