25.7.13

Ανήσυχες, σημαδεμένες… μαμάδες.



Όσο μεγαλώνω γίνομαι και πιο συντηρητικός.
Όμως δεν ήμουν πάντα έτσι.
Ειδικά σε θέματα εμφάνισης, και τι δεν έκανα….
Μακριά μαλλιά, μαλλιά γουλί, περμανάντ αφάνα, ουρίτσα να κρέμεται από πίσω, χρυσές ανταύγειες, οξυζεναρισμένες αστραπές στα πλάγια, σκουλαρίκια, και άλλα πολλά.
Είχαμε βλέπετε …. eighties!



Ποτέ μου όμως δεν συμπάθησα τα τατουάζ.
Ίσως γιατί, την εποχή που ήμουν έφηβος, τατουάζ είχαν μόνο οι γύφτοι, οι κάγκουρες, οι τελειωμένοι μηχανόβιοι, οι χαπάκηδες, και οι φυλακόβιοι.
Άντε και κανένας αχθοφόρος, ή λιμενεργάτης «τραγουδιστής».
Και αυτά συνήθως ήταν κάτι ανορθόγραφα και πρόχειρα χτυπημένα συνθήματα και εκφράσεις του στυλ «LOVE», «I want to be fri» (sic), «Μανώλης Αγγελόπουλος για πάντα!», «KAVASAKI» (sic), ΜΠΑΟΚΑΡΑ, και άλλα τέτοια φαιδρά, που όμως έβγαζαν το βαθύ συναίσθημα, και τον καημό του καθένα.

Η παρακμή της Ρώμης.



Μέσα σε ένα μόλις Σαββατοκύριακο πληροφορηθήκαμε το χλιδάτο πάρτι με την εμφάνιση του Αντώνη Ρέμου στη Μύκονο, όπου με 180 ευρώ έτρωγε κάποιος, το καλοκαίρι του 2013, κοψίδια στη λαδόκολα, πίνοντας σαμπάνια και απολαμβάνοντας λαικοπόπ καψουροτράγουδα, ακούγοντας τον Αντώνη να σαρκάζει την αναπηρία του Σόιμπλε(!) και το κοινό να τον αποθεώνει…





καμαρώσαμε τον μέγιστο κωμικό Μάρκο Σεφερλή, στην Ασπροβάλτα να αγνοεί τους δυστυχείς που συνέρρευσαν να ακούσουν τα άθλια χωρατά του, με τα οποία πλούτισε όλα τα προηγούμενα χρόνια, γεμίζοντας το Δελφινάριο, αγνόησε λοιπόν τους διψασμένους για βρισίδια και χυδαιότητα κοινούς θνητούς που πλήρωσαν 20 ευρώ και εμφανίστηκε επί σκηνής με 3 ώρες καθυστέρηση, όταν πια τα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί στις καρέκλες, συγκεντρώνοντας τα γιούχα των γονιών που επέλεξαν για την ψυχαγωγία των παιδιών τους να βρεθούν στο συγκεκριμένο μαγαζί.

Η θλίψη της περιφερόμενης παρακμής.



Ένα ίνδαλμα φτιαγμένο από στόφα λαϊκή, σε καταγωγή και εικόνα που θα του διναν υλικό να γίνει εκφραστής καταπιεσμένων και όχι καψουρεμένων, όπως επέλεξε.
Η αυθεντικότητα του σε μια Αυλίδα – πίστα, έδωσε λαιμό στο σφαγείο της μαύρης σαν στόμα ανοιχτό, έτοιμο να καταπιεί, πίστας, με τα υπερμηχανήματα, τις κυλιόμενες σκηνές, τις εκκωφαντικές μικροφωνικές, λογιών σταρ να ίπτανται με λαμπιόνια κρεμασμένα επάνω τους, σα χριστουγεννιάτικες μπεκάτσες. 



Η εποχή της ελαφρότητας, της επιδειξιομανίας, της χαώδους διασκέδασης σε κενά γεμισμένα με μπόμπα αλκοόλ, της λαγνείας που χόρευε με μίνι πάνω στο τραπέζι, μισό - αποπροσανατολισμένη Βεδουίνα και μισό - αμερικανοποιημένη με σπουδές σε ιδιωτικό κολέγιο κι αγαπημένη πόλη την Νέα Υόρκη, του λαδέμπορου με τις εισπράξεις απ τη σοδειά στην τσέπη στο πρώτο τραπέζι, του σωματέμπορου με το δειγματισμό από νεαρή σάρκα, είναι πίσω.
Τα τύπου μπουζούκια, πρώην σουπερ μάρκετ που έγιναν κλαμπ, με τα ηχεία να πολλαπλασιάζουν τη φωνή της άμουσης ντίβας – γυμνάστριας και του παρολίγον λαϊκού νεόπλουτου σταρ.



Ο απαίδευτος νους…



-Ποιος κυβερνά αυτόν τον κόσμο;
-Ο απαίδευτος νους.
-Ο απαίδευτος νους; Είναι ο πλούσιος; Είναι ο αμόρφωτος; Είναι ο..;
-Είναι ο απαίδευτος νους.
-Τι εννοείς; Τι σημαίνει αυτό;
Ο απαίδευτος νους άγεται και φέρεται. Γίνεται έρμαιο της συγκυρίας. Γίνεται αυτό που συμβαίνει- και τίποτα άλλο.




Ο απαίδευτος νους προσκολλάται πάντοτε στον εκάστοτε Δυνατό. Είναι μια αυτόματη, αντανακλαστική κίνηση.
Ο απαίδευτος νους δέχεται τη δωροδοκία, την εύνοια, την υπεροπτική ανοχή του Δυνατού. Μια δουλειά, λίγα χρήματα, ένα αντάλλαγμα.
Θα δεχτεί να βελτιώσει πρόσκαιρα τη θέση του και θα επιτρέψει στον βασιλιά, τον κυβερνήτη, τον πρωθυπουργό να συντηρήσει το εκάστοτε διεφθαρμένο καθεστώς του.


Ο πατριωτισμός της Μυκόνου!



Η Μύκονος, ως γνωστόν, δεν είναι νησί.
Είναι υπαρξιακός προορισμός όπως τα Κύθηρα του Χέλντερλιν, τόπος συμβολικός όπως η Θούλη.



Η έκφραση «πάω Μύκονο» ήταν, στα χρόνια της Μεγάλης Ελλάδας, ομολογία πατριωτισμού.
Σήμαινε ότι όχι μόνον έχεις καταλάβει το βαθύτερο νόημα της ελληνικής ζωής, αλλά έχεις βρει τον τρόπο να το κάνεις δικό σου, να ζήσεις όπως μόνον οι Ελληνες ξέρουν να ζουν.
Ξέρεις να κρατάς τη θέση σου στην πασαρέλα του ξεσαλώματος, και το κυριότερο, ξέρεις πως ο Θεός ή κάποια μοίρα σε έριξαν σ’ αυτόν τον τόπο για να ξοδεύεσαι και να ξοδεύεις.


Άλλα καλοκαίρια…



Αρχές δεκαετίας του ‘90, τα πρώτα beach bar κάνουν την εμφάνισή τους.
Τα παραθαλάσσια παραθεριστικά χωριά σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, αλλάζουν.
Οι τοπικοί Δήμοι ενισχύονται οικονομικά.
Μέσα σε μια δεκαετία η ομπρέλα, η ψάθα και το ψυγειάκι έχουν αντικατασταθεί από έτοιμες ξαπλώστρες, ο παππούς δεν έχει πια δικαίωμα να έχει λίγα μέτρα παραλίας μπροστά στο σπίτι του και το ελεύθερο μπάνιο -με τις ευλογίες όλων μας- αποτελεί παρελθόν.




Έγινε κατεστημένο το μπάνιο στη θάλασσα να συνεπάγεται υποχρεωτικό στρίμωγμα μέχρι αηδίας, πέταμα σε οποιοδήποτε σημείο σου βρουν ελεύθερη ομπρέλα ακόμα και 20 μέτρα από το κύμα, ηχορρύπανση λόγω συνωστισμού και χαράτσι σε κάθε εξόρμηση, που προστίθεται στα ήδη σαλταρισμένα έξοδα μετακίνησης.


Οι αντιστασιακοί!



Η εκτίμηση ότι η χώρα μας τελεί υπό δικτατορικό καθεστώς («χούντα», «Κατοχή») οδηγεί
στην ένδυση πολλών δημιουργών, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων και διασκεδαστών με τα χρώματα του αντιστασιακού.
Συγγραφείς, τραγουδιστές, μέλη της νομενκλατούρας και ινδάλματα της λαϊκής ψυχαγωγίας εμφανίζονται ως μεγαλόστομοι επαναστάτες, πατριώτες και ανατροπείς: μετά από κάμποσα χρόνια λήθαργου και επιθετικού νεοπλουτισμού, δεβαριεσισμού και γραφειοκρατικής αριστεροσύνης, διάφοροι «επώνυμοι» κολακεύουν το κοινό τους πασχίζοντας να γίνουν συμπαθητικοί - άρα, να διατηρήσουν τη δημοτικότητα και, κυρίως, την εμπορικότητά τους.
Άνθρωποι άσχετοι προς την πολιτική, μικροαστοί, βολεμένοι, αγράμματοι, εσωστρεφείς και εγωκεντρικοί, κάνουν οψίμως επίδειξη κοινωνικής συνείδησης - και εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ και οι λεγόμενες αντιμνημονιακές δυνάμεις γνωρίζουν επιτυχία και προσβλέπουν στην εξουσία, όσοι ενδιαφέρονται να αρέσουν, προσχωρούν στους επικείμενους νικητές.