31.3.13

Η κακοποίηση του Γιώργη...


Ο Σόιμπλε είχε ξενυχτήσει το βράδυ Κυριακής προς Δευτέρα.
Ένα ακόμη ζήτημα του Ελληνισμού τον ανάγκαζε να παραμείνει ξάγρυπνος.
Οι εκδικητικές του διαθέσεις εναντίων αυτού του μικρού αλλά σημαντικού λαού, του – κατά Κίσινγκερ [sic και γέλια] – δυσκολοκυβέρνητου λαού των Ελλήνων, είχαν αναζωπυρωθεί επικίνδυνα.
Ο ανάπηρος πολιτικός ζήταγε να εκτονωθεί – κάπου έπρεπε να ξεσπάσει.
Ήταν απόγευμα  25ης Μαρτίου, ημέρα της εθνικής εορτής του προαιώνιου εχθρού – του φόβου και τρόμου κάθε σκοτεινής δυνάμεως.


Ο Σόιμπλε απευθύνθηκε στον γραμματικό του.
«Θέλω απόψε τον Τράγκα. Να είναι εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται», είπε, στους γνωστούς αυταρχικούς τόνους.
«Μας πώς να τον φέρουμε εδώ απόψε; Δεν γίνεται. Το βράδυ ξενύχτησε μέχρι πρωίας στην τηλεόραση του Σκάι ενημερώνοντας το κοινό. Τα ξημερώματα κίνησε κατά τον Real fm, για ραδιοφωνική αυτή τη φορά ενημέρωση. Το μεσημέρι παραβρέθηκε στην κηδεία του Μανώλη Γλέζου. Και αμέσως μετά αναχώρησε φουριόζος για το σπίτι του στη Γαλλία. Είχε ανάγκη κάποιας ανάπαυσης…», απάντησε ο πιστός γραμματικός.
«Δεν ξέρω τι θα κάνετε, αλλά εγώ τον θέλω αυτόν τον Έλληνα! Είναι ηλικιωμένος και άσχημος, αλλά έχει ηδυπάθεια σε συνδυασμό με ανδροπρέπεια. Και αυτό μου αρέσει. Είπα και ελάλησα!», έκλεισε τη συζήτηση ο γερμανός πολιτικός, με ναζιστικό αυταρχισμό και τον γνωστό θυμό που του είχε ενσταλάξει η αναπηρία.
Για να προσθέσει: «Προκειμένου να τον δελεάσετε, πείτε του ότι η Γερμανία αποφάσισε να τον χρηματοδοτήσει.
Να τον χρηματοδοτήσει για να… επανεκδώσει τη Χώρα», είπε γελώντας και κλείνοντας το μάτι με νόημα. 



Σε ελάχιστο χρόνο ο Τράγκας έφτασε σαν σίφουνας ενώπιον του Σόιμπλε, αποφεύγοντας, για λόγους ευγενείας, να αναφερθεί σε «μισάνθρωπους γερμανούς», σε «ανάπηρους», σε «παράφρονες», σε «καροτσάκηδες» και τα ρέστα.
Ο Γερμανός ξεπέρασε γρήγορα το small talk (ήταν, άλλωστε, Τεύτων, και δεν του άρεσαν οι λεκτικές φιοριτούρες) και μπήκε κατευθείαν στο ψητό.
«Ακολουθήστε με», είπε στον δημοσιογράφο κινώντας με νεύρο το καροτσάκι.
Στην ημιφωτισμένη αίθουσα όπου εισήλθε ο Γιώργος, αντίκρισε ένα θέαμα decadent αλλά και τρομακτικό.
Τοίχοι πεποικιλμένοι με τεράστιες σβάστικες, εργαλεία βασανισμού ολούθε, και άνδρες γεροδεμένοι, άλλοι ενδεδυμένοι με στολές ναζιστικές και άλλοι – οι περισσότεροι – γυμνοί, παρατεταγμένοι κυκλοτερώς. 



Ο Σόιμπλε έστρεψε το καροτσάκι του προς το κέντρο του ανθρώπινου κύκλου και κάλεσε τον Έλληνα να πλησιάσει.
Εκείνη ήταν η στιγμή που του έπιασε το μάγουλο (και ήταν και τροφαντό, πανάθεμά το).
Το εθώπευσε ηδονικά.
Ο Γιώργος ξαφνιάστηκε.
Αλλά δεν κιότεψε. Αντιστάθηκε…
Στάθηκε ολόρθος και υπερήφανος, ενθυμούμενος τσολιάδες, «Αέρα!», αλλά και τον εν γένει συμβολισμό της ημέρας.
Η θωπεία, ωστόσο, υπήρξε συνεχής και βασανιστική.
Ο λαγνουργών ανάπηρος προέβη διαμιάς σε μια κίνηση ολότελα ντροπιαστική. Εξεκούμβωσε το παντελόνι του, από το οποίο και εξαίφνης ξεπρόβαλε απειλητικά «ένα μεγάλο φουσκωμένο πέος, ένα πέος βανανοειδές εις διαστάσεις μακράς και χονδρής αγγούρας» – για να περιγράψουμε τη σκηνή δανειζόμενοι Εμπειρίκιους λόγους.
Ο Έλλην ένιωσε ίλιγγο.
Άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια.
Ο διεστραμμένος Γερμανός διέταξε να γυμνώσουν τον επισκέπτη του και να τον φέρουν δια της βίας πιο κοντά του.
Ερεθισμένος ιδιαίτατα από την προϊούσα γυναικομαστία του δημοσιογράφου, και ενώ οι σκληροτράχηλοι ναζιστές που περιεκύκλουν το Ελληνογερμανικό ανθρώπινο σύμπλεγμα τραγουδούσαν εν χορώ το Heil Hitler Dir, τον ετοποθέτησε επάνω του, επί του αναπηρικού οχήματος, και άρχισε να επιδίδεται σε ένα σωρό ανομολόγητες λαγνουργίες και ηδονοπραξίες, που ξεπερνούσαν ακόμη και την νοσηρότερη φαντασία… 
«Λυπηθείτε με! Για όνομα θεού!», φώναξε με σπαραγμό ο Γιώργος.
Μίλαγε, όμως, εις ώτα μη ακουόντων, δεδομένου ότι ο ανοικτίρμων καροτσάκιας συνέχισε το ηδονοθηρικό μαρτύριο επί του δημοσιογράφου, και μάλιστα ανήμερα της Ελληνικής εθνικής εορτής, σε έναν ασφαλώς σκόπιμο όσο και διεστραμμένα διαβολικό συμβολισμό.
Ταυτοχρόνως, ένας Εβραίος, μισοκρυπτόμενος πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες με το πορφυρούν χρώμα, «ετάιζε» με χρυσές λίρες (που έβγαζε από ένα πουγκί) τη ναζιστική χορωδία, σε μια παράδοξη και μοχθηρή εβραιογερμανική σύμπλευση ενάντια στον κοινό εχθρό, για να καταστήσει το μαρτύριο του Έλληνος δημοσιογράφου έτι οδυνηρότερον.
Συν τοις άλλοις, εδόθη στον δυστυχή Γιώργο η αυστηρά εντολή να γλωττίζει την μπότα παρισταμένου ανδρός, ενδεδυμένου τη στολή της Βέρμαχτ. 

Την ίδια στιγμή, το μακρύ δερμάτινο καμτσίκι του Σόιμπλε εδούλευε σε εργώδεις ρυθμούς, «ζωγραφίζοντας» αιμάσσουσες λωρίδες στο πλαδαρό, γαλακτόχρουν σαρκίο του ξεβράκωτου δημοσιογράφου.
Η ξεδιάντροπη λαγνοπραξία ήταν, χωρίς αμφιβολία, εκδικητική όσο και βασανιστική. Συνεχιζόταν δε με τέτοια ένταση, που θα έκαμε και την πιο σκληρή καρδιά να ραγίσει από πόνο και να αιμορραγήσει.
Για την ώρα, ωστόσο, κάτι άλλο αιμορραγούσε…
«Πάνο! Βοήθεια Πάνο!» ακούστηκε η σπαρακτική έκκληση του Έλληνα, απευθυνόμενη ασφαλώς προς τον πρόεδρο των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, Πάνο Καμμένο.
Ο Πάνος, όμως, «ήτο μακράν»…
Η μαρτυρική ερωτοπραξία συνεχιζόταν αμείωτη, οδηγώντας σε οδυνηρά και εξευτελιστικά για τον Έλληνα αποτελέσματα.
Ο διαταραγμένος Γερμανός, σε μια παροξυσμική κορύφωση, εξετόξευσε ικανή ποσότητα θερμού κολλώδους υγρού επί της κεφαλής του δημοσιογράφου, παράγοντας επί της κόμης του ένα εντυπωσιακό ασπρόμαυρο κοντράστ.
Τίποτε, όμως, δεν είχε τελειώσει…
Η υγρή οργασμική ολοκλήρωση δεν εστάθη ικανή να κατευνάσει τον Πρίαπο Τεύτονα. Ωσάν να μην έφτανε η ημίωρη non-stop λαγνουργία (μετ' εκσπερματίσεως), ο φιλήδονος καροτσάκιας εξηνάγκασε τον υπερήφανο Έλληνα σε νέο γύρο ακολασίας. Τον επρόσταξε να γονατίσει μπροστά στο καροτσάκι και να επιδοθεί σε έναν ιλιγγιώδη και άκρως δυναμικόν θηλασμόν προς ολοκλήρωσιν της ανοικτίρμονος ηδονοπραξίας. 
«Να Σας κάνω κάτι άλλο Χερ Σόιμπλε; Δεν αντέχω άλλον πεοθηλασμό! Πεοθηλάζω κάθε μέρα – με το αζημίωτο, βέβαια – το Ελληνικό κοινό…», είπε σε δραματικούς τόνους ο ταλαίπωρος δημοσιογράφος.
Ο έκφυλος Γερμανός, αμίλητος, του έκανε νόημα να συνεχίσει.
Δεν άργησε, το λοιπόν, να έλθει και η δεύτερη ανακουφιστική έκρηξη…
Ο μελανόθριξ γέρων με το σταμπωτό μπλουζάκι εγλώττιζε και εθήλαζε περιπαθώς το γερμανικό μέλος, έως ότου να επιτευχθεί η (διατεταγμένη) κατάποση και της τελευταίας σταγόνος του πολυτίμου, υπολεύκου και παχυρρεύστου υλικού.
«Τους πούστηδες του γερμανούς! Μας ξεκώλιασαν!», υποτονθόρυσε ο βαναύσως κακοποιηθείς Έλλην, προτού αποχωρήσει προτροπάδην.

Το συνεχές, όσο και εκνευριστικό, κουδούνισμα του τηλεφώνου έσκισε την σιωπή που σκέπαζε, χρονιάρα μέρα, το σπιτικό του Σταύρου Λυγερού.
Ο δημοσιογράφος κοιμόταν (όχι όρθιος) και, με τη γνωστή ξινίλα στο πρόσωπο, κινήθηκε νωχελικά προς την τηλεφωνική συσκευή σηκώνοντας το ακουστικό. 
«Ποιος;», ρώτησε βαριεστημένα.
«Καλημέρα - Καλημέρα. Χατζηνικολάου εδώ», ακούστηκε από «την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής».
«Τι κάgnεις αγαπητέ Gnίκο;», ρώτησε ο Λυγερός.
«Σταύρο έλα αμέσως στο στούντιο. Είχαμε ολονύκτιο θρίλερ. Χρειαζόμαστε την πολύτιμη συνεισφορά σου. Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Πρέπει να ενημερωθεί ο Λαός». «Ναι, Gnίκο μου. Ποglύ ευχαρίστως. Καλά που με ξύπgnησες γιατί έβλεπα ένα ποglύ κακό όgnειρο. Όgnειρο που περιείχε βάναυση και απάνθρωπη κακοποίηση ενός καλού συναδέλφου», απάντησε ο έγκυρος αναλυτής.
Σηκώθηκε τάχιστα να ετοιμαστεί.
Το στούντιο του Real fm και ο Νίκος Χατζηνικολάου, τον περίμεναν.
Της αναπαύσεως προείχε το ιερό καθήκον της ενημερώσεως…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου