1.9.17

Η πιο αντιλαϊκή και αντεργατική παράταξη…



Όλο και περισσότερο ακούγεται στην «αγορά των ιδεών» η άποψη ότι η διαφορά μεταξύ αριστεράς και δεξιάς έχει πάψει πλέον να υφίσταται και ότι δεν υπάρχει καμία ουσία στον διαχωρισμό της μιας πολιτικής παράταξης από την άλλη. Αυτός ο ισχυρισμός, όμως, συνήθως γίνεται δεκτός με εκφράσεις οργής και αγανάκτησης, κυρίως από την πλευρά της αριστεράς.




Οι ιδεολόγοι της παράταξης δηλώνουν κατηγορηματικά ότι ο διαχωρισμός δεν έπαψε και δεν θα πάψει ποτέ να υφίσταται, όσο τουλάχιστον υπάρχουν φτωχοί, κοινωνική ανισότητα και κοινωνική αδικία και ότι η αριστερά αντλεί τον λόγο της ύπαρξής της από την παναθρώπινη και διαχρονική προσπάθεια για εξάλειψη κάθε οικονομικής ανισότητας και κάθε κοινωνικής αδικίας…



Είναι όμως έτσι;  Δείχνει άραγε η εμπειρία από την πραγματική ζωή ότι η αριστερά πραγματικά αγωνίζεται για την εξάλειψη των κοινωνικών διακρίσεων, της αδικίας και των ανισοτήτων;  Ή μήπως η αριστερά  δεν εκφράζει παρά μόνο την προσπάθεια να αναδιαμορφωθούν οι σχέσεις κοινωνικής ανισότητας και οικονομικής εκμετάλλευσης προς όφελος όχι πλέον των ιδιωτών κεφαλαιοκρατών αλλά των εκπροσώπων μιας γραφειοκρατίας η οποία θα έχει καταλάβει την εξουσία μέσα από την δημαγωγική και παραπλανητική επαγγελία της κοινωνικής δικαιοσύνης;
Δυστυχώς η εμπειρία μας αναγκάζει να δεχθούμε ότι η αλήθεια αντιπροσωπεύεται από την δεύτερη υπόθεση και όχι από την πρώτη. Δηλαδή ότι η αριστερή ιδεολογία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο στην προσπάθεια κατάκτησης της εξουσίας και στην εμπέδωση της κοινωνικής κυριαρχίας γραφειοκρατών ή, απλά, πολιτικά φιλόδοξων ατόμων, τα οποία δεν έχουν άλλες δυνατότητες προνομιακής απόλαυσης των καρπών της σύγχρονης κοινωνίας, δηλαδή δεν διαθέτουν ούτε το κεφάλαιο που διαθέτουν οι κεφαλαιοκράτες, ούτε τις δεξιότητες που διαθέτουν οι, ήδη ή εν δυνάμει, επιχειρηματίες, καθώς και οι άλλοι προβεβλημένοι και επιφανείς της σημερινής πραγματικότητας (επιστήμονες, καλλιτέχνες, αθλητές κλπ).
Υπάρχουν δύο οδοί που μας οδηγούν αναπότρεπτα στο συμπέρασμα αυτό. Πρώτη είναι η ιστορική εμπειρία: όπου και αν κυριάρχησε η αριστερά επέβαλε καθεστώτα στυγνής απομύζησης και καταπίεσης των εργαζομένων προς όφελος της  κυρίαρχης κρατικής και κομματικής γραφειοκρατίας. Καθεστώτα στα οποία η εκμετάλλευση σαφέστατα ήταν πολύ πιο μεγάλη και πολύ πιο σκληρή από την εκμετάλλευση στις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες. Για τον λόγο αυτό οι εργαζόμενοι και ο απλός λαός των σοσιαλιστικών χωρών εκείνο που ήθελαν, που επιθυμούσαν και που ονειρεύονταν σε όλη την διάρκεια της υπάρξεως των σοσιαλιστικών καθεστώτων δεν ήταν τίποτε άλλο παρά να φύγουν στη Δύση και να ζήσουν στον καπιταλισμό ή -ακόμη περισσότερο- να δουν το καθεστώς των χωρών τους να ανατρέπεται και να μετατρέπεται σε φιλελεύθερο, κεφαλαιοκρατικό και κοινοβουλευτικό. 




Πριν από πολλά χρόνια ενασχολούμενος με το ποιος είναι ο χαρακτήρας των λεγόμενων σοσιαλιστικών καθεστώτων και μάλιστα παίρνοντας αφορμή από την μαρξιστική ανάλυση, δηλαδή χρησιμοποιώντας ως  κριτήριο την μαρξιστική θεωρία της «αξίας» –και ακριβώς επειδή «ο νόμος της αξίας» δεν λειτουργούσε στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, όπως λειτουργούσε στις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες– ο υπογράφων αναγκάστηκε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία της Σοβιετικής Ένωσης, αντί να είναι κρατικο-καπιταλιστική, όπως ισχυριζόταν τότε μία αριστερίστικη θεωρία, ήταν κάτι πολύ χειρότερο: ήταν μία κοινωνία που είχε δουλοκτητικό χαρακτήρα. Διότι, σε αντίθεση με τις δυτικές κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες όπου η αστική τάξη κατέχει τα μέσα παραγωγής και αγοράζει (υποτίθεται) την εργατική δύναμη της εργατικής τάξης και όσων δεν διαθέτουν κεφάλαιο, στην Σοβιετική Ένωση η κυρίαρχη τάξη δεν κατείχε απλά και μόνο τα μέσα παραγωγής. Ακόμη περισσότερο και από αυτό, κατείχε και την ίδια την εργατική τάξη, επάνω στην οποία ασκούσε πλήρη και ολοκληρωτικό έλεγχο. Δηλαδή εξουσίαζε απολύτως και την ίδια την εργατική δύναμη, πέραν των μέσων παραγωγής, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να διαπραγματευτούν την τιμή της (τον μισθό), και έτσι να μην μπορούν να επηρεάσουν ούτε την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των δύο τάξεων (σύμφωνα με τον μηχανισμό που περιγράφει ο Μάρξ στο «Μισθός, τιμή κέρδος»).
Ενθυμούμενος κανείς ότι για την μαρξιστική ανάλυση ο χαρακτήρας μιας κοινωνίας προκύπτει από τις σχέσεις μεταξύ των βασικών της τάξεων και από τον τρόπο με τον οποίο η κυρίαρχη εκ των δύο καρπούται το οικονομικό πλεόνασμα,  και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την πλήρη και ολοκληρωτική υποταγή της εργατικής τάξης των σοσιαλιστικών χωρών στην κομματική γραφειοκρατία,  καθώς επίσης και το ότι στις χώρες αυτές η εξουσία ήταν ταυτόχρονα και οικονομική και πολιτική, δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι ο χαρακτήρας των συγκεκριμένων καθεστώτων ήταν καθαρά δουλοκτητικός. Επρόκειτο δηλαδή για καθεστώτα κρατικής δουλοκτησίας. Άλλωστε, τα εκατομμύρια των θυμάτων της «πάλης για τον σοσιαλισμό», αυτό επίσης μαρτυρούν: την μηδενική αξία της ανθρώπινης ζωής, κάτι που αντίστοιχό του δεν μπορεί να βρεθεί παρά μόνο στις δουλοκτητικές κοινωνίες του παρελθόντος. (Και φυσικά στον φασισμό, ο οποίος όμως, σε αντίθεση με τον κομμουνισμό, εξόντωνε αλλογενείς, όχι τον δικό του λαό). Τέτοια είναι η εμπειρία των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων και δεν μπορεί να αλλάξει: πρόκειται για μία από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας. (Ούτε μπορεί να συγχωρηθεί με το απίστευτο επιχείρημα ότι, ναι μεν, εξοντώθηκαν δεκάδες εκατομμύρια ανθρωπίνων υπάρξεων αλλά αυτό δεν είναι πιά και καταδικαστέο διότι έγινε με τις καλύτερες των προθέσεων, έστω και αν τελικά αυτές απέτυχαν!).
Δεν είναι όμως μόνο η ιστορική εμπειρία. Είναι και η τρέχουσα εμπειρία από την νοοτροπία, την φιλοσοφία και την συμπεριφορά της αριστεράς στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες. Τι προάγει σήμερα η αριστερά; Τι είναι αυτό που προωθεί; Προωθεί μήπως την αυτοοργάνωση των εργατών και του λαού ώστε να δημιουργούν αργά αλλά σταθερά δομές αυτοδιαχείρισης και εξουσίας όπως αυτές που περιγράφει ο Λένιν στο «Κράτος και επανάσταση»; Προωθούν μήπως συνεργατικές μορφές παραγωγής ώστε, -μέσα στην ελευθερία που παρέχουν τα σημερινά κοινοβουλευτικά καθεστώτα- να αρχίσουν να αναδύονται κοινοτικές μορφές οργάνωσης στο εσωτερικό των οποίων δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και απομύζηση της υπεραξίας αλλά θα υπάρχει ισότητα και πλήρης απολαβή των προϊόντων του μόχθου τους από τους εργαζόμενους, ώστε, εκτός των άλλων, να αποδειχθεί και η υπεροχή των σοσιαλιστικών κοινοτικών μορφών παραγωγής; Όχι. Παρά το γεγονός ότι στον προηγμένο κοινοβουλευτισμό κανείς δεν θα μπορούσε να τα εμποδίσει, δεν προωθεί, ούτε κατά διάνοια, τέτοια πράγματα! (Το γιατί δεν τα προωθεί είναι απλό αν αναλογιστεί κανείς την τύχη του ίδιου του «Κράτος και επανάσταση»: ο Λένιν το δημοσίευσε λίγους μήνες πριν από τον Οκτώβριο του 1917. Σε αυτό περιέγραφε μία πλήρως αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία συμβουλιακής άμεσης δημοκρατίας. Όταν λίγους μήνες μετά κατέλαβε την εξουσία στη Ρωσία, δημιούργησε το πιο αυταρχικό κατασταλτικό κράτος που είχε υπάρξει ποτέ, ακριβώς στον αντίποδα αυτών που διακήρυττε στο βιβλίο του!).




Αλλά ακόμη και αν οι εργαζόμενοι, «αλλοτριωμένοι» ίσως και επηρεασμένοι από την κυριαρχία της «αστικής ιδεολογίας» δεν είναι έτοιμοι για τέτοιες μορφές οργάνωσης, μήπως η αριστερά προωθεί προγράμματα αυτοσυνείδησης και ιδεολογικής αυτονόμησης των εργαζομένων  για την πνευματική και ιδεολογική χειραφέτησή τους  και την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας μέσω της απολάκτισης της πνευματικής αλλοτρίωσης τους; Μήπως κάνει κάποιον σοβαρό διάλογο με τους εργαζόμενους και την κοινωνία ώστε όταν κληθούν να διαχειρισθούν την εξουσία να έχουν σαφή αντίληψη της πραγματικότητας και να μην κυριαρχούνται από «αυταπάτες»; Μάλλον όχι διότι δεν τα είδαμε πουθενά αυτά, ούτε στην Ελλάδα, ούτε στον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτό που κάνει η αριστερά, παντού, σε όλο τον κόσμο, είναι να δημαγωγεί και να ψεύδεται με πλήρη ασυνειδησία, υπονομεύοντας κάθε προσπάθεια πραγματικής κοινωνικής προόδου. Το κάνει αυτό είτε προωθώντας ανεύθυνες διεκδικήσεις που δυναμιτίζουν την οικονομία και καταλήγουν σε σκληρές δοκιμασίες τις οποίες, όμως, ο μόνος που τις υφίσταται τελικά είναι η εργατική τάξη (το μόνιμο θύμα, δηλαδή, των «αγώνων» της αριστεράς), είτε επαγγελλόμενη, με αχαλίνωτη δημαγωγία, πράγματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, πάντως, εκείνο που συμβαίνει στα τμήματα της εργατικής τάξης και του λαού που πείθονται και παρασύρονται από τις δημαγωγίες της αριστεράς είναι ότι μετατρέπονται ακόμη περισσότερο σε άθυρμα της Ιστορίας, άθυρμα το οποίο δεν έχει καμία επίδραση στην πορεία της ίδιας του της μοίρας. Η εργατική τάξη υπό την επίδραση της αριστεράς εκπίπτει στην κατάσταση της πλήρους ετερονομίας, φθάνοντας εκεί που δεν μπορεί να την οδηγήσει ούτε η πιο σκληρή και ανάλγητη δεξιά. Για να παραφράσουμε λίγο τον ποιητή, αυτός είναι ο λόγος που στην ιστορία της αριστεράς δεν υπάρχει ούτε μία ευτυχισμένη σελίδα για την εργατική τάξη.
Πρέπει να ομολογήσω ότι προσωπικά μου έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι όσες φορές τα σαράντα τελευταία χρόνια, εδώ στην Ελλάδα, υπήρξαν περιπτώσεις πτωχευμένων πρώην προβληματικών επιχειρήσεων οι οποίες επρόκειτο να διακόψουν την λειτουργία τους,  και για τις οποίες οι εργαζόμενοι μέσα και από τα σωματεία τους, ζητούσαν να συνεχίσουν να λειτουργούν, ποτέ κανείς αριστερός, υπερασπίζοντας αυτό το αίτημα, δεν ζήτησε, και δεν πρότεινε, να περάσει η πτωχευμένη επιχείρηση υπό τον έλεγχο των εργαζομένων με τη μορφή αυτοδιαχείρισης. Αυτό που ζητούσε, πάντοτε, η αριστερά ήταν να περάσει η επιχείρηση στον έλεγχο του κράτους. Άλλωστε η πλήρης αδιαφορία ή και αποστροφή για την αυτοοργάνωση των εργαζομένων που υποτίθεται ότι είναι ο βασικός στόχος της αριστεράς δεν περιορίσθηκε στις πτωχευμένες επιχειρήσεις. Είδαμε ποτέ την Ελλάδα, ή και αλλού, έστω και μία φορά κάποια πτέρυγα της αριστεράς να ξεκινάει ένα εγχείρημα  λειτουργίας μιας επιχείρησης κοινωνικού χαρακτήρα,  ενός οικονομικού οργανισμού δηλαδή ο οποίος δεν θα αποβλέπει στην κερδοφορία του κεφαλαίου αλλά θα αποβλέπει στη μεγιστοποίηση του κοινωνικού οφέλους; 




Είδαμε ποτέ μία τέτοια πρωτοβουλία ακόμα και στον -με πολύ λιγότερες απαιτήσεις- συνεταιριστικό τομέα; Όχι. Δεν είδαμε ποτέ, τίποτα παρόμοιο. Διότι η αριστερά, παρά τις δημαγωγικές διακηρύξεις και επαγγελίες της, σαν τον Λένιν το 1917, δεν ενδιαφέρεται για τέτοια πράγματα. Πραγματικός σκοπός και βασικό ενδιαφέρον της,  εμφανέστατα και δια γυμνού οφθαλμού, είναι η κατάληψη της εξουσίας, την οποία όποτε καταλαμβάνει την απολαμβάνει όπως μπορεί: είτε ολοκληρωτικά με τον τρόπο του Στάλιν και του αγαπημένου της «ανανεωτικής αριστεράς» Τσαουσέσκου, είτε προσωρινά και μισοκακόμοιρα, καταστρέφοντας το μέλλον της εθνικής οικονομίας για πολλά χρόνια, και υπογράφοντας εκ των υστέρων τα Μνημόνια σωρηδόν, όπως σήμερα στην Ελλάδα.
Το σημαντικό όμως είναι ότι η αριστερά, μέσω της ιδεολογικής βίας που εξασκεί, έχει πετύχει την πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Δηλαδή, για παράδειγμα, έχει πείσει ότι κυρίαρχη είναι η αστική ιδεολογία! Πράγμα που, για την Ελλάδα τουλάχιστον, δεν είναι αλήθεια. Και λόγω του ψοφοδεούς εγχώριου αστισμού, στην Ελλάδα κυρίαρχη είναι η αριστερή ιδεολογία η οποία αντλεί την ισχύ της από την δυνατότητα των οπαδών της να προβάλλουν τις απόψεις τους από θέση «ηθικού πλεονεκτήματος» και ουσιαστικά να δημιουργούν, έτσι, συνθήκες ιδεολογικής τρομοκρατίας εις βάρος όλων των αντιθέτων απόψεων. Αυτό δυστυχώς είναι προϊόν μιας τραγικής ιστορικής λαθροχειρίας, με την ακούσια συνέργεια και της ελεεινής ελληνικής δεξιάς. Έχει στηριχθεί στη διαρκή προσπάθεια ενοχοποίησης των φιλελευθέρων και δημοκρατικών Ελλήνων με το επιχείρημα ότι η αντίθεση στην αριστερά ουσιαστικά ισοδυναμεί με νομιμοποίηση και δικαίωση της κατσαπλιάδικης ελληνικής παρακρατικής δεξιάς και των πεπραγμένων της.  
Πρόκειται για μία προσπάθεια ενοχοποίησης η οποία, έχοντας ήδη ξεκινήσει από το τέλος του Εμφυλίου, έχει ήδη σε πολύ μεγάλο βαθμό πετύχει. Εάν όμως η Ελλάδα θέλει να προχωρήσει μπροστά και να εκσυγχρονιστεί ως κοινωνία θα πρέπει, μεταξύ πολλών άλλων, να απελευθερωθεί και από αυτήν την ψευδή συνείδηση και τον ιδεολογικό πειθαναγκασμό στον οποίον την έχει αλυσοδέσει η ελληνική αριστερά. Πρέπει ο έντιμος Έλληνας πολίτης να αντιληφθεί ότι μπορεί κανείς να είναι αντικομμουνιστής και εχθρός της αριστερής δημαγωγίας χωρίς καθόλου να συμμερίζεται, να δικαιώνει και να ασπάζεται την αήθεια και την αθλιότητα της ελληνικής δεξιάς του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα. Αντιθέτως μάλιστα: ένας φιλελεύθερος δημοκράτης δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόχρονα αντίπαλος και με τις δύο αυτές νοσηρές πραγματικότητες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Αφ’ ενός οφείλει να είναι αντικομμουνιστής και αντίπαλος της αριστερής δημαγωγίας, δηλαδή αντίπαλος τόσο της ανευθυνότητας της «ελαφράς» αριστεράς του «ανανεωτικού χώρου», όσο και των ολοκληρωτικών προθέσεων της «βαθιάς» αριστεράς. Αφ΄ ετέρου,  όμως, οφείλει να είναι και αντίπαλος της οπισθοδρομικής αθλιότητας και της παρακρατικής ιδεολογίας που συνέχει την ελληνική Δεξιά από την εποχή του «Οίκαδε» και των «Πομερανών» έως την εποχή της προσχώρησης της στις γραμμές του αντιμνημονιακού μετώπου.
Παρά το ότι, λοιπόν, η κυρίαρχη ιδεολογία, μετερχόμενη το όπλο της ενοχοποίησης, έχει καταφέρει να αντιστρέψει την εικόνα της πραγματικότητας στην κοινή συνείδηση και εμφανίζει την αριστερά ως αυθεντικό εκπρόσωπο των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού και της εργατικής τάξης, εκείνος που, απαλλαγμένος από τον παραθλαστικό φακό της ενοχοποίησης, θα καταφέρει να κρίνει την αριστερά αποκλειστικά από τα πεπραγμένα της και τις αποκαλυφθείσες προσθέσεις της, όσο  και από τα αποτελέσματα που η πράξη της είχε επάνω στην κοινωνική πραγματικότητα, θα δει μία τελείως διαφορετική εικόνα: σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους, τους σοσιαλδημοκράτες, τους κεντρώους, τους συντηρητικούς, και τους προοδευτικούς η αριστερά είναι η κατ΄ εξοχήν δύναμη που εκφράζει τα αντιλαϊκά, τα αντεργατικά και τα αντιδημοκρατικά συμφέροντα. Είναι στρατηγικός εχθρός των λαϊκών τάξεων και της εργατικής τάξης. Ακόμα και αν υπάρχει εκμετάλλευση της εργατικής τάξης στη κεφαλαιοκρατική  κοινωνία, αυτή είναι σχετική και μετριάζεται από τα πολιτικά δικαιώματα και τις κοινωνικές και οικονομικές ελευθερίες που διαθέτουν οι εργαζόμενοι και τους επιτρέπουν να προασπίσουν τα συμφέροντά τους ώστε να αποτρέπουν την μείζονα καταστρατήγησή τους. Αντίθετα η αριστερά, επιδιώκοντας ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, ουσιαστικά αγωνίζεται για την πλήρη κατίσχυση της γραφειοκρατίας επάνω στους εργαζόμενους ώστε αυτοί να μην απολαμβάνουν κανένα δικαίωμα. Αυτός είναι, καθ’ ομολογίαν της ο στρατηγικός στόχος της και τον ονομάζει «σοσιαλισμό»! Αλλά και  για όσο καιρό δεν μπορεί να το επιτύχει αυτό, δηλαδή για όσο καιρό δεν έχει καταφέρει να καταλάβει ολοκληρωτικά την εξουσία, και πάλι οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούνται σαν μέσο, σαν πολιορκητικός κριός για την επίτευξη τακτικών στόχων που αφορούν κυρίως τα συμφέροντα της παρασιτικής γραφειοκρατίας που είναι συνυφασμένη με την αριστερή πολιτική.
Η όλη πρακτική της αριστεράς βλάπτει τα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πολιτική και ιδεολογική παράταξη. Από την άποψη αυτή η αριστερά είναι η πλέον αντεργατική, αντιλαϊκή και αντιδημοκρατική πολιτική δύναμη.

Δημήτρης Αριστοτέλους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου