2.5.17

Γυαλιά-καρφιά…



Πολύ συχνά φοράμε γυαλιά ηλίου όχι μόνο για να προστατεύσουμε τα μάτια μας από την ακτινοβολία του αλλά και για να «προστατεύσουμε» τους άλλους – και τον εαυτό μας – από τις εκφράσεις μας. Από την αμείλικτη ετυμηγορία του βλέμματος. Είναι σαν να θέλουμε να βλέπουμε εμείς, χωρίς να μας βλέπουν οι άλλοι. Βέβαια, οι γυναίκες φοράμε γυαλιά και όταν δεν έχουμε «στρώσει» μάτι. Απολύτως σεβαστό και αυτό…




Γενικώς λοιπόν, τα γυαλιά κρύβουν. Εκτός από τα γυαλιά της Βίκης Σταμάτη. Ή μάλλον τη συλλογή των γυαλιών της. Που, αντί να κρύψουν, αποκαλύπτουν αυτά που και η ίδια άλλωστε δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται να κρύψει. Ποσώς...



Μα, θα πείτε, είναι δυνατόν να κρίνω έναν άνθρωπο από τα γυαλιά του; Στην προκειμένη περίπτωση ναι. Όταν ο σχεδόν 80χρονος σύζυγός σου είναι στη φυλακή για κατάχρηση εκατομμυρίων εις βάρος του Δημοσίου και η δικαιοσύνη σε έχει κρίνει συνυπεύθυνη και σε έχει φυλακίσει γι’ αυτό. Οταν καταγγέλλεις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης που απειλούν την εύθραυστη υγεία του. Οταν έχεις περιγράψει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πώς σαπίζει μέσα στο κελί του. Οταν αγωνιάς να συγκεντρώσεις το ποσόν της εγγύησης για την αποφυλάκισή του.
Οταν την περίοδο της κράτησής σου έχεις ποζάρει συνειδητά πίσω από τα κάγκελα σαν τη Θέμιδα Μπαζάκα στα «Πέτρινα Χρόνια» ή αλλοπαρμένη με ένα αρκουδάκι αγκαλιά σαν κακοερμηνευμένη ηρωίδα της Σάρα Κέιν. Και όταν αυτά τα γυαλιά – τη μία ημέρα ροζ σε σχήμα καρδιάς, την επόμενη τεράστιες μαύρες πεταλούδες, οψόμεθα για το νέο μοντέλο – περιβάλλονται από ένα πρόσωπο ακινητοποιημένο από το μπότοξ και με φανερά επάνω του τα αποτελέσματα της αισθητικής υποστήριξης, νομίζω ότι δεν μπορεί να αποτελούν τυχαία επιλογή, τύπου «έβαλα ό,τι βρήκα μπροστά μου».
Πολύ περισσότερο όταν πίσω από αυτά τα κραυγαλέα γυαλιά η κυρία Σταμάτη κουνάει το δάχτυλο στην κοινωνία, μιλά ως τιμητής των πάντων, ειρωνεύεται ως Μαρία Αντουανέτα και απειλεί για αποκαλύψεις  τις οποίες είναι απορίας άξιο γιατί δεν έκανε κατά τη διάρκεια της δίκης της.  Βεβαίως και τα πανάκριβα γυαλιά της είναι ενθύμιο των ημερών της δόξας της αλλά δεν μπορεί στη συλλογή της να μην υπάρχει ένα πιο διακριτικό μοντέλο. Ε, και αν δεν υπήρχε, ας αγόραζε ένα από το περίπτερο για να κάνει τις δηλώσεις της μπροστά στην κάμερα και αμέσως μετά ας επέστρεφε στις καρδιές και τις πεταλούδες της. 

Τα γυαλιά είναι το κερασάκι στην τούρτα στην έπαρση και τον σουσουδισμό της κυρίας Σταμάτη. Κατά καιρούς, έχω κάνει προσπάθειες να την συμπονέσω. Όχι γιατί θεωρώ ότι αδίκως διώχθηκε αλλά διότι προσπαθώ να βρω τις ρωγμές ευαισθησίας στην εικόνα της υπεροπτικής και αλαζονικής γυναίκας που τα ήθελε όλα και πολύ. Διότι ξέρω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τέτοιες ρωγμές. Δυστυχώς δεν τις βρήκα. Δεν είμαι επιστήμων της ψυχής για να πω ότι δεν υπάρχουν. Πάντως δεν φαίνονται. Ακόμη και όταν η κυρία Σταμάτη μιλάει με – δικαιολογημένο – σπαραγμό για το παιδί της, με ένα περίεργο τρόπο, ανακαλείς τις περιγραφές των πωλητριών για την αυταρχική συμπεριφορά της στα καταστήματα όπου ξόδευε τα ευρώ σαν μαρουλόφυλλα.
Στον αντίποδα του «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται», είναι κάπως να προσπαθείς να υπερασπιστείς κάποιον (κόντρα στους αυτοματισμούς) που επιμένει να μην υπερασπίζεται και να εκθέτει τον εαυτό του.
Η κυρία Σταμάτη μοιάζει σαν να θέτει εαυτήν υπεράνω των εννοιών του καλού και του κακού. Ούτε ψέλλισμα ή υπόνοια συγγνώμης δεν ακούστηκε τόσα χρόνια από τα χείλη της. Ούτε άλλωστε από τον κύριο Τσοχατζόπουλο. Θυμάμαι, στο ηχητικό ντοκουμέντο που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, τον τρόπο που μιλούσε στον φύλακα που τον συνόδευε στο νοσοκομείο. Με  βρυχηθμούς σχεδόν, σαν να διέταζε σκυλί.
Βεβαίως αφού η Δικαιοσύνη αποφάσισε ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι, καλώς και είναι. Χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις όμως αλλά μόνο από εμπειρία ζωής, αναγνωρίζω ότι το ζεύγος Τσοχατζόπουλου ταλαιπωρήθηκε στη φυλακή αμφιβάλω όμως αν συνετίστηκε έτσι όπως βλέπω – τουλάχιστον την κυρία Σταμάτη – να περιφέρει την ψευδαίσθηση του αλάθητου και της εξουσίας της επί πάντων. Με γερές δόσεις εκδικητικότητας. Μου θυμίζει δε τη γνωστή ρήση του Τολστόι: «Ο άνθρωπος είναι σαν κλάσμα. Ο αριθμητής είναι ο πραγματικός εαυτός του ενώ ο παρονομαστής η ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Οσο μεγαλύτερος ο παρονομαστής, τόσο μικρότερη η αξία του κλάσματος».

Πέπη Ραγκούση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου