10.5.13

Βουρ για Μύκονο…


Σε τούτη την ευλογημένη χώρα το καλοκαίρι μπαίνει ενωρίς – είναι γνωστό αυτό. Ένας από τους (πολλούς) καταγεγραμμένους λόγους για τους οποίους μας ζηλεύουν σε ολόκληρη την πλάση· και εξυφαίνουν τις γνωστές συνομωσίες ενάντια στο Γένος των Ελλήνων.



Ο Μίλκος Βαρβιτσιώτης, σοβαρός, βαθύς κι αγέρωχος τον υπόλοιπο χρόνο, με το που σφίγγουν οι ζέστες και το καλοκαίρι μπαίνει γοργά γίνεται άλλος άνθρωπος.
Μια ορισμένη ελαφρότητα, μια κάποια ανεμελιά έρχεται να χαϊδέψει τρυφερά τον άνδρα· βγάζοντας από μέσα του τον διονυσιακό Μιλτιάδη, τον Μιλτιάδη του ήλιου και της θάλασσας, τον Μιλτιάδη της γλυκιάς ραστώνης.


Δεν ήταν, λοιπόν, δύσκολο να πάρει την μεγάλη απόφαση.
«Ανεβαίνει η θερμοκρασία, η Ελλάδα ετοιμάζεται να μας προσφέρει τους χυμούς της, υπουργός δεν βλέπω να γίνομαι (έχει και η κατάντια τα όριά της), επομένως μάσκες, βατραχοπέδιλα, πετσέτες, αντηλιακά και βουρ για Μύκονο!», αναφώνησε με ενθουσιασμό ο ταλαιπωρημένος από έναν βαρύ πολιτικά χειμώνα Μίλκος.
«Α!, να μην ξεχάσω και το ψαροντούφεκο του μπαμπά!», υπενθύμισε φωναχτά στον εαυτό του.
«Το τυχερό ψαροντούφεκο των Βαρβιτσιώτηδων! Ήταν δεινός ψαροντουφεκάς ο μπαμπάς! Μπορεί να μην έπιανε πολλά ψάρια, αλλά ήταν καλός βουτηχτής!», επεσήμανε με υπερηφάνεια o Μιλτιάδης.
«Τώρα βέβαια πάει το ψάρεμα με ψαροντούφεκο. Είναι και μεγάλος, έχει παχύνει και πολύ βλέπεις…».
Μύκονος, λοιπόν. Γιατί όχι;
Με την απόφαση αυτή έδειχνε να συμφωνεί και ο Άγης ο ΟΝΝΕΔίτης, το δεξί χέρι του Μίλκου, το μάτι και το αυτί του στη νεολαία του κόμματος.
«Να πας στη Μύκονο, Μίλτο. Είναι πολύ καλή ιδέα. Θα περάσεις έτσι και το μήνυμα ότι η ζωή συνεχίζεται. Ότι τον Έλληνα οι οικονομικές δυσκολίες δεν τον πτοούν».
«Μη νομίζεις ότι δεν το έλαβα και αυτό υπόψιν. Οι αποφάσεις μου – εσύ το ξέρεις – είναι πάντα πολιτικές!», απάντησε ο Μιλτιάδης.
Για να προσθέσει: «Η χώρα βρίσκεται σε μια δύσκολη καμπή. Αλίμονο, όμως, αν δείξουμε ηττοπάθεια, αν επιτρέψουμε στα προβλήματα να μας καταβάλουν. Αν το κάνουμε αυτό, καήκαμε. Χρειάζεται αισιοδοξία. Να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας εν όψει ενός ακόμα δύσκολου χειμώνα».
Δεν ήταν άσκημη η ιδέα ετούτη.
Είχε μυαλό ο Μιλτιάδης. Πολύ μυαλό.
Άτυχο παιδί, όμως.
Τόσα χρόνια στην πολιτική και για το μόνο (εκτός από τις ανταύγειες) που μπορείς να τον θυμάσαι είναι η περίφημη εκείνη δήλωση ότι ο καθένας μπορεί να κάψει μια σημαία.
Κάτι δηλ. προσπάθησε να πει, να δείξει και λιγάκι φιλελεύθερος, το ’φερε από δω, το ’φερε από κει, αλλά μπερδεύτηκε, δεν τα κατάφερε.
Τι να κάνουμε, συμβαίνει…
Κάποιοι, βέβαια, λένε ότι ευθύς εξαρχής το παιδί δεν έκανε για την πολιτική.
Του άρεσε η μόνιμη ανάπαυλα, η γλυκιά ζωή, οι γήινες απολαύσεις.
Όσο, όμως, κι αν επέμενε η μαμά Σόφη ότι η πολιτική δεν ταίριαζε στον Μιλτιάδη, ότι έπρεπε να ασχοληθεί με κάτι πιο ανέμελο και, κυρίως, να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί, τόσο ο μπαμπάς κυρ-Γιάννης ήταν βράχος.
Το όνομα Βαρβιτσιώτη, το σημαντικό αυτό όνομα που έγραψε χιλιόμετρα στην υπηρεσία του τόπου, έπρεπε να διαιωνιστεί στην κονίστρα την πολιτική.
Τον ρεαλιστή Θωμά, δυστυχώς, τον κέρδισαν οι επιχειρήσεις· τον ευαίσθητο Κωνσταντίνο, τα παρακαλλιτεχνικά· και τη μικρή Ελένη, η δημοσιογραφία, με μια λαμπρή πράγματι καριέρα να χτίζεται (αργά, πολύ αργά, αλλά σταθερά) μέσα από το επιτελείο των περίφημων Νέων Φακέλων.
Στον Μίλκο, λοιπόν, έλαχε ο κλήρος, στον Μιλτιάδη έπεφτε το βαρύ φορτίο, της συνέχισης μιας ένδοξης πολιτικής παράδοσης, τετιμημένης από Λαό και Ιστορία.
«Χρειάζομαι και καινούργιο μαγιό!», είπε, σαν από έκλαμψη, ο Μιλτιάδης.
Αλλά ο Άγης είχε και γι’ αυτό τη λύση.
«Τα πουλόβερ στην πλάτη θα φορεθούν και φέτος, Μίλτο. Το ίδιο τα πόλο και οι βερμούδες. Στα μαγιό, όμως, θα λανσαριστεί κάτι νέο».
Του έδειξε, μεμιάς, τη φωτογραφία από ένα περιοδικό μόδας.
«Ορίστε! Δες το. Αυτό θα φορεθεί απ’ όλη την ΟΝΝΕΔ φέτος του καλοκαίρι!».
Ο Μίλκος το κοίταξε με έκπληξη.
Του άρεσε – ασυζητητί· αλλά διατηρούσε και τις επιφυλάξεις του.
«Βρε Άγη, μήπως είναι κάπως υπερβολικό;» διερωτήθηκε.
«Είμαι και βουλευτής, που να πάρει…».
«Μια χαρά είναι. Μπορούμε να το παραγγείλουμε τώρα και αύριο να το ’χεις», απάντησε ο πιστός συνεργάτης.
Ο Μιλτιάδης έδειξε δύσπιστος.
Καλά για τα άλλα παιδιά της ΟΝΝΕΔ, αλλά μήπως ήταν λιγάκι τολμηρό για τον ίδιο; Στο κάτω-κάτω ήταν και βουλευτής.
Και, όπως και να ’χει, το να είσαι εκπρόσωπος του Λαού έχει και τους περιορισμούς του.
«Τέλος πάντων. Ας το παραγγείλουμε και βλέπουμε… Α, και μην ξεχάσεις να στείλεις τη φωτογραφία και στον Κυριάκο. Στείλε τη και στον Άρη», είπε στον βοηθό του.
«Να τη στείλω και στον Νικήτα;», πήρε την πρωτοβουλία ο Άγης.
«Α πα πα, άσε τον Νικήτα, άσε μη μπλέξουμε…», ήρθε η έντρομη απάντηση.
«Και που ’σαι», πρόσθεσε. «Για δες, μήπως έχει και σε πολύ μεγάλο μέγεθος, XXXL, να πάρω ένα και του μπαμπά».
Την επόμενη μέρα κιόλας η παραγγελία έφτασε σε μια όμορφη, διακριτική συσκευασία.
Η χαρά του Μιλτιάδη ήταν δύσκολο να κρυφτεί.
Άνοιξε το πακέτο ανυπόμονα, έπιασε το περιεχόμενο και το περιεργάστηκε. Επρόκειτο για ένα λιτό, δωρικό μπανιερό, και μάλιστα θαλασσί – στο χρώμα της Ελλάδος και της ΟΝΝΕΔ!
Ο Μίλκος σχεδόν το χάιδευε ετούτο το μπανιερό. Τόσο πολύ του άρεσε.
Το σχέδιο τον ενθουσίασε. Το ίδιο και το χρώμα.
Οι αμφιβολίες, όμως, συνέχισαν να υφίστανται.
Τότε, παραμερίζοντας κάθε τυχόν ένσταση, βροντοφώναξε: «Ας πάει και το παλιάμπελο! Θα το φορέσω!».
Και όταν αποφασίζει κάτι ο Μιλτιάδης, τίποτε δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει.
Με μια βιαστική και συνάμα αποφασιστική κίνηση, έβγαλε το παντελόνι, έβγαλε και το σώβρακο, και φόρεσε ταχύτατα το θαλασσί μπανιερό.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Από μπρος και από πίσω.
Η ικανοποίηση πλημμύρισε το πρόσωπό του.
Του άρεσε του Μίλκου αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη.
Του άρεσε πολύ.

«Αυτό θα βάλω φέτος το καλοκαίρι!», είπε αποφασιστικά.
Του άρεσαν οι άμεσες λύσεις του Μιλτιάδη. Του άρεσαν πολύ.
Έφτιαξε την απογευματινή του τεκίλα και κατέβασε ανακουφισμένος δύο γρήγορες γουλιές, συνεχίζοντας να φορεί το καινούργιο του απόκτημα.
Έδειχνε ιδιαίτερα ικανοποιημένος – θα έλεγε κανείς ανακουφισμένος.
Το πρόβλημα του φετινού μπανιερού φαίνεται ότι είχε οριστικά λυθεί. 

Βαψομαλλιάδες 

1 σχόλιο: