25.10.13

Μια Ζωή Σικέ (6)



Κλείνω τα μάτια και φεύγω μακριά. Στο Αφγανιστάν που λέγαμε.
Ο ήλιος εδώ λάμπει.
Οι κορυφές των βουνών στο βάθος του ορίζοντα είναι χιονισμένες.
Φαντάζουν θεϊκές.


 
Παρ`όλη την ηλιοφάνεια το κρύο είναι τσουχτερό.
Η γούνα που φοράω δεν αρκεί. Τρέμω.
Τρέμω πιο πολύ καθώς ακούω χλιμιντρίσματα και φωνές να πλησιάζουν.
Σύννεφα σκόνης διακρίνονται από μακριά….




Είναι οι Ισλαμιστές αντάρτες που με κυνηγάνε χρόνια τώρα.
Για κάποιο ανεξήγητο σε μένα λόγο.
Πάντα με κυνηγάνε.
Ποτέ δεν με έπιασαν για να ξέρω και τις προθέσεις τους. Όλο τα καταφέρνω και ξεγλιστράω.
Άλλοτε με τη βοήθεια κάποιου από μηχανής θεού, κι`άλλοτε με τις στροφές του δικού μου μυαλού.
Όπως τότε που έσκαψα το χώμα και θάφτηκα μέσα, καθώς οι οπλές των αλόγων ακούγονταν να περνούν δαιμονισμένα από πάνω μου.
Μη ρωτήσει κανείς πως ανέπνεα. Φαντασία είναι και μ`αρέσει.
Αυτή τη φορά το σύννεφο σκόνης που δημιούργησαν τα άλογα κατακάθισε από μακριά. Οι αντάρτες αρκέστηκαν στο να με παρακολουθούν εξ`αποστάσεως. Άλλο που δεν ήθελα.
Ο ήλιος με τύφλωνε, και γενικά η διάθεση μου χαλούσε σιγά σιγά. Δεν είχα ούτε καιρό ούτε όρεξη για περιπέτειες.
Άνοιξα τα μάτια και φώναξα στο σερβιτόρο να μου φέρει δεύτερο φραπέ.
That`s life my friends.
Η ζωή είναι σκληρή και μετά πεθαίνεις.
Από το γραφείο στο νεκροταφείο.
Όσοι ξεφεύγουν είναι οι λίγοι, οι εκλεκτοί. Οι τυχεροί του «Πάμε Στοίχημα».
Πλάκα κάνω, μη βαράτε!
Καθώς λοιπόν απολάμβανα τον καφέ μου, σκέφτηκα τον Καραϊσκάκη.
Ναι, τον ήρωα του `21. Γιατί; Δεν ξέρω. Αλλά έτσι είμαι εγώ.
Σκέφτηκα λοιπόν τον Καραϊσκάκη, και το τι ποδαρόδρομο θα είχε τραβήξει στη ζωή του. Όχι μόνον αυτός αλλά όλοι οι σύγχρονοί του.
Διαβάζοντας κανείς την ιστορία των αγωνιστών του `21 διαπιστώνει ότι είναι μία ατελείωτη σειρά οδοιπορικών και περιοδειών μεταξύ Μεσολογγίου, Άρτας, Άμφισσας (Σάλωνα) και άλλων πόλεων της περιοχής εκείνης.
Περιοδείες πάνω σε κακοτράχαλα μονοπάτια, ανηφόρες, πέτρες, και πεζή, ή στην καλύτερη περίπτωση με μουλάρια και γαϊδούρια. Τα άλογα σπάνιζαν.
Το πρώτο κάρο άλλωστε το έφερε στην Αθήνα, το 1837 νομίζω, ένας Γερμανός από τη Μάλτα.
Οι τότε Αθηναίοι έμειναν έκθαμβοι. Μέχρι εκείνη την εποχή είχαν τις καμήλες τους για τις μεταφορές.
Τι ήταν η Αθήνα άλλωστε;
Ένα χωριουδάκι που το παρελθόν του το γνώριζαν λίγοι διανοούμενοι, και που οι περισσότεροι ήταν στην Ευρώπη.
Εξ`ού και το νεοελληνικό κόμπλεξ των «Αθηναίων» απέναντι στους υπόλοιπους.
Δεν μπορεί να αγνοηθεί άλλωστε το ότι η Θεσσαλονίκη για παράδειγμα ήταν μεγάλη πόλη σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Απ`την αρχή μέχρι σήμερα.
Ή ότι όταν το Γαλαξίδι ήταν ξακουστό στα πέρατα της Μεσογείου, στην Αθήνα ζούσαν περίπου εκατό οικογένειες όλες κι`όλες, κι`αυτές ψωμολυσσώντας.
Ο Καραϊσκάκης που λέγαμε, αλλά και πολλοί άλλοι αγωνιστές του `21, δεν την είχαν καν ακουστά, παρά μόνο σαν ένα χωριουδάκι, απείρως πιο ασήμαντο από το Ναύπλιο για παράδειγμα.
Κάποιοι γνώριζαν το αρχαίο κλέος της, αλλά ως εκεί.
Ήταν γι αυτούς κάτι το μακρινό… το ξένο.
Το παρόν της όμως, που το ζούσαν, ήταν άθλιο και αδιάφορο.
Αν την έβλεπαν βέβαια σήμερα θα αυτοκτονούσαν αναθεωρώντας τους αγώνες τους. Όπως θα πρέπει να κάνουν σε λίγο όσοι Αθηναίοι είναι σκεπτόμενοι.
Και αν κρίνουμε από την κατάντια της πρωτεύουσας, πρέπει να είναι λίγοι έως ελάχιστοι.
Το νέφος σίγουρα θα βλάπτει τα εγκεφαλικά κύτταρα, και υπάρχει μία ολόκληρη γενιά νέων Αθηναίων που έχουν μεγαλώσει επί νέφους, όπως λέμε επί Παπάγου…

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου