3.5.14

Οι διαβόητοι «αυτοί»…


      Ο Έλληνας σπανίως έχει αμφιβολίες.
Όπως προσφυώς είπε σχετικά πρόσφατα ο Στέλιος Ράμφος αναφερόμενους γενικά σους λαούς της ευρωπαϊκής ανατολής: «ο Δυτικός (Ευρωπαίος) έχει ερωτήσεις, εμείς (οι Ανατολικοί) έχουμε απαντήσεις».
Και χωρίς να χρειαζόμαστε τις ερωτήσεις, οι οποίες κρίνονται περιττές καθόσον ενοχλητικές.
Γι’ αυτό και τις ξεπετάμε με κάποια έτοιμη απάντηση απ’ τις πολλές που έχουμε στο μανίκι μας.



Βέβαια, ο Μπουκόφσκι είχε πει ότι το «κακό σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ότι οι έξυπνοι είναι γεμάτοι αμφιβολίες, ενώ οι ηλίθιοι γεμάτοι βεβαιότητα», αλλά όχι, δε θα κάνω το συνδυασμό των δύο ρητών σε επίπεδο λαών και δη του ελληνικού, που θα υποδείξει το σε ποια από τις δύο κατηγορίες δικαιούται να καταταγεί – αυτό θα ήταν καραμπινάτη αντεθνική ενέργεια.
Αποφασίζω λοιπόν συνειδητά να μείνω με τη βεβαιότητα ότι οι κουτόφραγκοι (προσοχή στο συνθετικό «κουτο») μας φθονούν διότι είμαστε πανέξυπνοι.
Και στο κάτω-κάτω όταν εμείς χτίζαμε παρθενώνες αυτοί έτρωγαν βελανίδια. Γνωστά και χιλιοειπωμένα αυτά…




Κάποτε, περίπου πριν από 130 χρόνια, ένας νεαρός πολιτικός από το Μεσολόγγι ονόματι Χαρίλαος Τρικούπης αναρωτήθηκε δημοσίως σε ένα πια πασίγνωστο άρθρο του «Τις πταίει» (για τα χάλια της χώρας).
Δεν ξέρω ακριβώς πως εκλήφθηκε το εν λόγω ερώτημα από τους συγχρόνους του αλλά νομίζω ότι θα ήταν ασφαλές να υποθέσουμε ότι πάνω-κάτω θα ήταν με ανάλογο τρόπο με το πώς το εκλαμβάνουμε εμείς, τα τρισέγγονά τους: Ως μια ενοχλητική και περιττή ερώτηση.
Διότι η απάντηση είναι σαφέστατη και πασίγνωστη και είναι σχεδόν ύποπτο να μην την ξέρει κάποιος.
«Αυτοί» φταίνε.
Αυτοί ντε, που μας καταδίκασαν στη μιζέρια, που μας διώξανε απ’  τις δουλειές μας, που μας πήραν τα λεφτά απ’ την τσέπη, που μας βάλανε να μαλώνουμε, που μας κλέψανε τα όνειρά μας (διότι οι Έλληνες είμαστε και ποιητικός λαός, να τα λέμε κι αυτά, τόσα Νόμπελ «πήραμε», αφού) κλπ.
Απλά και ξεκάθαρα πράγματα.
Το κακό μ’ αυτούς τους «αυτούς» είναι ότι όχι μόνο είναι πανίσχυροι, αλλά ότι συχνά είναι και αόρατοι.
Επειδή όμως ξέρουμε ότι το αόρατο δεν είναι αυτομάτως ανύπαρκτο και μάλιστα επειδή αν κάτι δεν το βλέπουμε οφείλεται στο ότι συνήθως «αυτοί» μας το κρύβουν άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι «σίγουρα» υπάρχει, είναι και φοβερά δύσκολο να πολεμηθούν.
Γι’ αυτό λοιπόν και δε μας απομένουν πάρα πολλά να κάνουμε παρά να κλαφτούμε στα (πάσης φύσεως) καφενεία και σε στιγμές οίστρου να τους ρίξουμε και καμιά ευφάνταστη κατάρα που αν μη τί άλλο θα διασκεδάσει και εμάς και τους γύρω μας.
Και θα ξεφορτίσει ένα μέρος της μιζέριας και της έντασης που μας κατατρέχει. Και αύριο πάλι εδώ θα είμαστε, στα καφενεία, να τα βάλουμε μ’ αυτούς τους «αυτούς», επικαλούμενοι «έγκυρες» και εξίσου καφενειακές πληροφορίες, και να κλάψουμε λίγο ακόμα τη μοίρα μας με έναν τρόπο που τόσο εύστοχα είχε περιγράψει ο Κώστας Βάρναλης στους «Μοιραίους» του.


Για τη γενικευμένη χρήση του τρίτου προσώπου (και συνήθως πληθυντικού) θα πω περισσότερα παρακάτω.
Προς το παρόν μένω στη συνοδεία του σχεδόν αποκλειστικά από αόριστες αντωνυμίες.
Κι αν κάποιος προβοκάτορας ή σκέτα κουτός (με την φράγκικη κουταμάρα που λέγαμε πιο πάνω) κάνει την ερώτηση «μα σε ποιους αναφέρεστε;» εισπράττει πρώτα τη γενική χλεύη και θυμηδία και προκειμένου να πάρει μια κάποια απάντηση θα πρέπει να επιμείνει αφού πρώτα υποχρεωθεί ταπεινά να παραδεχτεί το ότι είναι αστοιχείωτος.
Διότι η πρώτη απάντηση είναι του στυλ «μα δεν τους ξέρεις, πλάκα μας κάνεις ρε φίλε;».
Ωστόσο αν κανείς επιμείνει σας εγγυώμαι ότι θα ανταμειφθεί.
Πώς ακριβώς;
Διότι μπροστά στα μάτια του, θα εμφανιστεί μια μικρή στην αρχή, αλλά ραγδαία αυξανόμενη, ρωγμή στις βεβαιότητες όλων αυτών, όλων ημών αν θέλετε.
Διότι, αποδεικνύεται ότι πραγματικά συγκεκριμένοι στην απόδοση των γενικών «ευθυνών» ελάχιστοι μπορεί να είναι.
Συνήθως φτάνουν μέχρι το φταίνε οι «αρμόδιοι», οι «φορείς» κλπ.
Πάλι αοριστίες δηλαδή.
Κι αν πιεστούν λίγο παραπάνω, θα σου πετάξουν και τα ονόματα μερικών πρωθυπουργών ή κομμάτων εξουσίας (κατά προτίμηση αυτά που ποτέ δεν ψήφισαν αν και τώρα με την «άνθηση» του αγαναΧτισμού, τέτοιες ντροπές έχουν καμφθεί εντόνως) και θα καθαρίσουν.
Κι αυτό στην καλή περίπτωση.
Διότι μερικοί αν πιεστούν να γίνουν συγκεκριμένοι έχουν πολύ πιο «ψαγμένες» απαντήσεις, π.χ. τον πανταχού παρόντα Σόρος, τους λοιπούς Οβραίους (και το σόρος αυτό Οβραίος είναι ναούμ’), το μεγάλο κεφάλαιο, τους Νεφελίμ, τις μυστικές υπηρεσίες, την (κατά Notis) λέσχη Μποντιμπίλντερ και δε συμμαζεύεται.
Το αστείο μάλιστα είναι ότι αν κάνεις επίμονα αυτή την ερώτηση σε έναν καφενέ  που λέγαμε, το πιο πιθανό είναι να προκληθεί καυγάς μεταξύ των απαντώντων - και κάπως έτσι θα πάρεις για τα καλά το αίμα σου πίσω.
Να λοιπόν γιατί οι σοφοί, όπως είπαμε, κάτοικοι αυτής της χώρας αποφεύγουμε να γινόμαστε συγκεκριμένοι.
Διότι υπάρχει πάντα η περίπτωση όχι να λέμε αρλούμπες (είπαμε, έχουμε το γονίδιο της εξυπνάδας) αλλά να αρχίσουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας – και τότε εννοείται, πάλι «αυτοί» θα φταίνε.
Και φτου κι απ’ την αρχή.
Μερικά τελευταία λόγια για τη χρήση της γραμματικής και συντακτικού: Η χρήση του πρώτου προσώπου όταν μιλάμε για φταιξίματα υποδηλώνει αν όχι συντελεσθείσα αυτοκριτική, τουλάχιστον μια υπόνοια αρχής της.
Έστω ενδοσκόπησης.
Αστεία πράγματα δηλαδή.
Σιγά να μην φταίω «εγώ» που ακολούθησα τη συγκεκριμένη π.χ. επαγγελματική πορεία, που έκανα τις συγκεκριμένες επιλογές στη ζωή μου, που (για να το πάμε και πολιτικά) στήριζα αυτούς που στήριζα (η ψήφος είναι μόνο ένα μικρό μέρος της γενικότερης στήριξης) κ.ο.κ.
Σε ότι αφορά πάλι τη χρήση του δευτέρου προσώπου, αυτή προϋποθέτει απευθείας συνομιλία με κάποιον απ’ τους φταίχτες.
Οι οποίοι, όπως εμπεδώσαμε, είθισται να είναι αόρατοι.
Αλλά και ορατοί να είναι, μπροστά μας να τους έχουμε (π.χ. κάνας υπουργός που περιοδεύει στο χωριό μας ή στη γειτονιά μας), δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα, εξάλλου «εγώ θα σώσω τον κόσμο;».
Άσε που μας ψεκάζουν για να μην αντιδράμε.
Μέχρι λοιπόν να εφευρεθεί ο ψεκασμός που θα εξαλείφει πέραν της απευθείας διαμαρτυρίας των αναξιοπαθούντων και την ανυπόφορη γκρίνια τους, κάπως έτσι θα πορευόμαστε.
Διότι εμείς θα είμαστε βέβαια περήφανοι που «βγάλαμε» έναν π.χ. Καζαντζάκη αλλά θα μας εκφράζει αιωνίως ο Καζαντζίδης.
Διότι ο πρώτος μας προέτρεπε να αγαπάμε την ευθύνη (είπαμε, περηφάνια κυρ-Νίκο μας, αλλά γιατί μας βάζεις δύσκολα, ξέρω ‘γω να’ ουμ) ενώ ο δεύτερος τραγουδά μαζί μας τον πόνο μας στα καφενεία.
Χωρίς να μας ζητάει τίποτα!

Ο Παραβάτης

ΥΓ: Επειδή υποψιάζομαι ότι με την επαναλαμβανόμενη στο κείμενο κάπως απαξιωτικά λέξη του «καφενέ» δίνω την εντύπωση ότι αντιπαθώ τα συγκεκριμένα στέκια (κυριολεκτικά ή μεταφορικά, διότι και ένα π.χ. ιντερνετικό φόρουμ είδος καφενέ είναι), θα πρέπει να διευκρινίσω ότι στην πραγματικότητα τα λατρεύω και τα επιζητώ συνεχώς - ακριβώς εξαιτίας των συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα σε αυτούς.
Θεωρώ μάλιστα ότι παρά τα ελαττώματά τους,  είναι ότι εγγύτερο έχουμε να επιδείξουμε οι νεο-Έλληνες στις «αγορές» των αρχαίων ημών προγόνων. Εξάλλου, όπως έγραψε και ο Ευάγγελος Λεμπέσης «καφενειακή είναι η συζήτηση όχι όταν μεταφέρεται η συζήτηση στο καφενείο, αλλά όταν το καφενείο μεταφέρεται στη συζήτηση»…
Αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου