8.10.12

Διαβατήριο

Κρατούσε το κινητό του στο ένα χέρι. Στο άλλο τρεμόπαιζε ένα στριφτό τσιγάρο, η καύτρα του σβησμένη εδώ και λίγα λεπτά. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το μήνυμα. Είχε διαγράψει βέβαια το κινητό της εδώ και καιρό, αλλά από το περιεχόμενο του μηνύματος δεν ετίθεντο θέμα για την προέλευσή του. 

Ήταν εκείνη. Και του ζητούσε ξανά να βρεθούνε. Μετά από την ολιγόλεπτη παγωμάρα τα δάκτυλά του άρχισαν να ξεμουδιάζουν. Έγραψε στα γρήγορα ένα καταφατικό μήνυμα και πήγε προς το μπάνιο να κάνει ένα κρύο ντους.

Κατέβαινε σιγά σιγά τα σκαλιά του σπιτιού της. Μια γλυκιά ανησυχία είχε κυριεύσει το μυαλό της. Ένα γαργάλημα στην κοιλιά της θαρρείς και της έβαζε φτερά στα πόδια. Κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη της εισόδου της πολυκατοικίας της, πήρε μια βαθιά ανάσα για κουράγιο και έκλεισε την εξώπορτα πίσω της. Πήρε την ανηφόρα για το παλιό καφέ.

Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά. Η ζακέτα ήταν απαραίτητη πάνω στη μηχανή, αλλά δεν παραπονιόταν, ο καιρός ήταν ακόμα φιλικός για τους εραστές των δύο τροχών. Άφηνε τον αέρα να τον γεμίζει μέσα από την ανοιχτή ζελατίνα καθώς ξεχύνονταν σε κάθε φανάρι προς το σημείο που θα τη συναντούσε. Ο αέρας παρέσερνε τις σκέψεις του όλες, εκτός από μία. Την εικόνα της όταν έφευγε, εκείνη την τελευταία φορά από το μικρό καφέ που είχε στεγάσει τόσα ρομαντικά τους απογεύματα. Κι ένα όχι τόσο ρομαντικό. Αυτό του χωρισμού τους.

Έκατσε συνεσταλμένα σε ένα γωνιακό τραπεζάκι και άφησε στη διπλανή θέση τη τσάντα της. Αρνήθηκε ευγενικά στη σερβιτόρα να παραγγείλει. «Περιμένω παρέα», είπε και σα να πετάρισε και πάλι η καρδιά της. Τόσους μήνες είχε να τη δει αυτήν την παρέα. Από μια ανοησία, έναν εγωισμό. Αλλά σήμερα σκόπευε να διορθώσει το σφάλμα της. Δεν άντεχε άλλο να ζει μια ζωή γεμάτη από εκείνον, αλλά χωρίς εκείνον. Άνοιγε συρτάρια και έβρισκε ρούχα του, ψαχούλευε στον υπολογιστή της και ξετρύπωνε φωτογραφίες τους, θυμόταν σε ανύποπτο χρόνο πως το μαξιλάρι στον καναπέ της το είχε πάρει δώρο αυτός, το κάδρο με την αφίσα της αγαπημένης της ταινίας το είχε κρεμάσει εκείνος, στο μικρό τηγανάκι της ετοίμαζε την σάλτσα που τόσο λάτρευε. Η πόρτα του καφέ άνοιξε και την ξύπνησε από την ονειροπόλησή της. Ένας νεαρός μπήκε και κατευθύνθηκε στην παρέα του. «Όπου να ‘ναι…» σκέφτηκε και άρχισε να παίζει νευρικά με τα δάχτυλά της.

Κατέβηκε από τη μηχανή, ασφάλισε το κράνος και έφυγε ρίχνοντας της μια τελευταία ματιά. Η μόνη «γυναίκα», σκέφτηκε, που αν της φερθείς καλά θα στο ανταποδώσει. Έσκασε ένα πνιχτό γελάκι και συνέχισε προς το καφέ. Άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα και μπήκε μέσα. Με το που έστριψε στα αριστερά το κεφάλι του, αισθάνθηκε περίεργα. Η ανάσα του τον πρόδωσε για ένα δευτερόλεπτο και η καρδιά του σα να έχασε έναν κτύπο. Του χαμογελούσε με όλο της το πρόσωπο, τα πράσινά της μάτια κορνιζαρισμένα από τα μαύρα της μαλλιά. Τα είχε κόψει λίγο διαφορετικά, αλλά αυτός ακόμα αισθανόταν τη μυρουδιά τους σαν τότε που βυθιζόταν στην αγκαλιά της.

Έκατσε αντίκρυ της. Μείνανε σιωπηλοί για λίγα δευτερόλεπτα, χαμογελώντας αμήχανα ο ένας στον άλλο. Σα να αισθάνονταν τις αύρες τους να ορμάνε η μία στην άλλη και να συγκρούονται σε έναν χείμαρρο από αγκαλιές και φιλιά. Αλλά τα σώματά τους μένανε εκεί, χαμογελούσαν αμήχανα. «Πως πάει το μεταπτυχιακό?», ρώτησε για να σπάσει τον πάγο. «Τελείωσα και την τελευταία εργασία, τυπικά τελείωσα.», αποκρίθηκε εκείνη και συνέχισε. «Λογικά σε κάνα δυο εβδομάδες επιστρέφω, μετακομίζω στο πατρικό μου. Εσύ?» Η σερβιτόρα τους διέκοψε άθελά της και ρώτησε για την παραγγελία. «Ένα σκέτο φραπέ για μένα και για την κυρία μία… σοκολάτα κρύα μέτρια?», και κοίταξε προς το μέρος της. «Ζεστή, άρχισε το φθινόπωρο να κάνει τα κόλπα του με τα λαιμά μου. Αλλά, ναι, μέτρια.» είπε κοιτάζοντάς τον με ικανοποίηση για το ότι θυμόταν μια τόσο μικρή κι ασήμαντη λεπτομέρεια. Η καρδιά της ζεστάθηκε λιγάκι.

Η ψιλή κουβεντούλα συνεχίστηκε και μετά την άφιξη των ροφημάτων τους. Ποιος κοινός γνωστός παντρεύτηκε, ποια φίλη τους βρήκε δουλειά, κάνα δυο δυσάρεστα, μερικά ακόμα ευχάριστα… «Μου έλειψες»… Βρήκε το κουράγιο μέσα της και το ξεστόμισε, απλά. «Κι εμένα. Δεν πιστεύω ότι περίμενες το αντίθετο.» της απάντησε. Άπλωσε το χέρι της προς το δικό του, αλλά δεν τόλμησε να ολοκληρώσει την κίνησή της και απλά ακουμπήσανε τα ακροδάχτυλα τους. «Συγνώμη.» «Τις συγνώμες τις έχουμε πει εδώ και καιρό.» της είπε με ένα τρυφερό χαμόγελο. Τρυφερό, αλλά θλιμμένο συνάμα. «Δεν περιμένω μετά από τόσο καιρό να με δεχτείς με ανοιχτές αγκάλες, ακόμα και το ότι δέχτηκες να βρεθούμε ήταν έκπληξη, αλλά θα ‘θελα, δηλαδή αν κι εσύ…» «Φεύγω μικρή μου.» Το αίμα της πάγωσε. «Τι εννοείς, από πού, τώρα από εδώ, έχεις δουλειά?» «Σε δυο βδομάδες πετάω για Καναδά. Μου βρήκε θέση για να συνεχίσω την ειδικότητα μου η ξαδέρφη μου και το αποφάσισα. Οι γονείς μου ακόμα βρίζουν τη θεία μου, αλλά δεν πάει άλλο εδώ. Δε με κρατάει τίποτα…» Η σιωπή κράτησε λίγα δευτερόλεπτα, μα έμοιαζε σα ταξίδι για τον άλλο κόσμο.

«Μάλιστα.» ψιθύρισε και έριξε το βλέμμα της κάτω. Τότε έφυγε αυτή χωρίς να ρωτήσει, χωρίς να σκεφτεί τι του έκανε. Τώρα που δεν είναι καν μαζί, και το άκουσμα της είδησης της σήκωνε την τρίχα, της κάρφωνε την πλάτη στην καρέκλα, την ασφυκτιούσε. Πως τον έκανε τότε να νιώσει με τον εγωισμό της άραγε. Λες και δεν είχε ευκαιρίες εδώ, αλλά ήθελε να «ζήσει», όπως κάθε άμυαλο κορίτσι της ηλικίας της, μακριά. Μερικά ανιαρά πάρτι, αρκετό αλκοόλ για κύρωση ήπατος, κάνα δυο εφήμερες σχέσεις, άγνωστα παιδαρέλια που ιδροκοπούσαν πάνω της. Ανούσιες εμπειρίες που απλά της θύμιζαν ότι ήταν μακριά του. Και τώρα θα είναι αυτός μακριά της.

«Δεν ήθελα να στο φέρω έτσι απότομα, αλλά...», είπε και έκανε μια παύση για να στρίψει ένα τσιγάρο. Το άναψε και το έφερε στο στόμα του. «Δυστυχώς έτσι έχουν τα πράγματα.» Η βραδιά συνεχίστηκε βαριά. Αντάλλασαν κουβέντες μηχανικά, πόσο ακριβά είναι τα εισιτήρια για τον Καναδά, πόσο κοντά είναι το μέρος που θα πάει στη Νέα Υόρκη, που τόσο ήθελε να πάει από μικρός, σε ποιον θα πουλήσει τη μηχανή. «Με τη μηχανή είσαι τώρα?» τον ρώτησε και άναψε λίγο το πρόσωπό της, πρώτη φορά μετά από πολύ ώρα. «Ναι, η «Κούκλα» δε με πρόδωσε ποτέ… εννοώ… γαμώτο, συγνώμη δεν ήθελα να ακουστεί έτσι…» «Δεν πειράζει.» αποκρίθηκε χαμηλόφωνα ρίχνοντας πάλι τα μάτια της κάτω. «Θέλεις να σε πάω μια βόλτα? Μια και θα την δώσω σε λίγες μέρες, να τη χαρούμε λίγο.» «Ναι θα το ήθελα!» του είπε, και το χαμόγελό της αγκάλιασε πάλι το πρόσωπό της.

Ο αέρας τους χτυπούσε παιχνιδιάρικα με κάθε βαθύ γύρισμα του γκαζιού. Και αυτή γαντζωνότανε όλο και πιο δυνατά πάνω του, θαρρείς και έτσι θα τον κρατούσε να μη φύγει σε λίγες μέρες, θα τον κρατούσε πάλι εδώ δικό της. Ακολουθούσε με το κορμί της το κορμί του ιππότη της πάνω στο σιδερένιο του άτι, σε κάθε στροφή σε κάθε φρενάρισμα και γκάζωμα. Σε ένα φανάρι, άνοιξε τη ζελατίνα της και του έκανε σήμα να την ακούσει. «Πάμε σπίτι σου…»

Εκεί στο στρώμα του, πεταμένο στο πάτωμα, περιτριγυρισμένοι από κούτες με τα λιγοστά του υπάρχοντα, ανταλλάξανε πάλι λόγια, χάδια, φιλιά. Τους βρήκε το ξημέρωμα αγκαλιά. Κάνανε ένα τσιγάρο μαζί, ντύθηκαν και αποχαιρετιστήκανε. Με το ζόρι κρατούσε τα δάκρυά της. «Θα τα ξαναπούμε μέχρι να φύγω μικρούλα.» της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο.

Σε λίγη ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι της μεγάλης της αδερφής που τη φιλοξενούσε για να είναι πιο χαλαρή από τη μαμά και τον μπαμπά. Έφτιαξε έναν καφέ και έκατσε στο σαλόνι. Τριγύρισε λίγο πάνω κάτω. Μετά από αιώνες, που κάποιοι θα είχαν το θράσος να αποκαλέσουν ώρες, έκατσε στον υπολογιστή της αδερφής της. Λίγα χτυπήματα του πληκτρολογίου αργότερα και είχε μπροστά της μια κρατική ιστοσελίδα. «Οδηγίες για την έκδοση διαβατηρίου.»

Δ.Ζ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου