25.6.13

Χρήσιμοι ηλίθιοι.



Ότι στην ιστορία υπάρχουν κατά καιρούς «χρήσιμοι ηλίθιοι» ένθεν κακείθεν, είναι γνωστό.
Η κατηγορία αυτή αφορά εκείνους που δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τα φαινόμενα από τις ιδεοληψίες τους, την πραγματικότητα από τις ιδεολογικές τους κατασκευές.
Η αδυναμία αυτή – η πηγή της ηλιθιότητας – οδηγεί σε εμμονές που όταν γίνονται επίσημες «θέσεις» του πολιτικού φορέα που εκπροσωπούν, ευνοούν τα μάλα τον αντίπαλο πολιτικό φορέα, επειδή ακριβώς μειώνουν την αξιοπιστία, και συνεπώς την ανταγωνιστικότητα, του πολιτικού σχηματισμού που αμφισβητεί τον τελευταίο, δηλαδή τον φορέα της κυβερνητικής ευθύνης.



Πιο απλά διατυπωμένο: τι θα εξυπηρετούσε πολιτικά σήμερα τη ΝΔ, από πλευράς συμπεριφορών και «θέσεων» του κυριότερου κομματικού της ανταγωνιστή, του ΣΥΡΙΖΑ;
Η απάντηση είναι απλή: Θέσεις που κυριαρχούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ όταν αυτός ήταν κόμμα του 4%, δηλαδή θέσεις που ταιριάζουν σε ένα κόμμα που υπήρχε για να εμπλουτίζει το πολιτικό τοπίο μέσω ακραίων, εξωπραγματικών, σχεδόν γραφικών και εξωτικών, θέσεων – αλλά μέχρι εκεί.


 
Εδώ εντοπίζεται η πολιτική ηλιθιότητα, οι εκφραστές της οποίας όμως δεν είναι καθόλου πρόσωπα με μειωμένη νοημοσύνη, κάθε άλλο.
Συνήθως πρόκειται για ευφυέστατα πρόσωπα με ακαδημαϊκούς τίτλους, με πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά, δημοσιεύσεις και εκτεταμένη αρθρογραφία, αλλά εγκλωβισμένα, λόγω ρόλων από το παρελθόν, σε μια συγκεκριμένη πολιτική ορθότητα, σε έναν αριστερίστικο λόγο που συνιστούσε τις επίσημες θέσεις του κόμματος, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κόμμα περιθωριακό.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει, έχουν υπάρξει ρήξεις και ανατροπές σε όλα τα επίπεδα, εκτός από ένα: Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει ακόμη να αναπροσαρμόσει το λόγο του σε μια σειρά από θέματα, όπως λ.χ. το μεταναστευτικό, τα μειονοτικά, τις ανομικές συμπεριφορές διαμαρτυρόμενων, την εξωτερική πολιτική και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτά είναι τα πιο κρίσιμα, υπάρχουν και άλλα, δευτερεύοντα, όπου επίσης παρατηρούνται δυσχέρειες προσαρμογής.
Είναι αναμενόμενο, θα μου πείτε.
Πώς μπορεί ένα κόμμα να αλλάξει την ιδεολογική του ταυτότητα μέσα σε ένα χρόνο, εξ αιτίας της ανεπάντεχα μεγάλης αύξησης του εκλογικού του ποσοστού;
Πολλά δεν ζητάς;
Προσωπικά δεν ζητώ τίποτε από κανέναν.
Αλλά όταν το κόμμα αυτό ανήκει, πλέον, στο νέο κυβερνητικό δίπολο και αυτοπαρουσιάζεται ως το μελλοντικό κυβερνητικό κόμμα ή ο πυρήνας ενός μελλοντικού κυβερνητικού σχηματισμού, είναι λογικό να σκέφτεται κανείς αν και πότε ο ΣΥΡΙΖΑ, μόνος του ή με συμμαχίες, μπορεί να αποτελέσει όντως απειλή για τη ΝΔ σε επίπεδο κυβερνητικής προοπτικής.
Η πιο γνωστή κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ είναι η κριτική στο οικονομικό του πρόγραμμα, δηλαδή η αδυναμία του να παρουσιάσει πειστικά μια ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση στη σημερινή οικονομική πολιτική, όταν η τελευταία δεν εκπονείται από ελληνικά πολιτικά κόμματα, ούτε εξαρτάται από αποφάσεις γηγενών πολιτικών, αλλά επιβάλλεται έξωθεν.
Διότι αυτό που, κυρίως, κάνουν προς το παρόν οι Έλληνες πολιτικοί και τα αντίστοιχα πολιτικά κόμματα που έχουν αναλάβει κυβερνητική ευθύνη, είναι να αποφασίσουν αν δεχθούν ή όχι την επιβαλλόμενη από τους δανειστές οικονομική πολιτική, ίσως με ορισμένες προσαρμογές στα δευτερεύοντα -στην καλύτερη περίπτωση.
Μέχρι τώρα έχουν αποφασίσει, σε κυβερνητικό επίπεδο, να τη δεχθούν, επειδή η άρνηση θα ήταν για τη χώρα χειρότερη από την αποδοχή της.
Αυτό είναι το βασικό σχήμα – ο «μύθος», όπως λένε ορισμένοι ιστορικοί – νομιμοποίησης των δεσμεύσεων της χώρας, προκειμένου αυτή να εξασφαλίσει τα δάνεια: η ιδεολογία των μνημονίων.
Όσοι καταφέρουν να συνδέσουν τα Μνημόνια (ως νόμους που ψηφίστηκαν από την ελληνική Βουλή, αλλά και ως εφαρμογή αυτών των νόμων) με το εθνικό συμφέρον, περιγράφοντας τη μεγάλη κοινωνική αναστάτωση που έχουν προκαλέσει οι συμφωνίες αυτές ως οδυνηρές «παράπλευρες απώλειες» που ήταν αδύνατον να αποφευχθούν, προκειμένου να διασφαλιστεί η σωτηρία της χώρας, θα κερδίσουν τη μάχη της ιδεολογικής ηγεμονίας στη νέα μεταμνημονιακή Ελλάδα, ανεξάρτητα από τις βλάβες που έχουν επιφέρει ή πρόκειται ακόμη να επιφέρουν τα μνημόνια σε κοινωνικά στρώματα, και ιδιαίτερα στους νέους.
Αν, μάλιστα, «περάσει» ευρύτερα στην κοινή γνώμη η γνωστή, κυρίως από τα γερμανικά Μέσα Ενημέρωσης θεωρία της συλλογικής ενοχής και συλλογικής ευθύνης των Ελλήνων για την κρίση χρέους στην Ελλάδα, η μάχη αυτή ίσως κερδηθεί πιο γρήγορα και πιο εύκολα. Ελλείψει αντίπαλου λόγου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβισμένος ακόμη στον αριστερίστικο λόγο της προ του 2009 εποχής, αντιμετωπίζει τον νέο πολιτικό «μύθο» με τη συνηθισμένη κριτική περί αντιλαϊκών μέτρων, θέτοντας στο επίκεντρο την παραδοσιακή αριστερή κατηγορία που θίγεται από τις συμφωνίες: το «λαό» ή τους «εργαζόμενους».
Όροι όπως π.χ. «εθνικό συμφέρον» ή «έθνος» είναι απαγορευμένοι στο πολιτικό λεξικό του κόμματος αυτού, ενώ τα παλαιά στελέχη του που έχουν διαπαιδαγωγηθεί «αντιεθνοκεντρικά» και «αντιεθνικιστικά», δεν μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν.
Στην καλύτερη περίπτωση θα καταφύγουν σε ευπρεπή συνώνυμα, όπως «ο τόπος» ή «η χώρα», το «συμφέρον του τόπου» ή «το συμφέρον της χώρας».
Αδυνατώντας το ισχυρότερο αυτή τη στιγμή κόμμα της αντιπολίτευσης να εγγράψει «εθνικά» θέματα στην ημερήσια διάταξη, ουσιαστικά τα εκχωρεί σε τρίτους, και κυρίως στο μείζον κυβερνητικό κόμμα, το οποίο στον τομέα αυτό αντιμετωπίζει ούτως ή άλλως οξύτατο ανταγωνισμό.
Έτσι ο πολιτικός λόγος της μείζονος αντιπολίτευσης αποδυναμώνεται διπλά: πρώτον, επειδή δεν γίνεται πειστική η υπόσχεση για εφαρμογή, σε περίπτωση ανάληψης της κυβερνητικής ευθύνης, μιας «αριστερής» πολιτικής στην Ελλάδα με δεδομένο το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που, τουλάχιστον αυτή την εποχή, δεν πιέζεται ιδιαίτερα, και, δεύτερον, επειδή δεν διαθέτει και δεν είναι ακόμη σε θέση να επεξεργαστεί – για λόγους ιδεολογικής ακαμψίας – μια «αφήγηση» για τη διαχείριση του μέλλοντος της συλλογικότητας «Έλληνες», δηλαδή έναν πολιτικό μύθο για τη διαχείριση του εθνικού συμφέροντος.
Αν αύριο ο αρχηγός του κόμματος αυτού, υπηρετώντας έστω το ίδιο το κομματικό συμφέρον του φορέα του, μιλούσε δημόσια, συνδέοντας την πολιτική του πρόταση με την προώθηση του «εθνικού συμφέροντος», θα είχε να αντιμετωπίσει σφοδρή εσωκομματική ιδεολογική κριτική, την κριτική των «χρήσιμων» – για τον πολιτικό του αντίπαλο – ηλιθίων.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν ο «αντι-εθνοκεντρισμός» του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εργαλειοποιηθεί πολιτικά, τότε οι καλές σχέσεις των «αστών» της κυβέρνησης με τους ακραιφνείς ιδεολόγους, εκπροσώπους της παραδοσιακής «προλεταριακής γραμμής» του ΣΥΡΙΖΑ, ίσως δεν είναι μόνο προϊόν μιας – ευπρόσδεκτης βεβαίως για τα πολιτικά μας ήθη – ανθρώπινης αβρότητας.
Οφείλεις να είσαι ιδιαίτερα ευγενικός απέναντι σε εκείνους που, ενώ θα μπορούσαν να σε απειλήσουν πολιτικά, δεν το πράττουν λόγω…ιδεολογικής συνέπειας (ή βλακείας).

Θανάσης Γκότοβος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου