4.5.14

Λάθη στην ορθογραφία ή στη σημασία ομόρριζων και παρώνυμων λέξεων.




      τεχνικός - τεχνητός (με τεχνητά μέσα)
·       πηλήκιο (καπέλο)- πηλίκο(της διαίρεσης)
·       βρόχος (=θηλιά) - βρόγχος (των πνευμόνων)
·       σήραγγα (=τούνελ) - σύριγγα (=ένεση)
·       λίαν καλώς - λεία επιφάνεια, η λεία των πειρατών
·       εγκύπτει στη μελέτη της φιλοσοφίας - ενσκήπτει κακοκαιρία





·       κυκλαδικό ειδώλιο - εδώλιο του κατηγορουμένου
·       «τον κατατρέχουν οι εχθροί του» - «τον κατατρύχουν οι αρρώστιες»
·       «κληροδοτώ το σπίτι στο γιο μου» - «κληρονομώ το σπίτι από τον πατέρα μου»
·       «κυκλοφοριακή συμφόρηση στην πόλη» - «το κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος»




·       χιλιετία: περίοδος χιλίων ετών- χιλιετηρίδα: η επέτειος χιλίων ετών.
·       αποδημία: μόνιμη εγκατάσταση σε ξένη χώρα. παρεπιδημία: προσωρινή (αλλά όχι σύντομη) παραμονή σε ξένη χώρα. εκδημία: ο θάνατος
·       «το μείγμα συνίσταται από τα εξής υλικά» -«συνιστάται η ανάπαυση του ασθενούς»
·       ψυχική οδύνη - ωδίνες (=πόνοι της γέννας)
·       «οι κάτοικοι της υπαίθρου» - «βγήκα στο ύπαιθρο για να ξεμουδιάσω»
·       «απαιτείται η νοσηλεία του σε κλινική» - «η ασφαλιστική του εταιρία θα καταβάλει τα νοσήλια».
·       Το άμεσα (τροπικό επίρρημα) δεν υποκαθιστά το αμέσως (χρονικό επίρρημα). Π.χ., «Η υπόθεση δεν τον αφορά άμεσα» (αλλά έμμεσα). «Να παρουσιαστεί αμέσως» (και όχι: άμεσα).
·       Απλώς : μόνο- Απλά: με απλό, ανεπιτήδευτο τρόπο. Π.χ. «Δεν είναι ζήτημα απλώς προσωπικό, αλλά μας αφορά όλους» (και όχι: απλά).
·       Τοπογραφία είναι η απεικόνιση υπό κλίμακα χώρου σε σχέδιο-τοπιογραφία είναι το ζωγραφικό έργο που απεικονίζει τοπίο.
·       Ομότιμος: πανεπιστημιακός τίτλος που απονέμεται σε πανεπιστημιακό καθηγητή μετά τη συνταξιοδότησή του- Επίτιμος: αυτός που έχει τιμητικό τίτλο χωρίς να ασκεί καθήκοντα.
·       Παλαίμαχος: πολύπειρος και παλιός αλλά συνήθως ακόμη ενεργός- Απόμαχος: απόστρατος, συνταξιούχος
·       Αδιακρίτως: χωρίς διάκριση-Αδιάκριτα: χωρίς ευγένεια, χωρίς διακριτικότητα
·       Έξοχα: θαυμάσια – Εξόχως: πάρα πολύ, υπερβολικά
·       Ιδιαίτερα: κυρίως, κατ’ εξοχήν-Ιδιαιτέρως: χωρίς την παρουσία άλλων
·       Αψίκορος: αυτός που χορταίνει εύκολα (και όχι: οξύθυμος) - αψίθυμος: αυτός που θυμώνει εύκολα - αμφίθυμος: αυτός που αλλάζει εύκολα διάθεση, ο κυκλοθυμικός
·       Αντισκορικό: προϊόν που προστατεύει από σκόρους-αντισκωριακό: προϊόν κατά της σκουριάς
·       Ενδελέχεια: η συνεχής φροντίδα, η επιμέλεια – Εντελέχεια (αριστοτελικός όρος): η μετάβαση της ύλης από τη «δυνάμει» στην «ενεργεία» κατάσταση.
·       Νύμφη: νεαρό έντομο ή νεράιδα (και άλλο η νύφη του γάμου)
·       Στιβάδα: στρώμα ύλης από ομοειδή στοιχεία – Στοίβα: σωρός από πράγματα
·       Φιλοφρόνηση: επαινετικό και κολακευτικό σχόλιο, κομπλιμέντο – φιλοφροσύνη: φιλική και ευγενική συμπεριφορά
·       Προτέρα: η προηγούμενη (π.χ. "επανήλθε στην προτέρα κατάσταση") – προτεραία: η προηγούμενη μέρα (π.χ. "το έμαθα την προτεραία της αναχώρησής μου")
           Αναστηλώνω: αποκαθιστώ μνημείο – υποστυλώνω: στηρίζω με στύλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου