20.6.13

Ο σεισμός που αγάπησα….



Η νοσταλγία δεν είναι καθόλου του στιλ μου. Δε μ’ αρέσουν οι ωραιοποιήσεις του παρελθόντος, όπως πολύ παραστατικά έγραψε ο Χρήστος Χωμενίδης πριν λίγες μέρες.
Υπάρχει, ένα σημείο που ενώνει -εντελώς παράλογα- εμάς τους Θεσσαλονικείς σε μια αλλόκοτη νοσταλγία.
Αγαπάμε εκείνο το καλοκαίρι του 1978, το καλοκαίρι του μεγάλου σεισμού των 6,5 Ρίχτερ.


 
Για εμάς που ήμασταν παιδιά, ήταν παράδεισος.
Όλο το καλοκαίρι διακοπές!
Οι πιο τυχεροί ήταν στα αντίσκηνα που είχαν στηθεί στα πάρκα και τις παραλίες. Εκείνα τα μεγάλα, άσπρα αντίσκηνα του Στρατού, όπου κοιμόντουσαν όσοι χωρούσαν.
Από τις 20 Ιουνίου, σαν σήμερα, 35 χρόνια πριν, έως το Σεπτέμβριο που ψύχρανε ο καιρός.

 


Δεν ήταν, όμως, μόνο τα παιδιά που το απόλαυσαν.
Και οι μεγαλύτεροι δεν πέρασαν άσχημα εκείνο το καλοκαίρι. Σπάνια θα ακούσεις άνθρωπο να το ξορκίζει.
Ναι, δε μιλάμε για τα θύματα και τους συγγενείς τους. Μιλάμε για όλους όσοι, ξεπερνώντας το πρώτο σοκ συνέχισαν τη ζωή τους εντάσσοντας τους σεισμούς σε αυτήν, σαν μέρος της.
Αναρωτιόμασταν προχθές μ’ ένα φίλο σχετικά με την ακατανόητη αυτή ωραιοποίηση του καλοκαιριού του σεισμού.
«Ξέρεις γιατί;» μου είπε. «Επειδή τότε λειτουργούσαμε πραγματικά ομαδικά, σαν κοινωνία αλληλεγγύης. Ζούσαμε στα πάρκα. Σχεδόν χαιρόμασταν όταν γινόταν σεισμός, γιατί θα βγαίναμε στο πάρκο, παρέα με τους γείτονες.».
Καταλαβαίνω πώς μπορεί να σας ακούγεται, εάν δεν το ζήσατε.
Έχει δίκιο, όμως, ο φίλος μου.
Ο «μεγάλος σεισμός» δεν ήρθε ξαφνικά. Απ’ το 1976 είχαμε πολύ συχνά μικρούς σεισμούς, ενώ τις προηγούμενες μέρες πεταγόμασταν στα μπαλκόνια ή έξω με το παραμικρό κούνημα. Μπορώ να πω ότι περιμέναμε όλοι το «μεγάλο σεισμό». Μέχρι τότε, περνούσαμε ώρες στα πάρκα και τους ανοιχτούς χώρους παρέα με γείτονες κι αγνώστους, προσπαθώντας να ξορκίσουμε το κακό που, όμως, ξέραμε ότι θα έρθει. Αλλά ήμασταν όλοι μαζί.
Χωρίς ιδιοτέλεια, καχυποψία και μιζέρια.
Εκείνο το βράδυ της 20ης Ιουνίου έπαιζαν στο Μουντιάλ της Αργεντινής η Αυστρία με την Ιταλία.
Τα 6,5 Ρίχτερ που σημειώθηκαν στις 11.03, για μένα τουλάχιστον, ήταν λύτρωση. Ήταν ο «μεγάλος σεισμός». «ok, ξεμπερδέψαμε», σκέφτηκα κι ετοιμάστηκα να γυρίσω στο σταυρόλεξο που έλυνα εκείνη την ώρα.
Ήταν το μόνο που με ένοιαζε.
Η οικογένειά μου έχει μια λίγο περίεργη αντίληψη του φόβου.
Η μητέρα μου -ο μόνος «κανονικός» άνθρωπος- έδρασε φυσιολογικά: με άρπαξε για να βγούμε γρήγορα. Ο πατέρας μου έμεινε για να συμμαζέψει κάποια σπασμένα διότι δεν ήταν δυνατόν να αφήσει το σπίτι χάλια. Η γιαγιά μου αρνήθηκε να βγει.
Πρέπει να ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στη Θεσσαλονίκη χωρίς κινητικά προβλήματα που έμεινε στο σπίτι του όλα ανεξαιρέτως τα βράδια του καλοκαιριού του 1978.
Ο μόνος λόγος που διηγούμαι πώς αντιδράσαμε εμείς είναι επειδή δεν υπάρχει Θεσσαλονικιός ο οποίος να μην έχει να διηγηθεί με νοσταλγία τι ακριβώς έκανε την ώρα εκείνη.
Στα πάρκα και τους ανοιχτούς χώρους γινόταν χαμός.
Απ’ τη μια το Μουντιάλ κι ο αγώνας κι απ’ την άλλη ο σεισμός. Από το επόμενο πρωί άρχισε η αυτοοργάνωση.
Η Θεσσαλονίκη έζησε στα πάρκα και «στο χωριό», όπου πάντα το θέμα ήταν ο σεισμός. Κι η ομαδική ζωή, η καθημερινότητα.
Τηλεοράσεις παντού, ραδιόφωνα παντού, επισκέψεις, κεράσματα, ένα αίσθημα ασφάλειας και μοιράσματος με τους γύρω μας μέσα στην ανασφάλεια του «μεγάλου σεισμού».
Αν δεν ήταν οι νεκροί στην πολυκατοικία που κατέρρευσε, η μνήμη θα ήταν απολύτως φωτεινή. Σχεδόν ανέμελη. Παιδική. 
Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1986, πάλι σε εποχή Μουντιάλ, βγήκα το πρωί κι αμέσως ένιωσα κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα. Όλοι μιλούσαν για το περασμένο βράδυ που το πέρασαν στα πάρκα.
Από κάπου βγήκε μια φήμη ότι κάποιος επιστήμονας στην Ουψάλα ειδοποίησε ότι εκείνο το βράδυ θα γίνει μεγάλος σεισμός και θα ισοπεδωθεί η Θεσσαλονίκη. Παραδόξως, όλοι οι Θεσσαλονικείς είχαν κάποιον συγγενή στη Γερμανία ο οποίος είχε ένα φίλο ο ξάδερφος του οποίου ήταν μπατζανάκης με την ξαδέρφη σεισμολόγου από την Ουψάλα.
Η φήμη πήρε μέσα σε λίγη ώρα διαστάσεις επιδημίας και έκανε τους πάντες να ξενυχτήσουν στα πάρκα και να επιστρέψουν το πρωί σπίτια τους ξεκαρδισμένοι απ’ το πάθημά τους. Τους πάντες, εκτός από εμάς.
Γύρισα στο σπίτι μες στα νεύρα που έχασα αυτήν την καταπληκτική εμπειρία κι έκανα ΕΔΕ για να ανακαλύψω εμείς γιατί δε βγήκαμε έξω. Μα καλά, κανείς δε σκέφτηκε να μας τηλεφωνήσει; Φυσικά σκέφτηκε.
Όμως, όπως η ΕΔΕ μου αποκάλυψε, ο αδερφός μου ο οποίος σήκωνε τα τηλέφωνα εκείνο το βράδυ από το δωμάτιό του αποφάσισε ότι πρόκειται περί μπούρδας κι ότι δεν έχει κανένα λόγο να μας ειδοποιήσει.
Εκ του αποτελέσματος, αποδείχτηκε φυσικά ότι είχε δίκιο. Έλα όμως που όλος ο κόσμος είχε να διηγείται νυχτερινές ιστορίες εκτός από μένα!
Φανταστείτε, όμως, πόση νοσταλγία για το καλοκαίρι του 1978 έκρυβε εκείνη η νύχτα που ξενύχτησε άδικα η Θεσσαλονίκη λόγω του «επιστήμονα από την Ουψάλα».
Γράφοντας αυτά, τηλεφώνησα στον Κώστα Γιαννακίδη για να του πω τι γράφω και να τον ρωτήσω μήπως είμαι υπερβολική. «Όχι ρε συ, ήταν τόσο ωραία τότε!» μου είπε κι άρχισε να μου λέει για το Αυστρία-Ιταλία και το μοναδικό γκολ που μπήκε λίγο μετά το σεισμό...
Συμπλήρωμα Κ. Γιαννακίδη: Στο μπαλκόνι με τον μπαμπά, να βλέπουμε από στην ασπρόμαυρη τηλεόραση Μουντιάλ.
Και την αμέσως επόμενη στιγμή η οικογένεια να φεύγει τρέχοντας από τις σκάλες μαζί με την υπόλοιπη πολυκατοικία-μάταιος ο πανικός, η πολυκατοικία μας βγήκε «πράσινη» στην αξιολόγηση.
Και μετά φυγή στη Χαλκιδική, σχεδόν ένα τρίμηνο εκεί.
Μπάνια και επισκέψεις στη Θεσσαλονίκη.
Φίλοι που έμεναν στις σκηνές και περνούσαν ωραία. Έχω μιλήσει με ανθρώπους της γειτονιάς, στην Ιπποδρομίου, στην πολυκατοικία που έπεσε.
Οι καινούργιοι, φοιτητές κατά κύριο λόγο, δεν ξέρουν ότι εκεί ήταν η πολυκατοικία. Η πολυκατοικία του «Νίκου»...

Χριστίνα Ταχιάου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου