7.7.13

Ποιος ήταν ο πιο άθλιος;



Κάθε τόσο βρίσκεται ένα λεβεντόπαιδο να ανοίξει την κουβέντα την κακιά, που κάνει τους μικρούς σατανάδες να τσακώνονται και να πετάνε τα κουβαδάκια τους ο ένας στον άλλον.
Και να γίνεται μεγάλος σαματάς στην πλαζ.
Δεν μπορούν να συμφωνήσουν στο μεγάλο βασανιστικό ερώτημα: Ποιος ήταν ο αθλιότερος, από όλους αυτούς που χάλασαν τη γιορτή;
Και πάντα την πατάνε, κατά τον αισώπειο μύθο, όπου ο καθένας βλέπει στην πλάτη του μπροστινού τη σακουλίτσα με τα αλλότρια ελαττώματα, δεν μπορεί όμως να δει πίσω του τα δικά του.




Όλα ακούστηκαν για τις προθέσεις του πρώην τσεκουροφόρου τραμπούκου Μαυρουδή Βορίδη.
Ακόμα και που έκανε ερώτηση (2010) στη Βουλή καταγγέλλοντας ότι μας ψεκάζουν. Τώρα, ξεπλυμένος, ως νηφάλιος και σώφρων πολιτικός χαμηλών τόνων, βρίσκει και πείθει.
Αλλά, ας πάμε τη συζήτηση λίγο παραπέρα.
Και επειδή τα έχουμε ξαναπεί, πάλι θα έχουμε κακοκαρδίσματα.


Ένα πολιτικό «τουρλουμπούκι»…



Να πούμε τα πράγματα απλά.
Το πολιτικό σύστημα δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα του για να μπορέσει να διασωθεί και να επιβιώσει.
Κι όταν λέμε πολιτικό σύστημα, εννοούμε τους πάντες, από το μόρφωμα του ναζισμού, μέχρι τα «αστικά» κόμματα, το κόμμα των συνιστωσών της ακινησίας και την Αριστερά της ουτοπίας.
Το μεγάλο πρόβλημα του τόπου είναι πολιτικό και δημιουργείται από την
αναντιστοιχία ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις και τις σύγχρονες απαιτήσεις.




Οι πολιτικές δυνάμεις είναι παγιδευμένες στο παρελθόν και μεγάλο μέρος τους δίνει μάχες οπισθοφυλακής για να μπορέσουν να διατηρήσουν το παρασιτικό –κρατικιστικό μοντέλο της οικονομίας που μας οδήγησε εδώ που είμαστε σήμερα.
Λειτουργούν ως χειρόφρενο σε οτιδήποτε πρέπει να αλλάξει.


Κι αν τους διώχναμε;



Γενικότερα, θεωρώ τον εαυτό μου αισιόδοξο άνθρωπο, παρά τις δυσκολίες που έχω περάσει στη ζωή μου.
Πολλοί που με γνωρίζουν, θέλω να πιστεύω, συμφωνούν με αυτό…




Παρά τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, τα οποία θα αποφύγω να  απαριθμήσω άλλη μια φορά, πιστεύω ότι αργά η γρήγορα, κάτι θα γίνει και κάτι θ’ αλλάξει προς το καλύτερο.
Κρατάω ακόμα αντιστάσεις και εξακολουθώ να σκέφτομαι θετικά.
Αρκεί όμως να το πιστεύω εγώ;
Για να το θέσω καλύτερα, μήπως κινδυνεύω με μια τέτοια άποψη να θεωρηθώ γραφικός και αλαφροΐσκιωτος;
Και εξηγούμαι…



Αναζητώντας το ... κέντρο.



Η πολιτική είναι σαν το ταξίδι.
Έχει όραμα, ψευδαισθήσεις και υποσχέσεις.
Πωλείται ως όνειρο, ο τερματικός σταθμός.
Αυτός της ευημερίας.




Μέχρι να φτάσεις σε αυτό το σταθμό, η διαλεκτική πολιτική αναλαμβάνει με πολλά «θα» να πείσει πως θα καταφέρει όσα υπόσχεται.
Ότι και να πεις, ότι και να κάνεις, ένα είναι σίγουρο, πως χρειάζεται κάποιος να σε ψηφίσει, για να γίνει το «θα», πραγματικότητα, ή τουλάχιστον ελπίδα..
Πρέπει δηλαδή να συγκεντρωθεί η κατάλληλη κοινωνική μάζα που θα εμπνευστεί από τα λόγια σου και θα σου δώσει την εξουσία για κυβέρνηση.
Ότι και να λες δεν έχει καμία σημασία αν δεν έχεις την δύναμη του λαού για να το κάνεις πράξη, ή τουλάχιστον να βρεθείς σε ικανή κοινοβουλευτική διάταξη για να το πολεμήσεις.

 

Ποιος τουρισμός;



Όταν ο κόσμος των ΜΜΕ χαριεντίζεται με ειδήσεις γλυκανάλατες, ανακριβείς και... αιθεροβμονες, αποδεικνύεται με τραγικό τρόπο ότι η βλακεία όχι μόνο είναι επικίνδυνη, είναι και βλαβερή.
Τηλεοράσεις, έντυπα και ραδιόφωνα μιλούν για τουρισμό που βουλιάζει την Ελλάδα και δη τα νησιά, αλλά δεν αναφέρουν για ποιας ποιότητας τουρισμό μιλούν.



Τις προάλλες βρέθηκα σε παραλία που «διαθέτει» - με τη γνωστή τακτική της καταπάτησης - ξενοδοχειακή μονάδα εξακοσίων πενήντα κλινών, η οποία έχει ξαπλώστρες, μπαρ, καζάνια φαγητού, παγωτού κ.λπ.
Η μέθοδος του βραχιολακίου είναι γνωστή: όλα είναι free για τους ενοίκους του ξενοδοχείου και 15 ή 20 ευρώ κοστίζει το κουπόνι που θα κόψει ο επισκέπτης και που θα του εξασφαλίσει ξαπλώστρα, φαγητό, ποτό, καφέ ατελείωτο από τις 10 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ που κλείνουν οι υπάλληλοι τα πόστα τους. Εξαιρετικά ελκυστικό δεν είναι;
Το απωθητικό είναι να βλέπεις τον κόσμο που καταλαμβάνει τα πεντάστερα ξενοδοχεία. Επίπεδο κάτω του μετρίου σε μεγάλο ποσοστό. Και φουλαρισμένο κόσμο μέχρι εκεί που δεν παίρνει.
 


Το τέλος της ελληνικής Αριστεράς.



Είναι αδιαμφισβήτητο πως στις μέρες μας υπάρχει ένας σαφής ανταγωνισμός μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς, ως προς τη διαμόρφωση συσχετισμών και τη διαμόρφωση θέσεων για την επόμενη, μετά την κρίση, ημέρα.
Η κεντροδεξιά (πιο πολύ δεξιά και λιγότερο κέντρο), έχει κάνει σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, επιβάλλοντος τη δική της ατζέντα και διαμορφώνοντας συνθήκες ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας.




Η επιχειρούμενη διπλή διεύρυνση μέσω της διείσδυσης στους όμορους χώρους της ακροδεξιάς και του συντηρητικού κέντρου, μένει να αποδειχτεί πόσο αποτελεσματική είναι και να δοκιμαστεί στις κάλπες.
Στο μεταξύ, η κεντροαριστερά, βιώνει μία από τις χειρότερες υπαρξιακές κρίσεις της, αναζητώντας κατεπειγόντως ταυτότητα, στρατηγική και εργαλεία ερμηνείας της πραγματικότητας.
Η κεντροαριστερά σήμερα (λιγότερο κέντρο και περισσότερο αριστερά), έχοντας χάσει σχεδόν κάθε επαφή με την πραγματικότητα, ταλανίζεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αδυνατώντας να εκφέρει έναν ελάχιστα πειστικό λόγο.
Ας δούμε, συγκεκριμένα, τι είναι κάθε ένα από τα κόμματα που, σήμερα, αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά:



Η ποίηση και το μαύρο…



Το «μαύρο» στην ΕΡΤ, εκτός του ότι δημιούργησε μια κυβερνητική κρίση και παρ’ ολίγον να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές, έδωσε την ευκαιρία στους ποιητές του δημοσίου βίου μας να αναπτύξουν έτι περαιτέρω τις λυρικές τους ικανότητες.



Ως χρώμα δυσμενές και πένθιμο, χρώμα που δηλοί την απουσία χρώματος, επέτρεψε ωραίους συνειρμούς και καλλιεπείς συμπαραδηλώσεις.
Άκουσα, για παράδειγμα, κάποιον να λέει με ύφος «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», πως μόνον οι φασίστες είναι ικανοί να ρίξουν μαύρο στη δημόσια τηλεόραση. Παραγνωρίζοντας, ποιητική αδεία, πως τα απολυταρχικά καθεστώτα φροντίζουν να λειτουργούν αδιαλείπτως και με όποιο κόστος τα ΜΜΕ ώστε να εξυπηρετούν την προπαγάνδα τους.
Ας μην ξεχνάμε ότι επί Ιωάννου Μεταξά αναπτύχθηκε το δίκτυο της ελληνικής ραδιοφωνίας.