9.2.13

Άει σιχτίρ πια…


Έχω μέρες να γράψω. Η αλήθεια είναι ότι με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, προσπαθώ να συγκροτήσω το μυαλό μου για να μη γράψω ένα κείμενο που θα στέλνει στο πυρ το εξώτερον τη σωρευμένη κοινωνική ευαισθησία που επιδεικνύει ο Έλληνας κατά το δοκούν.


Ας περιγράψουμε δύο περιστατικά…


Δέκα άτομα, οπλισμένα με Καλάσνικοφ και Ούζι, εισβάλλουν σε δύο υποκαταστήματα τραπεζών, ληστεύουν, διαφεύγουν και καταδιώκονται από την Αστυνομία.
Οι τέσσερις συλλαμβάνονται, οδηγούνται στα κρατητήρια, γίνονται νταούλια στο ξύλο από τους αστυνομικούς και την επομένη κατευθύνονται στον εισαγγελέα. 
Δύο άτομα, οπλισμένα με Καλάσνικοφ και Ούζι, εισβάλλουν σε διαμέρισμα, ληστεύουν, διαφεύγουν και καταδιώκονται από τον ιδιοκτήτη (αν δεν είναι νεκρός, φιμωμένος ή τραυματισμένος).
Ο ένας συλλαμβάνεται, γίνεται νταούλι στο ξύλο από τον ιδιοκτήτη, οδηγείται στα κρατητήρια, γίνεται δις νταούλι στο ξύλο από τους αστυνομικούς και την επόμενη κατευθύνεται στα δικαστήρια. 
Ξέρω, ξέρω, οι κοινωνικά ευαίσθητοι θα έχουν ετοιμάσει ήδη τον οχετό γιατί χρησιμοποιώ το λαϊκισμό για να δικαιολογήσω την αστυνομία. 
Κάνετε λάθος. 
Όντας άνθρωπος που απεχθάνεται τη βία μέχρι αηδίας, ακροβατώ στη λεπτή γραμμή που χωρίζει το «προσωπικό» από το «κοινωνικό».
Όταν μια πράξη αφορά την προάσπιση των δικών μας συμφερόντων, η δικαιολογία είναι έτοιμη, την υποστηρίζουμε με κάθε τρόπο και είμαστε έτοιμοι να κονταροχτυπηθούμε με τους αντιφρονούντες για να περάσει η αντίληψή μας. 
Όταν όμως η ίδια πράξη δεν αφορά εμάς, αλλά κάποιους «άμοιρους» που έπεσαν θύματα του απρόσωπου κράτους που διοχετεύει τη βία ανεξέλεγκτα, κατά δικαίων και αδίκων, τη θεωρούμε κατάπτυστη.
Μετατρεπόμαστε αστραπιαία σε υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γινόμαστε κατήγοροι της βίας της εξουσίας κι ένα δάκρυ κυλάει από την άκρη του ματιού μας για τα θύματα.
Αν είναι και πιτσιρικάδες, ακόμα μεγαλύτερη η οργή και η αγανάκτηση. 
Διακατεχόμενοι από όλα τα προαναφερθέντα συναισθήματα, κοιτάμε την ώρα και σηκωνόμαστε από τον καναπέ που βλέπαμε τηλεόραση και πανικοβαλλόμαστε.
Η ώρα πέρασε και δεν θα προλάβουμε.
Μπαίνουμε σφαίρα στο μπάνιο.
Πάλι καλά το μάτι έχει στεγνώσει από τα δάκρυα και θα μπορεί να μπει η μάσκαρα (οι άντρες παρακάμπτετε το συγκεκριμένο βήμα). 
Ντυνόμαστε, παίρνουμε βιαστικά κλειδιά, τσιγάρα και κινητό.
Μπαίνουμε στο αμάξι.
Ενδεχομένως, θα περάσουμε κανένα κόκκινο που το είδαμε για βαθύ πορτοκαλί, θα παρακάμψουμε τη σειρά στο φανάρι που στρίβει και θα μπαστακωθούμε μπροστά από το μαλάκα που περιμένει υπομονετικά στη σειρά του για να στρίψει.
Θα φτάσουμε καθυστερημένοι στον προορισμό μας, θα απαιτήσουμε να παρκάρουμε, ει δυνατόν, απ’ έξω, γιατί ποιος περπατάει με τακούνια ή  με καλό σκαρπίνι στο γαμημένο πλακόστρωτο που έβαλε ο δήμαρχος…
Σημειωτέον, θα έχουμε παρκάρει –αν δεν βρούμε θέση– πάνω σε καμιά γωνία, χωρίς να μας ενδιαφέρει αν κλείνουμε τη ράμπα για τα ΑΜΕΑ, αν ενοχλούμε τους υπόλοιπους να στρίψουν ή αν έχουμε καβαλήσει πεζοδρόμιο. 
Πιθανότατα, τέλος, κάποιοι εξ ημών θα έχουμε αφήσει, για ένα βράδυ ακόμα, τον Φλάφι κλειδωμένο στο μπαλκόνι, με ένα μπολ φαγητό και νερό για παρέα.
Δίκαιο, γιατί η μαμά/ο μπαμπάς πρέπει να βγει έξω και να διασκεδάσει απόψε. 
Έχετε εξοργιστεί;
Είμαι λαϊκιστής, ισοπεδώνω τα πάντα και αποτελώ τη ζωντανή απόδειξη του φασίστα που θέλω να βλέπω την αστυνομία να δέρνει όποιον γουστάρει; 
Ό,τι και να πείτε, ένα έχω να σας απαντήσω.
Στα παπάρια μου τα αφράτα, που λέει και μια φίλη μου. 
Αποτελώ περίτρανο παράδειγμα ανθρώπου.
Λίγο μετριόφρονος ίσως.
Όταν αποφασίσεις να βγεις από τα σύνορα αυτής της χώρας, που μας μπόλιασαν από πιτσιρικάδες πρώτα να γαμάμε και μετά να κατουράμε, θα μάθεις ότι αν δεν σεβαστείς τους νόμους και τους κανόνες, δεν θα σε σεβαστεί κανένας. 
Αυτά που θεωρούνται αδιανόητα από όλο τον υπόλοιπο κόσμο, εδώ κρίνονται κατά το συμφέρον μας. 
Παρκάρουμε όπου γουστάρουμε, την ίδια ώρα που αν κάποιος άλλος παρκάρει κάπου που δεν μας αρέσει ή μας ενοχλεί, είμαστε έτοιμοι για τσαμπουκά.
Είμαστε έτοιμοι για τσαμπουκά, πολύ περισσότερο αν έχουμε κόψει τον άλλον ότι είναι του χεριού μας.
Αν δεν είναι, παίρνουμε το περίλυπο ύφος του γλίτσα. 
Το ίδιο ύφος που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε τη δουλειά μας όπου δεν μας παίρνει, την ίδια στιγμή που μόλις αποκτήσουμε λίγη εξουσία, ξαναβαπτιζόμαστε σε Ναπολέοντα. 
Δεν πρόκειται να λυπηθώ κανέναν που χρησιμοποιεί ένα κομμάτι μέταλλο για να επιβάλλει τη γνώμη του.
Πολύ περισσότερο όταν αυτό το μέταλλο σε στέλνει μια και καλή.
Από όποια πλευρά κι αν είναι.
Άει σιχτίρ πια…

Νίκος Τσορμπατζής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου