4.9.13

Το αληθινό έγκλημα της ελληνικής δεξιάς…



Σε παλιότερο άρθρο μου (εδώ ) είχα αναφερθεί στο κατάντημα της σημερινής αριστεράς, που συνίστατο κατά κύριο λόγο στο πόσο έχει απομακρυνθεί από τις βασικές αρχές που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί.
Είχα ξεκινήσει το άρθρο με μια αναφορά στη μία από τις δυο γιαγιάδες μου, την αριστερή, αυτή που χήρεψε στον εμφύλιο και που το τι τράβηξε έπειτα, μόνη με  δύο ανήλικα παιδιά στην ελληνική επαρχία, ούσα χαρακτηρισμένη, εύκολα μπορεί να το φανταστεί κανείς.



Αυτό που πρόκειται να πω τώρα, δε θα τολμούσα ποτέ να το πω μπροστά της.
Ή να το γράψω, αν υπήρχε μία στις χίλιες περίπτωση κάποιος να της το διαβάσει (η ίδια τα κουτσοκατάφερνε στο διάβασμα, αλλά δε θα κάθονταν να διαβάσει ένα τέτοιου είδους και τέτοιας έκτασης κείμενο από μόνη της).
Είναι βέβαιο ότι θα το παρεξηγούσε.
Και μάλλον θα είχε δίκιο.
Διότι είναι πολύ εύκολο κάποιος καλοζωισμένος σαν τον υποφαινόμενο εγγονό της να κάνει «αντικειμενικές» αναλύσεις και να βγάζει λάθος ανθρώπους που ορισμένα πράγματα τα ζήσανε υπερβολικά έντονα, υπερβολικά βαθιά και τους άφησαν ανεξίτηλα σημάδια.
Από την άλλη πλευρά, όσο εύλογες κι αν είναι η υποκειμενικότητες ορισμένων, δεν παύει να είναι ζητούμενο για την ορθή πολιτική σκέψη, όχι να τις προσπερνάμε ή να τις απαξιώνουμε (ίσα-ίσα, αυτά οφείλουμε πάντα να τα λαμβάνουμε υπόψη), αλλά να πηγαίνουμε ΠΕΡΑ από αυτές…


Επιχειρώντας αυτό, και καθώς η γιαγιά που λέγαμε δε βρίσκεται πλέον εν ζωή, περνάω στο παρασύνθημα.
Η ελληνική δεξιά στο διάστημα που ακολούθησε τον εμφύλιο κατηγορήθηκε αγρίως και η άποψη αυτή είναι συντριπτικά πλειοψηφούσα και σήμερα για τις διώξεις που επέβαλε κατά των ηττημένων του ελληνικού εμφυλίου: Ξερονήσια, στρατοδικεία, εκτελέσεις αλλά και πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, κλειστές (ή μισόκλειστες) πόρτες για το δημόσιο κλπ.
Η δεξιά, ιδίως μετά το τέλος της χούντας, οπότε και ουσιαστικά και οι συνέπειες του εμφύλιου έλαβαν τέλος (με έναν απ’ τους κύριους πρωταγωνιστές του ταχύτατου εκδημοκρατισμού τον δεξιό Καραμανλή – μόλις πρόσφατα άρχισε η ελληνική δεξιά να το πιστώνεται – τουλάχιστον - αυτό) αποδέχτηκε σιωπηρά τις ευθύνες της γι’ αυτά, συμφωνώντας έτσι με τον τρόπο αυτό ότι πράγματι υπερέβη τα εσκαμμένα και ότι καλό θα ήταν κανείς να μην πολυθυμάται εκείνες τις εποχές.
Εγώ λοιπόν θα πω ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Η δεξιά με τις μετεμφυλιακές διώξεις δεν εγκλημάτισε ούτε κατ’ ελάχιστον πέρα απ’ το αναμενόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις – θα τολμούσα να πω ότι σε πολλές περιπτώσεις έδειξε και αξιοσημείωτη μετριοπάθεια.
Εννοείται μιλάω για τη γενική εικόνα, όχι μεμονωμένες περιπτώσεις τραμπούκων και κοινών εγκληματιών που σε τέτοιες συνθήκες με πολιτικά προσχήματα βγάζουν τα ένστικτά τους σε ανυπεράσπιστα θύματα.
Μετά από μία τόσο πικρή και έντονη ένοπλη σύγκρουση, που μάλιστα ήταν σε συνέχεια ενός εξίσου πικρού και συχνά με ένοπλα χαρακτηριστικά εθνικού διχασμού δεκαετιών, είναι τουλάχιστον αφελές να αναμένουμε ότι οι τελικοί νικητές θα αναγνώριζαν άμεσα ίσα δικαιώματα στους ηττημένους και θα απείχαν όχι μόνο από κάθε πράξη αντεκδίκησης αλλά και εν τέλει διασφάλισης των κεκτημένων.
Ας μην ξεχνάμε ότι, επισήμως τουλάχιστον, η άλλη πλευρά κρατούσε το «όπλο παρά πόδα» παρά την ξεκάθαρη και οριστική ήττα της.
Λοιπόν, είναι φυσιολογικό οι αριστεροί που υπέστησαν όλα αυτά να έχουν πικρές αναμνήσεις και αισθήματα έναντι της δεξιάς.
Είναι φυσιολογικό οι εχέφρονες δεξιοί να μην αισθάνονται περήφανοι γι’ αυτά και σε κάποιο βαθμό να έχουν ενοχές γι’ αυτά.
Δεν αλλάζει όμως το γεγονός ότι αυτά θα συνέβαιναν οπωσδήποτε και πολύ πιθανά, θα συνέβαιναν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και επί πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Ρωτήστε αν δε με πιστεύετε τους Ισπανούς, ή τους Πορτογάλους, για να μην αναφέρω τις εμπειρίες νοτιοαμερικάνικων χωρών, ουδόλως λιγότερο ανεπτυγμένων από τη δική μας, π.χ. Αργεντινή. 



Οπότε όχι, δεν είναι τόσο μεγάλο το έγκλημα της ελληνικής δεξιάς όσο η αριστερή διανόηση και εδώ και δεκαετίες επικρατούσα άποψη της καταλογίζει.
Και αυτό δεν είναι το χειρότερο.
Το χειρότερο είναι ότι έτσι συσκοτίζεται το πράγματι μεγαλύτερο και σοβαρότερο έγκλημα της μετεμφυλιακής (και ιδίως μεταπολιτευτικής) δεξιάς κατά της χώρας.
Ποιο είναι αυτό;
Με δυο – τρεις λέξεις, είναι η ιδεολογική και πολιτική της ένδεια.
Η μόνιμη και πλέον ενδημική αδυναμία της να παράξει γόνιμο πολιτικό λόγο, να αντιπαρατεθεί με επιχειρήματα στην όποια αριστερή πολιτική σκέψη.
Τέτοια ήταν η αδυναμία της, που δεν μπόρεσε καν να δείξει και να «περάσει» στην κοινή γνώμη τα εξόφθαλμα προβλήματα στις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και κατά συνέπεια το πόσο τυχερή στάθηκε η δική μας χώρα να μην συμπεριληφθεί σ’ αυτές.
Χρειάστηκε αυτά να τα πουν ευθαρσώς άνθρωποι απολύτως αριστεροί σαν τον Κύρκο ή το Φαράκο για να ακουστούν δυνατά και πειστικά, έστω και μετά το ‘89.
Η ελληνική δεξιά όλες αυτές τις δεκαετίες έμεινε σε μια στείρα επανάληψη επαρχιώτικων συντηρητικών στερεοτύπων (π.χ. «πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια») και όρισε τον εαυτό της ως αντί- σε σχέση με τους αντιπάλους της («αντικομμουνισμός»). Δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να πει το δικό της αφήγημα, όπως π.χ. έκαναν οι ομοϊδεάτες της στη Δύση (π.χ. νεοφιλελευθερισμός κλπ), δεν επιχείρησε καν να μορφωθεί και να μην αναπαράγει στείρα, ληγμένα (με την έννοια ότι όποια «εθνική» αποστολή είχαν να επιτελέσουν την επιτέλεσαν εδώ και καιρό) και ανακριβή στερεότυπα (π.χ. «κρυφό σχολείο»).
Εν τέλει αυτό-ορίστηκε από τον ηγέτη της («καραμανλισμός») σε μια ιδεολογική πλατφόρμα που ουδείς μπορούσε να ορίσει με σαφήνεια και κυρίως να υπερασπιστεί θεωρητικά – «λαϊκή δεξιά».
Νομίζω μάλιστα πως ο σπουδαίος αυτός πολιτικός, γνωρίζοντας πολύ καλά την ανεπάρκεια αυτή της παράταξής του, επίτηδες δεν μπήκε στον κόπο να παράξει αμιγή πολιτική σκέψη παρά μόνο εστίαζε συνεχώς σε καθαρά πρακτικά ζητήματα κάνοντας συχνά πυκνά και ενδιαφέρουσες ιδεολογικές υπερβάσεις.
Ήξερε πως είναι άδικος κόπος και χάσιμο χρόνου, επιτείνοντας και διαιωνίζοντας όμως αυτή την ανεπάρκεια.
Τα αποτελέσματα αυτά τα ζούμε σήμερα στο πετσί μας.
Η ελληνική δεξιά παρήγαγε στρατιές ΟΝΝΕΔιτών και άλλων παιδιών του κομματικού σωλήνα, που το πολιτικό τους στίγμα εξαντλείται στο αγκάλιασμα του lifestyle με ολίγον από πατροπαράδοτη ξύλινη πολιτική γλώσσα.
Που εννοείται, οι παμπόνηροι ΠΑΣΟΚοι που ήξεραν αν μη τι άλλο να πετάξουν και μερικά τσιτάτα και να συνθέσουν μερικές καινούργιες έννοιες και λέξεις, τους είχαν για κολατσιό.
Και που οι λοιποί αριστερίζοντες ή αριστεροί έκαναν το ίδιο, μέχρι να μεγαλώσουν και να πάρουν καμιά μεταγραφή προς ΠΑΣΟΚ μεριά και να στελεχώσουν τις ανώτερες θέσεις του κρατικού μηχανισμού ή της κρατικοδίκαιας επιχειρηματικότητας, στην ουσία ΧΩΡΙΣ αντίπαλο.
Με τις γνωστές για τη χώρα συνέπειες.
Διότι η ελληνική αριστερά, όσο ήταν παράνομη ή ημιπαράνομη, χρειαζόταν να διαθέτει συνεχώς και πάντα αυξημένη πνευματική ικανότητα προκειμένου να επιβιώνει ή έστω να αποφεύγει δυσμενείς συνέπειες.
Μόλις νομιμοποιήθηκε, στην κυριολεξία με τέτοιους ανύπαρκτους αντιπάλους, έκανε ιδεολογικό «πάρτυ», επιβάλλοντας τη δική της ανάγνωση στα πάντα.
Αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό, ίσως έτσι η ιστορία να ξεχρέωσε αυτά που της χρωστούσε και της είχε αρνηθεί με βάναυσο και άδικο πολλές φορές τρόπο.
Το θέμα όμως είναι ότι ελλείψει σοβαρού αντιπάλου, η ελληνική αριστερά αργά και σταθερά πλαδάρεψε (ας μου συγχωρεθεί ο όρος, δε μου έρχεται καλύτερος στο μυαλό) και κατάντησε στη σημερινή εικόνα όπου η ασυναρτησία, το στραβό στόμα με τις αργόσυρτες ελληνοαγγλικούρες, και η τρικυμία εν κρανίω κυριαρχούν από την πλευρά της.
Και το χειρότερο;
Γίνονται ευμενώς δεκτές από μεγάλο μέρος του ακροατηρίου επειδή είναι «αριστερές»…  άρα εξ’ ορισμού όχι μόνο «καλές», αλλά και «έξυπνες».
Την ίδια ώρα που η δεξιά όταν κυβέρνησε πρόσφατα και διόλου τυχαία, στηρίχτηκε και στηρίζεται σε ανθρώπους με αριστερό ή αριστερίζον background (πρόχειρα παραδείγματα: Ρουσόπουλος, αλλά και Χ. Λαζαρίδης).
Που εξακολουθεί, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, να μην παράγει πολιτική σκέψη ικανή να αντιπαρατεθεί στον επέλεση αυτής που ευφυώς αποκαλείται από πολλούς «παλαβή αριστερά».
Χαρακτηριστικό και εδώ σημείο, το ότι την πιο δυνατή αντιπολίτευση σε επίπεδο πολιτικής σκέψης τη δέχεται ο Τσίπρας και η παρέα του από ανθρώπους που επίσης αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, και έχουν τη δυνατότητα να του επισημάνουν πόσο ψεύτικα «αριστερός» είναι.
Πόσο γιαλαντζί, ή ντεμέκ αριστερός, που λέει κι ο Strange.
Ή πόσο παραλογίζονται οι πάσης φύσεως μπαχαλάκηδες που απειλούν να «σώσουν» τη χώρα.
Η ελληνική δεξιά, η επικρατούσα εντός της τάση δηλαδή, αυτά που βρίσκει συνήθως να του καταλογίσει είναι επιχειρήματα του στυλ ότι «δεν κάνει το σταυρό του», ή ότι πήγε σε μια δεξίωση φορώντας «τζιν»… έχοντας δίπλα του μια «μαύρη», κλπ..
Αστεία πράγματα δηλαδή.
Το χειρότερο;
Την ίδια στιγμή η ελληνική δεξιά επιδεικνύει αξιοσημείωτη προθυμία και ικανότητα να χτίσει επί των θεμελίων που θέτουν ανόητοι της άλλης πλευράς που μιλάνε για γουναράδικα και να μιλήσει με τη σειρά της για «Μελιγαλάδες» και άλλα γραφικά μεν, εν δυνάμει επικίνδυνα δε.  



Η ίδια μερίδα της, που αντί να κοιτάξει να προβληματιστεί ποια θα είναι η επόμενη και η μεθεπόμενη μέρα της χώρας, ονειρεύεται «ιδεολογικές ρεβάνς» απ’ την αριστερά με ολίγη συνεργασία με μαου-μαου τύπου Χ.Α (που κι αυτοί «δικά μας παιδιά» είναι κατά βάθος), όταν δεν είναι απασχολημένη να αποκαλύψει παντού τον Τζορτζ Σόρος, τους ψεκασμούς της νέας Τάξης παρέα με τη λέσχη «Μποντιμπίλντερ» (σικ).
Το μόνο καλό που διατήρησε (δεν είναι καλό αφ’ εαυτού, κι αυτό οφείλεται εν μέρει στην ιδεολογική ένδεια αλλά σε συνθήκες σαν τη σημερινή λειτουργεί επ’ ωφελεία της χώρας) είναι η αντιπάθειά της για τις πολυδιασπάσεις και η τάση της εν τέλει να στοιχίζεται πίσω από τον εκάστοτε αρχηγό της παράταξης.
Κάπως έτσι μπορεί ο Σαμαράς να κυβερνά ξεπερνώντας τις ουκ ολίγες δυσκολίες, και όλοι εμείς αν μη τι άλλο προς το παρόν να αποφεύγουμε τα χειρότερα.
Δε θα πάψω να υποστηρίζω ότι κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να είναι σταθερό αν δεν είναι γόνιμο.
Και δεν μπορεί να είναι γόνιμο αν δεν έχει δύο αντίθετους πυλώνες ικανούς να παράξουν σοβαρή θεωρητική πολιτική σκέψη.
Για την ελληνική αριστερά τα είπαμε, τα λέμε και θα τα ξαναπούμε – υπάρχει πάρα πολύ ψωμί εκεί, διότι υπάρχει αν μη τι άλλο πλούσιο παρελθόν στον τομέα αυτό. Μακάρι να έχουμε να πούμε πολλά περισσότερα και για την ελληνική δεξιά, της οποίας τη σοβαρή θεωρητική σκέψη χρειαζόμαστε όλοι, σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Και η ίδια η χώρα - ακόμα και η ίδια η ελληνική αριστερά, μπας και μπορέσει να βρει έναν αντίπαλο που θα την υποχρεώσει να ακονίσει ξανά τις πνευματικές της δυνάμεις.

Ο Παραβάτης

1 σχόλιο: