3.4.13

Σημεία των καιρών.


Κάποτε, μόλις νιώθαμε ότι πλησιάζει το Πάσχα των Ελλήνων, η εθνική μας υπερηφάνεια εκφραζόταν στον ωραίο αγώνα για την ελληνικότητα των αρνιών. Καλώς ή κακώς -αυτό δεν με απασχολεί-, ο Eλληνας ήθελε το αρνί του να είναι ελληνικό· ούτε βουλγάρικο, τούρκικο ή αλβανικό και, προπαντός, όχι σκοπιανό.
Εξ ου και οι τιμές των εγχωρίων αμνών ήσαν υψηλότερες των εισαγομένων από τις γειτονικές χώρες. 



Αφού η παράδοση θέλει να «τηλώσει η μπάκα» και η χοληστερίνη να τιναχθεί στα ύψη, καλό είναι προτού επέλθει ο σκασμός, στα τελευταία δευτερόλεπτα πριν από την απώλεια των αισθήσεων, να ξέρεις τουλάχιστον ότι το αρνί ήταν ελληνικό, μεγαλωμένο κάτω από το ελληνικό φως, καρδαμωμένο με τη χλόη του απαράμιλλου ανοιξιάτικου τοπίου της πατρίδας μας.



Πρόμαχος στον αγώνα τον καλό για την ελληνικότητα του οβελία ήταν πάντα ο σύγχρονος θεματοφύλαξ των ιερών παραδόσεων του έθνους μας: ο Ελληνας δημοσιογράφος, κυρίως στην τηλεοπτική εκδοχή του.
Μαχητικός, άτεγκτος και ασυμβίβαστος, συχνά με τη φωνή τρεμάμενη από αγανάκτηση για τους κατάπτυστους που κερδοσκοπούν εις βάρος της καθαρότητας της φυλής (αφού είμαστε ό,τι τρώμε, υποτίθεται...), μετέδιδε την εξέλιξη του αγώνα σε «ζωντανή σύνδεση» με την πρώτη γραμμή του πυρός: τη Βαρβάκειο Κεντρική Αγορά. Πάντα, ακόμη και στην εποχή της αφθονίας, τα ρεπορτάζ διανθίζονταν με την απαραίτητη κλάψα για τις «απλησίαστες» τιμές.
Φιγουράριζε απαραιτήτως ο φτωχός συνταξιούχος, που μόνον κοιτάζει και δεν αγοράζει, αλλά -περιέργως- δεν είναι ποτέ ισχνός.
Δεν έλειπε, επίσης, το χρηστικό μέρος του ρεπορτάζ με το αναγκαίο splatter: ο εύσωμος και αξύριστος χασάπης με τη σπηλαιώδη φωνή, κατά κανόνα πιτσιλισμένος με αίματα, να μας διδάσκει τη διαφορά χρώματος της σφραγίδας των σφαγίων, ώστε να ξεχωρίζουμε το σχεδόν τυρκουάζ (που εκείνος το έλεγε πράσινο) των εισαγομένων από το γαλάζιο (σχεδόν τυρκουάζ) των ελληνικών.
Κι όλο αυτό, ενώ εγώ ο φουκαράς, που τύχαινε να παρακολουθώ από την τηλεόραση, ένιωθα τελείως βλάκας, γιατί δεν έβρισκα μεγάλη διαφορά στις αποχρώσεις και έμενα με την απορία γιατί οι αρμόδιοι διαλέγουν τόσο παρεμφερή χρώματα για τις σφραγίδες.
Παραδέχομαι, βέβαια, ότι ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά όλο αυτό το πανηγύρι.
Το έβλεπα ως μια σύγχρονη γραφικότητα, κάποτε διασκεδαστική και κάποτε εκνευριστική, αναλόγως του ταλέντου των ερμηνευτών.
Εξάλλου, ούτε που θα διενοούμην ποτέ να αγοράσω ολόκληρο ή, έστω, μισό αρνί.
Και μόνο το θέαμα εκείνων που ευτυχείς μεταφέρουν στον ώμο ένα γδαρμένο κουφάρι αρνιού τυλιγμένου σε φύλλα πλαστικού, ενώ το κεφάλι συνήθως εξέχει και πάλλεται στον ρυθμό του βηματισμού του ευτυχούς κατόχου του, μου ήταν αποτρόπαιο.
Αφήστε δε τους άλλους!
Εκείνους που τους έβλεπες να φεύγουν οικογενειακώς για το εξοχικό με το αρνί δεμένο μαζί με τις αποσκευές επάνω από το αυτοκίνητο...
Τα χρόνια που περνούν, όμως, φέρνουν με τρόπο ύπουλο μια αλλαγή, που όταν είσαι νεότερος ούτε που τη φαντάζεσαι.
Όχι μόνον συνηθίζεις αυτά που γύρω σου αντιπαθείς ή κοροϊδεύεις, αλλά η ξαφνική απουσία τους σε ενοχλεί.
Η δραματική μετάδοση του βετεράνου ρεπόρτερ, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν νομίζει ότι βρίσκεται στο πολιορκημένο Χαλέπι και όχι στη Βαρβάκειο, το πλάνο που ανοίγει και βλέπεις τον χασάπη με μια χαιρέκακη απόλαυση να κόβει τα παϊδάκια με τον μπαλτά του, όλα αυτά τα κωμικά και κακομοίρικα -τι περίεργο!- γίνονται δείκτης της κανονικότητας του περιβάλλοντος της ζωής σου, της σταθερότητάς της.
Γίνονται ευπρόσδεκτη πλάκα, που τη νοσταλγείς όταν λείπει.
Προφανώς η ενόχληση οφείλεται στο ότι, μεγαλώνοντας, διαπιστώνεις πόσο σπάνιο πράγμα εν τέλει είναι η σταθερότητα των συνθηκών στη ζωή.
Αυτό ορισμένοι το καταλαβαίνουν από νωρίς, επειδή το μαθαίνουν στην αρχή της ζωής τους.
Ο σπουδαίος Αμερικανός (ουγγροεβραϊκής καταγωγής) ιστορικός Τζον Λούκατς είναι μια τέτοια περίπτωση.
Το βιβλίο του «Five Days», στο οποίο περιγράφει τις κρίσιμες πέντε ημέρες της άνοιξης του 1940, ώσπου να εδραιωθεί η εξουσία του Τσώρτσιλ, ενώ την ίδια ώρα ο Χίτλερ είχε κερδίσει τον πόλεμο αλλά (ευτυχώς) δεν το ήξερε, τελειώνει με έναν ύμνο ευγνωμοσύνης προς τον Βρετανό ηγέτη.
Διότι ο Λούκατς θεωρεί ότι χωρίς την ηγεσία του Τσώρτσιλ και την αντοχή της Βρετανίας δεν θα είχε διαμορφωθεί η συμμαχία που συνέτριψε τον ναζισμό στο τέλος και δεν θα είχαν ακολουθήσει τα σχεδόν πενήντα χρόνια δημοκρατίας και ευημερίας από την απόσταση των οποίων έγραψε το 1994 το συγκεκριμένο βιβλίο.
Ο Λούκατς είχε όμως επιβιώσει από τα δύο χρόνια στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, είχε γλιτώσει την εκτόπιση σε στρατόπεδο εξόντωσης και είχε επιζήσει από τη μάχη της Βουδαπέστης.
Με τέτοιο ξεκίνημα, αυτός ήταν σε θέση να εκτιμήσει τη σημασία της σταθερότητας. Δεν είχε την αντίληψη περί κεκτημένου, που έχουμε όσοι από εμάς γεννηθήκαμε και περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας στο κράτος προνοίας, όπως οικοδομήθηκε στις δεκαετίες της μεταπολεμικής ευημερίας και για το οποίο τώρα είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι τελείωσε.
Είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι ένας τρόπος ζωής, που έτεινε προς την ολοένα μεγαλύτερη συρρίκνωση του εργασιακού βίου και τη μεγέθυνση των αμοιβών και των προνοιακών απολαβών, έφθασε στο τέλος του.
Πού με παρασύρει όμως η νοσταλγία για τον αγώνα υπέρ της ελληνικότητας του πατροπαράδοτου οβελία;
Από αλλού ξεκίνησα και θέλω εκεί να επιστρέψω.
Κάπου διάβασα, λοιπόν, ότι, εν όψει πασχαλινής περιόδου, ο αναπληρωτής υπουργός Γεωργίας Μάξιμος Χαρακόπουλος κήρυξε τον πόλεμο κατά των παρανόμων ελληνοποιήσεων εισαγομένων αυγών.
Εκεί ξέπεσε ο κιμπάρης ο Έλληνας, αγαπητοί μου!
Κάποτε έδινε τον υπέρ βωμών και εστιών για το σφαχτό, τώρα ασχολείται με αυγά. Μα, είναι γνωστό ότι αυτά δεν τα βάφαμε για να τα φάμε, αλλά για πασχαλινό ντεκόρ και, βέβαια, για να τα τσουγκρίσουμε.
Συνήθως, μετά το Πάσχα κατέληγαν στον τενεκέ των σκουπιδιών.
Όχι πλέον, φοβάμαι.
Σημείο των καιρών...

Στέφανος Κασιμάτης

Σημ. Ορθογράφου: Πόσο μας λείπει ο Τσαμτσίκας!!!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου