5.2.13

Ψυχασθένεια και έγκλημα. Υπάρχει σχέση;


Ο James Holmes, που κατηγορείται για τις δολοφονίες μέσα σε κινηματογραφική αίθουσα στη πόλη Aurora του  Colorado το περασμένο καλοκαίρι, δεν είχε ποινικό μητρώο, αλλά επισκέπτονταν ψυχίατρο πριν το συμβάν.
Ο Adam Lanza, που φέρεται να δολοφόνησε την μητέρα του και στη συνέχεια είκοσι παιδιά και δυο ενήλικες σε δημοτικό σχολείο του Connecticut, πρι αυτοκτονήσει, δεν είχε ποτέ του μπλεξίματα με τον νόμο, αλλά έπασχε από μια διαταραχή προσωπικότητας γνωστή ως το σύνδρομο Asperger.


Το ίδιο πνευματικά ασθενείς ήταν ο Anders Behring Breivik της Νορβηγίας, ο Jared Lee Loughner της Arizona, και ο Seung-Hui Cho της Virginia, όλοι τους μαζικοί δολοφόνοι…



Είναι αλήθεια ότι όταν κάποιος αποφασίζει να σκοτώσει αθώο κόσμο στη τύχη, αυτό συνήθως οφείλεται σε μια ψυχική πάθηση.
Σε αντίθεση όμως με την κοινή πεποίθηση, το γεγονός ότι κάποιος πάσχει ψυχικά δεν σημαίνει ότι είναι επικίνδυνος ή βίαιος.
Η εντύπωση ότι τέτοιοι άνθρωποι (ψυχικά πάσχοντες)  είναι όντως επικίνδυνοι ενισχύει τον στιγματισμό τους από την κοινωνία, καθώς και τα προβλήματά τους, εμποδίζοντάς τους να συμμετέχουν επαρκώς στην κοινωνία.
Στην πραγματικότητα υπάρχει μεγάλη διάσταση μεταξύ της κοινής πεποίθησης και των αληθινών στοιχείων όσον αφορά στον συσχετισμό ψυχικής ασθένειας με πράξεις βίας.
Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ το 42% των ενηλίκων πιστεύει πως ένα παιδί με κατάθλιψη μπορεί να είναι και επικίνδυνο.
Το 70% θεωρεί ότι ασθενείς που έχουν νοσηλευτεί σε ψυχιατρεία είναι επικίνδυνοι.
Σύμφωνα όμως με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία, αυτοί που έχουν διαγνωσθεί ως ψυχικά πάσχοντες, το ¼ περίπου του συνολικού πληθυσμού κάθε χρόνο, είναι υπεύθυνοι για μόλις το 4-5% όλων των βίαιων εγκλημάτων που σημειώνονται πανεθνικά.
Έτσι, αν και πολλοί ασθενείς είναι εν δυνάμει επικίνδυνοι αν δεν δεχτούν θεραπεία, ή επειδή κάνουν κατάχρηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών, εν τούτοις το ρίσκο να συμμετάσχουν σε βίαια εγκλήματα παραμένει μικρό.
Η προσωπική εμπειρία συνήθως ανατρέπει την σχέση μεταξύ ψυχικής ασθένειας και βίας.
Μια έρευνα στις ΗΠΑ έδειξε ότι αν και το 68% των ενηλίκων γνωρίζουν τουλάχιστον ένα άτομο που έχει νοσηλευτεί για ψυχιατρικούς λόγους, και το 10% γνωρίζει περισσότερα από πέντε τέτοια άτομα, μόνο το 9% έχει δεχτεί κάποια απειλή ή επίθεση από αυτά τα άτομα.
Μάλιστα, όλοι όσοι ζουν ή εργάζονται με ψυχικά ασθενείς, όπως είναι οι οικογένειές τους, οι γιατροί, και οι νοσηλευτές, ανήκουν στο μικρότερο ποσοστό αυτών που τους θεωρούν ως επικίνδυνους.
Αυτή η διάσταση μεταξύ πραγματικότητας και επικρατούσας αντίληψης οφείλεται εν πολλοίς στα ΜΜΕ, που συστηματικά συνδέουν την βία με την ψυχική ασθένεια.
Μάλιστα, μια μελέτη δημοσιευμάτων αμερικανικών εφημερίδων έδειξε πως το 39% αυτών που είχαν σχέση με ψυχική ασθένεια, εστίαζαν σε πράξεις βίας ή ενδεχόμενο κίνδυνο.
Στη Γερμανία, οι εκτενείς καλύψεις των επιθέσεων εναντίον δυο πολιτικών το 1990 από πλευράς δυο σχιζοφρενών, ενίσχυσε την άποψη στο γερμανικό κοινό ότι οι ψυχασθενείς είναι όντως επικίνδυνοι.
Η δημοσιογραφική κάλυψη επιθέσεων με πολλά θύματα είναι επίσης ιδιαίτερα εκτενής. Το κοινό πάντα ψάχνει να βρει μια εξήγηση για το παράλογο αυτών των πράξεων, και εκεί είναι που έρχονται τα ΜΜΕ και προσφέρουν μια σχέση μεταξύ ψυχικής υγείας και εγκλήματος, όπως για παράδειγμα αναφορές από φίλους και συγγενείς για περίεργη συμπεριφορά, για κοινωνική απομόνωση, και για επισκέψεις σε ψυχιάτρους από πλευράς των δραστών.
Εν τω μεταξύ, αρκετοί συνήγοροι υπεράσπισης προσπαθούν να μειώσουν το ποσοστό ενοχής των πελατών τους ισχυριζόμενοι ψυχολογικά προβλήματα ή παραφροσύνη, όπως έκαναν αυτοί του Νορβηγού Breivik μετά την εν ψυχρώ δολοφονία 77 ανθρώπων, που έγιναν στο όνομα της καταπολέμησης του πολυπολιτισμού που απειλεί τη χώρα. Αν και συνήθως αυτή η νομική υπερασπιστική προσέγγιση δεν έχει μεγάλη επιτυχία, ο συγκεκριμένος δράστης τιμωρήθηκε με 21 χρόνια φυλάκισης, εν τούτοις τυχαίνει μεγάλης δημοσιότητας με αποτέλεσμα το κοινό να συνδέει στο μυαλό του την βία με την ψυχασθένεια.
Η αντίληψη ότι οι ψυχασθενείς είναι και επικίνδυνοι είναι παγκόσμια.
Ισχύει όμως περισσότερο σε αναπτυσσόμενες χώρες παρά σε ήδη αναπτυγμένες.
Η μεγάλη εξαίρεση είναι οι ΗΠΑ, όπου η εύκολη διαθεσιμότητα όπλων συνεισφέρει σε μεγάλο αριθμό δολοφονιών, ειδικά από πυροβόλα όπλα, τον μεγαλύτερο μάλιστα στα αναπτυγμένα κράτη.
Με δεδομένο το ότι οι μαζικές δολοφονίες που σημειώνονται στις ΗΠΑ ελκύουν την παγκόσμια προσοχή, η εστίαση των ΜΜΕ σε τυχόν ψυχολογικά προβλήματα του εκάστοτε δράστη, ενισχύει την παραπάνω πεποίθηση σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν η Αμερικανίδα πολιτικός Giffords δέχθηκε επίθεση από ένοπλο άνδρα πριν μερικά χρόνια, η εφημερίδα The Australian την ανέφερε 160 φορές μέσα στους επόμενους 6 μήνες, ενώ μόλις μια φορά στους 12 μήνες πριν από το περιστατικό.
Αν και οι μαζικές δολοφονίες είναι σπάνιες, ακόμη και στην Αμερική, η δημοσιογραφική κάλυψη που τις εξάγει σε ολόκληρο τον πλανήτη συντελεί στο να συνδέεται στο μυαλό των ανθρώπων παντού στο κόσμο η βία με την ψυχασθένεια.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, οι προσπάθειες του προέδρου Ομπάμα να επιβάλλει περισσότερους ελέγχους στα όπλα, ενισχύοντας τους περιορισμούς απόκτησής τους από ψυχολογικά διαταραγμένα άτομα, ή αυξάνοντας τα κονδύλια για την ψυχολογική θεραπεία, έχουν μια παγκόσμια σημασία.
Βέβαια, μπορεί η επέκταση των προγραμμάτων ψυχικής υγείας να είναι ένα θετικό βήμα, που θα συντελέσει στην περαιτέρω ασφάλεια των πολιτών της Αμερικής, δεν παύει όμως να συντελεί στην άποψη ότι οι ψυχικά πάσχοντες είναι και εν δυνάμει δράστες βίαιων εγκλημάτων. Και αυτό είναι λάθος.
Οι Αμερικανοί νομοθέτες, και τα ΜΜΕ θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν την παγκόσμια επιρροή τους ώστε να μειωθεί το στίγμα που συνοδεύει τους ψυχικά ασταθείς σε παγκόσμιο επίπεδο.

S.A.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου