20.7.13

Η αθάνατη ελληνική ψυχή…



Τον Ιούλη του 1974, είχα μόλις τελειώσει την Β’ γυμνασίου.
Και επειδή κέρδιζα και χρονιά, ήμουν σχετικά μικρός.
Πολύ μικρός για να καταλάβω το τι ακριβώς συνέβαινε.
Τα όσα όμως έζησα τότε, στον δικό μου μικρόκοσμο, τα θυμάμαι σαν να ήταν χθες.



Θυμάμαι για παράδειγμα το στήσιμο όλων γύρω από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, μπας και μάθουμε τι ακριβώς γίνεται στην «μακρινή» Κύπρο.
Θυμάμαι την γενική επιστράτευση, και τους άνδρες της γειτονιάς να σπεύδουν χαρούμενοι να παρουσιαστούν στις μονάδες τους.
Θυμάμαι την αγωνία των γυναικών τους, που τους αποχαιρετούσαν κλαίγοντας.
Θυμάμαι τα τζιπ, και τα ΡΕΟ να πηγαινοέρχονται γεμάτα από μακρυμάλληδες επίστρατους, άλλος με μαγιό, άλλος με σαγιονάρες.
Όλοι όμως χαρούμενοι.
Κι αυτό με γέμιζε περηφάνια.

Ένας απλός ήρωας…



Με αφορμή την επέτειο των «μαύρων ημερών» της Κυπριακής τραγωδίας,  θα ήθελα να παραθέσω μια προσωπική μου εμπειρία για τα παλικάρια που πολέμησαν και που με έχει κυριολεκτικά συγκλονίσει. 
Ενώ λοιπόν τα Ελληνόπουλα μεγαλώνουν (εμού συμπεριλαμβανομένου) νομίζοντας πως η Ελλάδα κατατροπώθηκε και ότι στην ουσία η Κύπρος έπεσε αμαχητί, η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική.
Υπήρξαν Έλληνες που πολέμησαν ηρωικά.
Άσχετα αν τα κατορθώματά τους δεν έγιναν γνωστά ενώ θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία μας. Φευ.





Είχα λοιπόν την τύχη να γνωρίσω πριν από χρόνια κάποιον αστυνομικό για τον οποίο όταν πληροφορήθηκα πως πολέμησε στην Κύπρο το `74,  τον «τρέλανα» στην ανάκριση…
Στην αρχή διστακτικά και αργότερα πολύ πιο εύγλωττα, ο αστυνομικός αυτός μου διηγήθηκε τις εμπειρίες του οι οποίες αξίζει αν μη τι άλλο όχι απλά να γίνουν βιβλίο αλλά ακόμη και ταινία.
Αλλά που;
Στην Ελλάδα των μεσημεριανάδικων;
Απίθανο μου φαίνεται.


Κάτω στα γουναράδικα…



Το καλύτερο που μπορεί να πει κανείς για τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Βαγγέλη Διαμαντοπουλο είναι ότι δεν ξέρει τι λέει.
Είναι ένα από εκείνα τα παιδιά της μεταπολίτευσης που απλώς αναπαράγει τσιτάτα του πεζοδρομίου, θέλοντας να δείξει πως κατάγεται από τρανή (επαναστατική) γενιά.




Εξ ου και η αποστροφή του από το βήμα της Βουλής: «Είμαστε έξω και ακούμε όλους αυτούς που δεν έχουν καταθέσεις, που δεν είναι στη λίστα Λαγκάρντ, που δεν έχουν να πληρώσουν τον λογαριασμό του ρεύματος, του νερού, του τηλεφώνου, που δεν έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους... Όλοι αυτοί μας λένε το εξής: Δεν εκβιάζονται, είναι αποφασισμένοι για ρήξη και ανατροπή. Έχουν την αποφασιστικότητα που θα πει αυτό που έλεγε και ο Αρης Βελουχιώτης: Ραντεβού στα γουναράδικα».


Την αποστασία πολλοί αγάπησαν, τον αποστάτη κανείς.



Η παραφρασμένη λαϊκή παροιμία ταιριάζει «γάντι» στην περίπτωση των περιβόητων πασοκογενών, συνδικαλιστικών και μη, στελεχών που έχουν κατακλύσει την Κουμουνδούρου, οσμιζόμενα τον κυβερνητικό κορβανά.
Όμως την τύχη που τους επιφύλαξαν οι σύντροφοι της άλλης αριστερής όχθης, στο πρώτο συνέδριο του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ο πιο μακιαβελικός νους δεν φανταζόταν.




Κυριολεκτικά όλοι, πλην ενός καταϊδρωμένου καταποντίστηκαν στην εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ κάποιοι, σοφά ποιώντας, δεν μπήκαν καν στη βάσανο της εκλογής για να μη λοιδορηθούν.



Η νεοελληνική καρικατούρα των καταλήψεων.



Υπάρχει μια «επαναστατική» τελετουργία που επαναλαμβάνεται με μονότονο τρόπο στα σχεδόν 40 χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Συνδικαλιστικές οργανώσεις, ομάδες συμφερόντων, αυτοανακηρυγμένοι εκπρόσωποι του λαού και κάθε λογής «συλλογικότητες», όταν θέλουν να διαμαρτυρηθούν για κάτι ή να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους, καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους, ακυρώνουν τη λειτουργία τους, που είναι η προσφορά υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο, και ανακοινώνουν ότι θα συνεχίσουν την κατάληψη «μέχρις εσχάτων».



Οι συνήθεις χώροι όπου ασκείται αυτή η επαναστατική γυμναστική είναι τα πανεπιστήμια, οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας, τα γραφεία κρατικών επιχειρήσεων, οι χώροι παροχής υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης προς τους πολίτες, οι χώροι εναπόθεσης απορριμμάτων καθώς και σχολικές εγκαταστάσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπου οι συχνές καταλήψεις από μαθητές τείνουν να λάβουν τη διάσταση εθιμικού δικαίου.
Πρόσφατα, το φαινόμενο επεκτάθηκε και στις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες. Αντίθετα, οι καταλήψεις σπανίζουν σε χώρους ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Οι καταλήψεις εγκαταλειμμένων κτιρίων από αναρχικές ομάδες και η μετατροπή τους σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, αρκετά συχνές, δεν εξετάζονται στο κείμενο που ακολουθεί.



Μη βιάζεσαι να κρίνεις…



Ο χειρούργος μπήκε βιαστικός στο νοσοκομείο, αφού δέχτηκε κλήση για μια επείγουσα και δύσκολη επέμβαση.
Φόρεσε γρήγορα τη ρόμπα του και κατευθύνθηκε προς το χειρουργείο όπου στην αίθουσα αναμονής συνάντησε τον πατέρα του παιδιού που θα χειρουργούσε.
Εκείνος μόλις αντίκρισε το γιατρό του φώναξε με αγωνία:
«Γιατί έκανες τόση ώρα να έρθεις; Είσαι εντελώς ανεύθυνος; Η ζωή του γιου μου κινδυνεύει.»





Ο γιατρός τον κοίταξε στα μάτια και απάντησε:
«Συγνώμη, δεν ήμουν στο νοσοκομείο, αλλά ήρθα όσο μπορούσα πιο γρήγορα, μόλις με κάλεσαν. Και τώρα ηρεμήστε για να κάνω και εγώ τη δουλειά μου».
«Να ηρεμήσω; Αν ήταν ο γιος σου τώρα σ’ εκείνο το δωμάτιο, θα ηρεμούσες; Αν ο γιος σου πέθαινε τώρα, τι θα έκανες;», είπε ο πατέρας οργισμένος.
Ο γιατρός απάντησε :
«Θα επαναλάμβανα, ότι είπε ο Ιώβ στη Βίβλο: Από τη σκόνη ερχόμαστε και στη σκόνη καταλήγουμε· ο Κύριος έδωσε, και ο Κύριος αφαίρεσε· ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. Πηγαίνετε τώρα να προσευχηθείτε για το γιό σας κι εμείς θα κάνουμε το καλύτερο με τη βοήθεια του Θεού».
«Να δίνεις συμβουλές, όταν δεν σε αφορά κάτι, είναι τόσο εύκολο…», μουρμούρισε ο πατέρας.
 

Δικαιολογώντας την αυθαιρεσία (νεοελληνική συνήθεια γαρ…).



Δεν υπάρχει πλέον παραλία που να μην έχει καταληφθεί είτε από «νόμιμα» μπιτς μπαρ, είτε από «παράνομους» κατασκηνωτές.
Η πρώτη κατηγορία φημίζεται για την κακογουστιά, την ηχορύπανση, και την φοροδιαφυγή της.





Η δεύτερη για το θράσος, και την βρώμα που αφήνει πίσω της.
Και όμως, παρά τη βρώμα και τη δυσωδία που προκαλούν οι δεύτεροι (φανατικοί τσαμπατζήδες), υπάρχουν και κάποιοι που επιχειρηματολογούν υπέρ τους!
Υπέρ της αυθαιρεσίας δηλαδή… ως κλασικοί νεοέλληνες, που όλοι μαζί μετά ουρλιάζουν αγανακτισμένοι: Που είναι το κράτος;
Ιδού ένα χαρακτηριστικό  παράδειγμα: