7.10.12

Σουτζουκάκι με τυροκαυτερή

«Εντάξει. Το κλείνω. Σε παρακαλώ μόνο, σήκωσέ το το βράδυ, θα σε πάρω να δω πως είναι η μικρή.» Ο Παύλος έβαλε το κινητό του στην τσέπη του σακακιού του, αφού έλεγξε πρώτα αν το είχε στο αθόρυβο. Ξεροκατάπιε, ανασκουμπώθηκε, ξεφύσησε και κατευθύνθηκε προς την επιβλητική πόρτα του Διευθυντή.

Ο Αργύρης τακτοποίησε σχολαστικά το γραφείο του και σηκώθηκε αργά και νωχελικά από τη θέση του. «Ώρα για μεσημεριανό». Γύρισε προς το αφεντικό του και του έγνεψε πως φεύγει, η καθημερινή τελετουργία της αναζήτησης βρώσης κατά τις μεσημεριανές ώρες είχε γίνει ρουτίνα για τους δυο άντρες. «Για να πάρω τηλέφωνο τον Παύλο να δω τι έκανε με εκείνη τη δουλειά». Το τηλέφωνο χτύπαγε αλλά καμία απάντηση. Ο Αργύρης σκέφτηκε πως θα είναι ακόμα στη συνέντευξη και εκείνη τη στιγμή του ήρθε η επιφοίτηση για το τι θα φάει: κοντά στο γραφείο που του είπε πως θα πήγαινε ο φίλος του είχε ένα παλιό γυράδικο, αρκούντως βρωμερό και τρισάθλιο ώστε να συνδυάζει την ένοχη απόλαυση του λιπαρού junk food με την περιπέτεια της πιθανότητας τροφικής δηλητηρίασης.

«Ποιος διάολος είναι», σκέφτηκε ο Παύλος καθώς ένοιωσε το κινητό του να δονείται ενώ άκουγε το Διευθυντή του μεγάλου λογιστικού γραφείου, στο οποίο βρέθηκε να ψάχνει για δουλειά, να τον συγχαίρει για το εξαίρετο βιογραφικό του. «Όμως αισθάνομαι πως είναι κρίμα τα ταλέντα σας να χαραμίζονται σε μια ταπεινή θέση… κλητήρα, τρόπον τινά. Κι εμείς από τη σειρά μας δεν θα μπορούμε, όπως καταλαβαίνετε, να καλύψουμε τις μισθολογικές σας απαιτήσεις.» Ο Παύλος δεν έχασε και τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Ήταν η τρίτη φορά αυτήν την εβδομάδα που τον απορρίπτανε λόγω υπερβολικών προσόντων. «Όπως σας είπα και στην αρχή κε Διευθυντά, δεν έχω απαιτήσεις ξένες προς το αντικείμενο της εργασίας για την οποία αιτούμαι. Έχω ανάγκη να δουλέψω, έστω και με βασικό μισθό. Και πολύ ευχαρίστως να συνεισφέρω και με τις γνώσεις μου σε όποιον άλλο τομέα της επιχείρησης κριθεί απαραίτητο, χωρίς επιπλέον χρήματα. Ακόμα και παραπάνω ώρες αν…» «Δεν μπορώ να σας βοηθήσω κε Ιωάννου, είναι πάγια τακτική μας. Δε θέλω να σας προσβάλλω, αλλά καταλαβαίνετε ότι σε αυτούς του καιρούς που διανύουμε πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις προσλήψεις μας, δε σας κρύβω ότι ο προκάτοχος της θέσης έφυγε στο εξωτερικό για να βρει κάτι καλύτερο, έχων και λιγότερα, αλλά πάλι υπερβολικά για τη θέση, προσόντα και αφήνοντας αρκετές εκκρεμότητες. Λυπάμαι.»

Ο ταμίας έδωσε τα ρέστα στον Αργύρη και αυτός απομακρύνθηκε με μια σακούλα στο ένα χέρι και ένα πιτόγυρο στο άλλο. Πεινούσε για να περιμένει τον Παύλο, κι άλλωστε είχε πάρει και ένα δεύτερο για να του κάνει παρέα. Άρχισε να μασουλάει, ηδονικά σχεδόν, το ήμισυ του μεσημεριανού του, καθώς στη σακούλα άχνιζε το έτερον ήμισυ και το αγαπημένο του Παύλου, σουτζουκάκι με τυροκαυτερή. «Άντε κι αυτός ο Χριστιανός, τι κάνει, τώρα μιλάει?» αναφώνησε καθώς έκανε το ζογκλέρ με το σάντουιτς, τη σακούλα και το κινητό του.

«Τι εννοείς στο νοσοκομείο? Πριν μισή ώρα μιλήσαμε. Είναι καλά? Μίλα μου.» Με το που έκλεισε πίσω του μια ακόμα βαριά πόρτα, ο Παύλος δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον κουνιάδο του. Η, σύντομα πρώην, γυναίκα του είχε ένα ατύχημα καθώς έφευγε από το σπίτι τους (για 3 μέρες τουλάχιστον ακόμα «τους», οπότε και κοινοποιούνταν η κατάσχεση) για το πατρικό της σε ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη. Είχε μαζί της την 4χρονη κορούλα τους, την Αγγελική, το όνομα της μακαρίτισσας της μάνας του Παύλου. «Ξέρεις, Παύλο…», ακούστηκε έτοιμη να γίνει σπαρακτική η φωνή από την άλλη πλευρά, «το αγγελούδι μας… δεν τα κατάφερε… δεν ήθελα να στο πω από το τηλέφωνο, αλλά πρέπει να βιαστείς, με το ζόρι προλαβαίνεις τη Βίκυ…». Το όνομα της μεγάλης του αγάπης από τα χρόνια του Πανεπιστημίου με το ζόρι ακούστηκε μέσα από τα κλάματα του αδερφού της του Ανδρέα. Το τηλέφωνο του έπεσε από τα χέρια. «Κύριος, το τηλέφωνό σας.» του φώναξε ένας πιτσιρικάς που περίμενε κι αυτός για συνέντευξη για την ίδια δουλειά. «Κράτα το.» του μουρμούρισε ο Παύλος και κατευθύνθηκε προς το ανοικτό παράθυρο.

Κόσμος μαζεμένος πολύς, κάποιες κυρίες σα να είχανε βάλει τα κλάματα. Τι να έγινε αναρωτήθηκε ο Αργύρης και έτρεξε προς τα εκεί, ακριβώς κάτω από τη διεύθυνση που του είχε δώσει ο Παύλος. Και εκεί του κόπηκε η ανάσα. Ο φίλος του. Ο αδερφός του. Ο σωτήρας του, όπως τον αποκαλούσε κάθε εξεταστική. Ο θαυμαστής του σουτζουκακίου μετά τυροκαυτερής. Ο τυχερός εκείνης της βραδιάς, έβγαλε γκόμενα το Βικάκι και αυτός έμεινε με την κομπλεξική τη φίλη της, μιας βραδιάς ξεπέτα και γεια σας. Τι ηλίθιες σκέψεις περνάνε από το μυαλό σου όταν βλέπεις τη ζωή την ίδια νικημένη. Ο Παύλος, πάντα καλοντυμένος και σενιαρισμένος, δεν ήταν εκεί. Ένας που του έμοιαζε κείτονταν στο δρόμο με αίματα σε όλο του το πρόσωπο και σκονισμένο κουστούμι. Έτρεξε και γονάτισε δίπλα του. «ΠΑΥΛΟ! ΠΑΥΛΟ! Σήκω ρε γίγαντα! Έλα πλάκα κάνεις! Έτσι?» Έσκυψε να ακούσει ανάσα. Μάταια. «Έλα ρε μην κάνεις πλάκα! Έλα σήκω, δεν το μύρισες ακόμα? Δες! Δες τι σου έφερα!» κι έβγαλε το σάντουιτς από τη σακούλα και μέσα σε λυγμούς το προέτεινε στο άψυχο κορμί του φίλου του. «Έβαλα και τυροκαυτερή ρε γίγαντα. Κέτσαπ, όχι μουστάρδα. Όπως το τρως!» Κανά δυο περαστικοί κατάλαβαν το δράμα που παιζόταν με τα δυο παλληκάρια και έπιασαν στοργικά από τον ώμο τον Αργύρη και τον κάθισαν λίγο πιο πέρα. Του δώσανε ένα μπουκάλι νερό και περίμενε σα χαμένος να έρθει το ασθενοφόρο να περιμαζέψει τις καλύτερες αναμνήσεις του όπως κείτονταν νεκρές στο πεζοδρόμιο

«…κι αφού παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη, συγκρούστηκε με διερχόμενο αμάξι, δίνοντας ένα τραγικό τέλος στην καταδίωξη μέσα στο κέντρο της πόλης, με νεκρούς τον οδηγό του κλεμμένου οχήματος και ένα 4χρονο παιδί, επιβάτη στο δεύτερο όχημα. Η οδηγός του δεύτερου οχήματος νοσηλεύεται σε κρίσιμη, αλλά σταθερή κατάσταση…». «Του φίλου σου?» ρώτησε χαμηλόφωνα ο κυρ-Σταμάτης τον υπάλληλό του. «Σήμερα δεν θα έπρεπε να είναι η κηδεία? Ή επειδή… δεν τον διαβάζουν?» «Αυτό κανονίζει ο καψερός ο πατέρας του αφεντικό. Θα τον πάνε στο χωριό και ο παπάς θα τον θάψει κει, και καλά θα επικαλεστούν ψυχολογικά και δεν ξέρω ‘γω τι σκατά. Δε θα πάω κυρ-Σταμάτη, δεν θα το αντέξω.» Ο Σταμάτης αν και έδινε λίγα λεφτά ήταν ντόμπρο αφεντικό, ψυχούλα. «Φύγε να ξεκουραστείς γιατί έχεις ταξίδι. Και μην έρθεις τη Δευτέρα αν δε φέρεις κόλλυβα, ξέρεις πως αρέσουν στη γυναίκα μου. Μόνο μια κόρη του έμεινε του καημένου του πατέρα του, μου είπες, είναι καθήκον σου να τους συμπαρασταθείς τους ανθρώπους.» Ο Αργύρης κοντοστάθηκε δυο δευτερόλεπτα. Σηκώθηκε, αγκάλιασε τον κυρ-Σταμάτη και χωρίς να πει κουβέντα έφυγε.

Στο δρόμο για το σπίτι, πέρασε να πάρει κάτι να τσιμπήσει. «Ένα με σουτζουκάκι και τυροκαυτερή. Α, μη βάλεις μουστάρδα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου