Θεσσαλονίκη, χειμώνας του 1980.
Εμείς —μια παρέα μουσάτοι, μακρυμάλληδες,
αμπεχωνοφόροι
φοιτητές— έχουμε πάψει να ξημεροβραδιαζόμαστε στις ταβέρνες (και κάποιες φορές,
Σάββατα, κυρίως στις ντισκοτέκ που φθίνουν πια) και προτιμούμε τα νέα σημεία
διασκέδασης της πόλης, όπως το Time Out ή το Φλου.
Το ουίσκυ αντικαθιστά τη ρετσίνα και ο Θεοδωράκης και η
νεοκυματική κιθάρα που βασίλευε στο «Λιόγερμα» μένουν στην άκρη, παραμερίζουν
κάνοντας χώρο στα πλατώ των μπαρ που ξεφυτρώνουν για τις μουσικές των Doors,
των διαχρονικών Stones, της Pattie Smith, της Jonnie Mitchel ή του πανκ που
δειλά τότε ξεκινούσε ν’ ακούγεται…
Έμενα τότε σ’ ένα σπίτι στην πολύ στενή οδό Θεαγένους
Χαρίση —ποτέ δεν με παρακίνησε η περιέργειά μου να ψάξω για την προέλευση του ονοματοδότη—
εκεί που αγγίζαμε, σχεδόν, τους απέναντι ενοίκους, τα μπουγέλα μας, πάντως,
έφταναν εύκολα στα μπαλκόνια τους (το ίδιο συνέβαινε και στα δικά μας), ιδίως
κατά τη θερινή περίοδο των εξετάσεων τις μεταμεσονύχτιες ώρες της μελέτης.