30.1.17

Μια τριτοκοσμική Ελλάδα είναι εφικτή…



Μερικές φορές ξεχνάμε τι ήταν η Ελλάδα. Κι επειδή ξεχνάμε τι ήταν, δεν έχουμε και ακριβή επίγνωση του τι μπορεί να απογίνει. Δεν συνειδητοποιούμε το εύρος των πιθανοτήτων.




Υπάρχει λόγος που οι ηλικιακές ομάδες που είναι περισσότερο υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι οι ηλικιωμένοι. Ο λόγος είναι ότι αυτοί θυμούνται πώς ήταν η χώρα μας πριν μπει στο ευρώ και πριν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θυμούνται τι σημαίνει "πληθωρισμός", τι συμβαίνει όταν ένα διεφθαρμένο κράτος έχει τη δυνατότητα να τυπώνει χρήμα για να πληρώνει τους εξαρτημένους ψηφοφόρους/πελάτες, ευτελίζοντας την αξία του και συσσωρεύοντας χρέος….


Επίσης, θυμούνται γενικά πώς ήταν η χώρα πριν μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από άλλες απόψεις, πολιτισμικά, κοινωνικά και οικονομικά. Όσοι γεννήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του '70 και μετά δεν έχουν εικόνα εκείνης της Ελλάδας. Δεν έχουν ιδέα.
Πιθανότατα δεν γνωρίζουν πως όταν μπήκε στην "Ευρωπαϊκή Κοινότητα", που τότε ακόμα ήταν ένα κλειστό κλαμπ ισχυρών χωρών, η Ελλάδα ήταν με διαφορά το πιο φτωχό και αδύναμο μέλος της. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας τότε ήταν στο 60% του μέσου όρου της Ε.Ε. (το 2008 είχε φτάσει το 92%) και ακριβώς επειδή ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά της οικονομίας της από τις οικονομίες των άλλων χωρών, με αίτημα του Ανδρέα Παπανδρέου (σε ένα “μνημόνιο”) δημιουργήθηκαν τα πρώτα διαρθρωτικά ταμεία που σκοπό είχαν να τονώσουν τις οικονομίες των φτωχώτερων χωρών (της Ελλάδας, και των άλλων που μπήκαν αργότερα) για να συγκλίνουν ταχύτερα με τις πλουσιότερες.
Έκτοτε από αυτά τα ταμεία (τα οποία απέκτησαν διάφορα ονόματα στην πορεία, Μεσογειακά Προγράμματα, ΚΑΠ, ΚΠΣ, ΕΣΠΑ) μπήκαν στην οικονομία της Ελλάδας 160 δισ. ευρώ, ενώ η χώρα ταυτόχρονα με την ένταξή της σε έναν ισχυρό υπερεθνικό οργανισμό, και στη συνέχεια με την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, απέκτησε πρόσβαση και σε φτηνό δανεισμό από την παγκόσμια αγορά, κάτι που πριν από τη δεκαετία του '80 δεν υπήρχε ως δυνατότητα.
Χάρη στην Ε.Ε. η Ελλάδα έγινε η χώρα που οι άνθρωποι κάτω των 45 γνωρίζουν, αλλά πριν από αυτή, ήταν μια άλλη, πολύ πιο φτωχή, πολύ πιο αδύναμη, πολύ πιο ευάλωτη και πολύ πιο κλειστή και οπισθοδρομική.
Το διήγημα του Νόρμαν Σπίνραντ "Η Χαμένη Ήπειρος" γράφτηκε το 1970. Είναι μια δυστοπική ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα απώτερο μέλλον στο οποίο ολόκληρη η Βόρεια Αμερική έχει καταστραφεί και η Νέα Υόρκη είναι ένας γιγάντιος αρχαιολογικός χώρος τον οποίο επισκέπτονται για τουρισμό πλούσιοι Αφρικανοί. Το διήγημα, που δεν είναι από τα γνωστότερα του Σπίνραντ και που απ' όσο γνωρίζω δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, υπάρχει σε μια συλλογή που λέγεται "Other Americas", η οποία περιλαμβάνει διηγήματα που φαντάζονται σκοτεινές παραλλαγές του Αμερικανικού μέλλοντος. Μιας και ζούμε μια πολύ σκοτεινή παραλλαγή του Αμερικανικού παρόντος σήμερα, πρόσφατα την ξαναδιάβασα και όταν έφτασα στη "Χαμένη Ήπειρο" βρήκα κάτι που δεν θυμόμουν: Μια εισαγωγή στην οποία ο συγγραφέας διηγείται τη στιγμή που εμπνεύστηκε τη συγκεκριμένη ιστορία. 



Επιτρέψτε μου να σας μεταφράσω ένα απόσπασμα:
"Βρισκόμουν στην κορυφή του λόφου της Ακρόπολης, ανάμεσα σε εκατοντάδες τουρίστες που περιδιάβαιναν τα θαυμάσια ερείπια της κλασσικής Ελλάδας. Έστρεψα το βλέμμα από τον Παρθενώνα και κοίταξα από ψηλά τη σύγχρονη Αθήνα που απλωνόταν μπροστά μου. Η θέα, που καλυπτόταν από μια αποκρουστική στιβάδα καυτού καλοκαιρινού νέφους, μου θύμισε ότι βρίσκομαι στον 20ο αιώνα, και πως η πόλη εκεί κάτω, με τους βρώμικους, θορυβώδεις, δρόμους της είχε πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία με την Τιχουάνα του Μεξικού και τον Τρίτο Κόσμο, παρά με την παρελθούσα μορφή της, ως μητρόπολη του υψηλότερου πολιτισμού στον κόσμο. Κάπως λυπημένος από τη διαπίστωση αυτή κατέβηκα στην Πλάκα, μια περιοχή στις πλαγιές του λόφου γεμάτη με ταβέρνες, ταπεινά εστιατόρια και παραπήγματα που πουλούσαν σουβενίρ, και ήπια μισό λίτρο ρετσίνα, ένα ελληνικό κρασί που είναι καλύτερο να το πίνει κανείς όσο πιο γρήγορα γίνεται. Η Πλάκα ήταν γεμάτη τουρίστες, μικροεμπόριο, μουσική και θόρυβο. Μπορεί να έφταιγε η ρετσίνα, αλλά οι Έλληνες μου έμοιαζαν χαρούμενοι άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή και ζούσαν το παρόν τους με μπρίο. Μετά όμως προχώρησα προς το ξενοδοχείο μου μέσα από τον θόρυβο της κίνησης και τον κακόγουστο, τριτοκοσμικό μοντερνισμό της πόλης και, όταν γύρισα να κοιτάξω προς τα πίσω, η θέα που αντίκρυσα γέννησε το σπέρμα αυτού του διηγήματος στο μυαλό μου. Πάνω στην Ακρόπολη ο Παρθενώνας με το ζόρι ξεπρόβαλλε μέσα στο νέφος, σαν φάντασμα μιας χαμένης δόξας που υπερίπτατο πάνω απ' το ρυπαρό παρόν, πάνω απ' την κακόγουστη Αθήνα, πάνω από την Πλάκα, όπου απόγονοι ενός πολιτισμού που είχε χτίσει τέτοια τελειότητα, ένας τριτοκοσμικός λαός πια, προσπαθούσαν να απομυζήσουν κάποια ζωή απ' τα ερείπια που τους άφησαν οι ευγενείς τους πρόγονοι, το μεγαλείο των οποίων έχει σβήσει από τη χώρα τους, πολύ καιρό πια”.
Από το 1970, όταν γράφτηκαν αυτές οι λέξεις για την χώρα μας έχουν περάσει λιγότερα από πενήντα χρόνια. Αν σε 3-4 δεκαετίες μπορεί μια χώρα να φτάσει από μια τριτοκοσμική κατάσταση στην ευμάρεια και την τρυφηλότητα της πρόσφατης εποχής της αστακομακαρονάδας, τότε είναι απολύτως εφικτό να κάνει και την αντίστροφη διαδρομή. Η Ελλάδα μπορεί να ξαναγίνει “τριτοκοσμική”, όχι ίδια με αυτό που ήταν τότε (γιατί ολόκληρος ο κόσμος έχει αλλάξει, και οι τριτοκοσμικές χώρες δεν είναι πια αυτό που ήταν), αλλά να φτωχύνει, να μικρύνει, να ασχημύνει, να γίνει πιο κλειστή, πιο βρώμικη και πιο μίζερη. Και, από ό,τι μας δείχνουν τα τελευταία χρόνια, η πορεία προς αυτή την κατεύθυνση μάλλον δεν θα διαρκούσε σαράντα χρόνια, αλλά πολύ λιγότερα.
Είναι, βλέπετε, κατήφορος.

Θοδωρής Γεωργακόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου