4.6.14

Γιατί δεν μπορώ πλέον να είμαι «αριστερός»…



«Δεν επιθυμούμε πλέον να μας αποκαλούν καλλιτέχνες. Αφήνουμε αυτή την υπέροχη λέξη στους μανικιουρίστες και τις πεντικιουρίστες».
Erik Satie, 1925




Για να επιζήσουμε ως χώρα-μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας πρέπει να αποκτήσουμε κόμματα με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, που αποδέχονται ως εθνικό νόμισμα το ευρώ.
Προϋπόθεση για την ύπαρξη φιλοευρωπαϊκών κομμάτων αποτελεί η ύπαρξη στη χώρα μας ευρωπαϊκής κοινωνίας, η οποία, με τη σειρά της, προαπαιτεί ευρωπαϊκή σύλληψη της πολιτικής και του τρόπου άσκησής της, καθώς και αληθινή «κοινωνία πολιτών» – όχι πελατών, όχι ζήτουλων ή «αγνών θυμάτων» του καπιταλισμού (και της «ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης»).
Ας μην επιχειρήσουμε εδώ –λόγω χώρου αλλά και σεβασμού τής ευφυίας μας– κάποιον ορισμό τής «ευρωπαϊκής κοινωνίας», ας τον δεχθούμε ως ευκόλως νοούμενο (παρότι αμφιβάλλω ότι είναι), εφόσον οι περισσότεροι από εμάς φαίνεται ότι επιθυμούν να παραμείνει η χώρα μας στις ΕΕ και ΝΟΕ, να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μας με τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και, κυρίως, με τη συχνά κακοπληροφορημένη ευρωπαϊκή κοινή γνώμη…


Για να επιτευχθεί αυτός ο αυτονόητος αλλά εντέλει (εκ των πραγμάτων) μεγαλεπήβολος στόχος, πρέπει να συμφωνήσουμε στην αναθεώρηση των παγιωμένων ανατολίτικων νοοτροπιών που έχουν ενισχυθεί από τους κομματικούς μηχανισμούς, ιδιαιτέρως αυτά τα τελευταία χρόνια.
Αρχικώς, είναι απαραίτητο ένα κόμμα που να εκφράζει την αστική τάξη (και βεβαίως μια αυθεντική αστική τάξη κι όχι ένα ημιαναλφάβητο συνονθύλευμα γαλαζοπράσινων τουρκομπαρόκ νεόπλουτων), να εκφράζει δηλαδή τους απογαλακτισμένους από το κράτος επιχειρηματίες, τους ιδιοκτήτες και γενικότερα τον πληθυσμό που εμπνέεται από τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τον (σχετικό) κοινωνικό συντηρητισμό, την πίστη, φερ’ ειπείν, σε ορισμένες παραδόσεις, ακόμη και εμμονές.
Η ΝΔ, ως υπαρκτός σήμερα εκφραστής αυτών των οικονομικοκοινωνικών προσανατολισμών, οφείλει να μεταρρυθμιστεί, να εκσυγχρονιστεί, να επανιδρυθεί στη βάση ενός καινούργιου ευρωπαϊκού οράματος, σε κάποιο πλαίσιο της σημερινής, επικαιροποιημένης νεοτερικότητας.
Υπό αυτή την έννοια, δεν έχουν πια θέση στη ΝΔ ή τουλάχιστον πρέπει να παραμεριστούν αμέσως και οι παλαιοκομματικοί που συνδέθηκαν με την πελατοκρατία, και τα υπολείμματα τού φασιστοχουντικού επαρχιωτισμού, αφήνοντας χώρο σε νέα πρόσωπα δίχως εμπλοκές με την απολίτιστη, δήθεν «λαϊκή», ακροδεξιά: αυτή, δηλαδή η ακροδεξιά, θα πρέπει να αποτελεί ξεχωριστό κόμμα που να συσπειρώνει, αναγκαστικά, τα πιο καθυστερημένα και ενορμητικά κομμάτια της κοινωνίας μας.
Ωστόσο, μού φαίνεται ανεδαφικό να «απαλλαγούμε», με δημοκρατικό τρόπο, προφανώς, στο άμεσο ορατό μέλλον από όλα αυτά, αν και η ΝΔ, για να είναι σε θέση να αναζητήσει συμμάχους για κάποια καινούργια κυβερνητική συνεργασία, θα έπρεπε να το επιδιώκει με κάθε μέσο που διαθέτει.
Παραλλήλως, η παρούσα φάση δίνει την ευκαιρία διαμόρφωσης ενός μεγάλου φιλελεύθερου προοδευτικού μεταρρυθμιστικού ρεύματος το οποίο θα διαρρήξει κάθε οργανωτική και ιδεολογική σχέση με την ψύχωση τού κρατισμού τής κομμουνιστικής αριστεράς αλλά και –κυρίως!– του παπανδρεϊσμού (που δεν ήθελε και δεν μπορούσε να αντλήσει, ούτε απο την ιστορική παράδοση ούτε από τη σύγχρονη δραστηριοτητα τής σοσιαλδημοκρατίας), και θα κοιτάζει με ενδιαφέρον την επιχειρηματικότητα και τη μη κρατική παιδεία, ενώ θα διατηρεί αμείωτες τις αξίες τής κοινωνικής αλληλεγγύης και της δημόσιας προστασίας.




Η αριστερά –όπως έχει διαμορφωθεί ιστορικά και όπως εμφανίζεται σήμερα– είναι πλεόν αναχρονισμός, ένα λάθος που δεν διορθώθηκε ποτέ.
Το μέλλον, αν υπάρχει, «ανήκει» –όπως συνηθίζουμε να λέμε– σε σχηματισμούς που δεν αναμασούν ιδέες αριστεροσύνης και δεν προσφέρουν κονσέρβες πολιτικής ορθότητας, που αποφασίζουν σε κάθε ιστορική φάση για τα όρια της ελεύθερης αγοράς και τους κανόνες που θα τη ρυθμίζουν και που δεν διεκδικούν το μονοπώλιο τής κοινωνικής ευαισθησίας, ούτε τού προοδευτισμού.
Χρειάζεται καινούργια πολιτική σκέψη, ονειροπόλα και πραγματιστική, σύνθετη, που αντλεί από διαφορετικές ιδεολογίες και παραδόσεις ό,τι καλύτερο διαθέτουν, που συμπεριφέρεται, δηλαδή, αναλόγως με την αρχιτεκτονική τού εκλεκτισμού.
Ο δογματισμός και η ιδεολογική καθαρότητα προοιωνίζονται καταστροφές.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν κάποιοι συμπολίτες μας να πιστεύουν τα ακριβώς αντίθετα από μένα και να δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον χώρο τής Αριστεράς (με ή χωρίς επιθετικό προσδιορισμό: άκρα, ανανεωτική, σοσιαλδημοκρατική, με ανθρώπινο πρόσωπο, δημοκρατική, κοκ.), να οργανώνονται σε κόμματα όπως ο ΣυΡιζΑ και η ΔημΑρ –ακόμη και το ΚΚΕ– και ορισμένοι, μάλιστα, εξ αυτών να υπερηφανεύονται και να είναι βαθιά συγκινημένοι που είναι «αριστεροί».
Αυτό το δικαίωμα προφανώς τους ανήκει.
΄Οπως ανήκει και σε μένα το δικαίωμα να είμαι προοδευτικός μεταρρυθμιστής, να επιδιώκω τη βελτίωση της κοινωνίας μας και την ποιοτική αναβάθμιση των πολιτών που την απαρτίζουν, δίχως να είμαι και να δηλώνω με το ζόρι «αριστερός».
Στο κάτω κάτω τής γραφής, είναι η ίδια η αριστερά που αμαύρωσε ανεπιστρεπτί την εικόνα της, με τα γκούλακ και τις «διεθνιστικές» επεμβάσεις, τη δικτατορία του προλεταριάτου και την ανανέωση τύπου Τσαουσέσκου, τις μαζικές εκκαθαρίσεις και το Τείχος, τον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο και τη σοσιαλφασιστική βία στους χώρους παραγωγής τής σκέψης.
Μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικοδόμηση αυτού τού νέου πολιτικού χώρου, τής φιλελεύθερης προοδευτικής μεταρρύθμισης, είναι η ριζική αλλαγή της νοοτροπίας και η ολοκληρωτικώς απόρριψη των προηγουμένων αγκυλώσεων: Ο τυφλός, άκριτος καθαγιασμός τής αριστεράς, το «αγωνιστόμετρο» και το «αριστερόμετρο», ως στοιχεία αξιολόγησης οποιασδήποτε ενέργειας, ο φανατισμός τού αριστερού κράτους εν κράτει (όπως φαίνεται από την κατάσταση που επικρατεί στα «αριστερά» ΑΕΙ τής πατρίδας μας), εδώ και καιρό δεν έχουν πλέον θέση σε μια αναδυόμενη και ανασυγκροτούμενη ευρωπαϊκή κοινωνία.
Με λίγα λόγια, αξίζει να διατηρηθούν τα θεμέλια διδάγματα τού Διαφωτισμού, ο χωρισμός κράτους και εκκλησίας, επί παραδείγματι, και η καθολική διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας, μέσω τής ανοικτής παιδείας, αξίζει να διατηρηθούν ορισμένες παγκόσμιες ανθρωπιστικές ιδέες (που κι αυτές παραποιήθηκαν και χρήζουν απολύμανσης), αλλά το αριστερό οικοδόμημα, ως σύνολο, αποδεικνύεται έωλο, δηλαδή μπαγιάτικο, και ως εκ τούτου ξεπερασμένο. Αν η αριστερά –για να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, κυρίως ή/και αποκλειστικώς, ο κυβερνητικός ΣυΡιζΑ– συνεχίζει να επιμένει στις γνωστές ιδεοληψίες κι ετικέτες, θα πρέπει τουλάχιστον να τις συμπληρώσει με αναθεώρηση της ελληνικής ιστορίας καθώς και με ορισμένα διαυγή χαρακτηριστικά, όπως η απαλλαγή από το «κομμουνιστικό μοντέλο» (παλιό και νέο) και η υιοθέτηση ενός σαφούς, άνευ «ναι μεν, αλλά», δυτικοευρωπαϊκού προσανατολισμού, με στόχο την ανάληψη (μέσω της συμμετοχής σε κυβερνήσεις προγραμματικής συνεργασίας –τι να κάνουμε, οι αριθμοί το λένε, σύντροφοι) της κυβερνητικής εξουσίας και όχι την αιώνια παραμονή στην ανέξοδη αντιπολίτευση και τη διαρκή εστίαση στα κινήματα διαμαρτυρίας, τα οποία –να το πούμε κι αυτό!– συχνά δεν ξέρουν γιατί διαμαρτύρονται ή διαμαρτύρονται για λόγους εχθρικούς προς την υγιή ανάπτυξη τής κοινωνίας.
Σήμερα το καπιταλιστικό σύστημα έχει φθαρεί και αλλοιωθεί, στη χώρα μας ίσως δεν υπήρξε –στην κανονική του διάσταση– ποτέ.
Το κράτος, μέχρι την κρίση, είχε αναλάβει την ευθύνη για τα πάντα –από το εισόδημα τής μεσαίας τάξης μέχρι την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων και τη βιομηχανική ανάπτυξη.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση τη σημερινή εποχή της χρεοκοπίας, το κράτος δήλωνε πρόθυμο να κάνει τα πάντα για να διασώσει τον ιδιωτικό τομέα (ουσιαστικώς κρατικοποιώντας τον), δηλαδή να διασώσει το κύριο σώμα του «επάρατου» καπιταλισμού.
Τώρα βρισκόμαστε μέσα σε μια συστημική κρίση, είναι αλήθεια, μόνο που αυτό το σύστημα δεν είναι καπιταλισμός –είναι μια υβριδική κατασκευή που παραπέμπει στα μικροαστικά και σοσιαλιστικά κινήματα τού 20ού αιώνα, συν την «ιδιαιτερότητα» τής καθ’ ημάς Ανατολής.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το σύστημα αυτό «συντεχνιασμό», και αν το καλοεξετάσουμε θα δούμε ότι στην ουσία είναι «αντικαπιταλιστικό»: Ο συντεχνιασμός επιβραδύνει τη δυναμική που παράγει δημιουργική εργασία, ταχεία ανάπτυξη και ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου, έντιμου κέρδους και αληθινής προόδου.
Ο συντεχνιασμός συντηρεί ρελαντί ρυθμούς ανάπτυξης μαζί με τις γνωστές σπατάλες, ενώ, ταυτοχρόνως, αντιπαραγωγικές αλλά «δικτυωμένες» επιχειρήσεις παρασιτούν εις βάρος άλλων που έχουν δυναμισμό αλλά όχι και διασυνδέσεις.
Να μη μας εκπλήσσει ότι η «νέα αριστερά» πρωταγωνιστεί στην υπεράσπισή του: Δυστυχώς, ακόμη και τώρα (εκτός αν άλλαξε θέση τελευταία), ο πιθανός αυριανός πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας νοσταλγεί, μεταξύ άλλων, την κρατική Ολυμπιακή, μια άκρως προβληματική επιχείρηση την οποία το διακομματικό γαλαζοπρασινικοκκινορόζ διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα υποβοηθούσε σκανδαλωδώς, εν ονόματι, μάλιστα, τού δημοσίου συμφέροντος, διάβαζε τού υπερκομματικού κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού.
Η λογική και η ηθική τού πληθυντικού συντεχνιασμού, λοιπόν, δημιουργεί δυσλειτουργικούς τομείς που επιβιώνουν χάρη στα χρήματα των φορολογουμένων, παρά την ανικανότητά τους να προσφέρουν ανταγωνιστικά προϊόντα και εξαιρετικές υπηρεσίες στους πελάτες τους. 




Έτσι, συγκροτούνται αρτηριοσκληρωτικές οικονομίες με μηδενική ή αρνητική ανάπτυξη, που δεν παρέχουν ευκαιρίες, κυρίως στους νέους ανθρώπους.
Οι πολίτες βολεύονται όπως όπως σε απηρχαιωμένα κράτη, όπου ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια όσων διαπλέκονται και διατηρούν δεσμούς με την εκάστοτε εξουσία: εθνική ή τοπική, λίγο αλλάζει.
Όμως επιτρέψτε μου να επιμείνω: δεν πρόκειται για «καπιταλισμό», πρόκειται για μεταβίβαση ισχύος από τους κεφαλαιοκράτες και τους καινοτόμους στους κρατικούς αξιωματούχους: Η Ελλάδα τού πρασινογάλαζου υπαρκτού σοσιαλισμού, η Ελλάδα τελευταίο προπύργιο τού σοσιαλισμού στην Ενωμένη Ευρώπη.
Κι όμως, όλοι οι ευνοημένοι αυτού τού κομματαρχικού συστήματος αρθρώνουν σήμερα «αντικαπιταλιστικό» λόγο, που συνοδεύεται από την κολακεία τού «λαού» και της «φτωχολογιάς» (στην οποία, ως γνωστόν, αφιερώνουν κάθε τους τραγούδι).
Ο δογματικός αντικαπιταλιστικός λόγος, που συνήθως προέρχεται από άγνοια και υπεραπλουστεύεις, αναφέρεται επίσης στην έλλειψη ρυθμιστικής νομοθεσίας: ζητεί δηλαδή περισσότερη κρατική παρέμβαση, ρουσφέτια και συντεχνιακό περιβάλλον.
Όμως ένα τέτοιο σύστημα είναι, από τη φύση του, ασθενικό κι ετοιμοθάνατο. Είναι να απορεί κανείς πώς ένα τέτοιο μοντέλο, βαθιά αντικοινωνικό και αντιλαϊκό, τού κρατικού και συντεχνιακού καπιταλισμού, έχει τέτοιο σουξέ –αν κρίνουμε από την πρόσφατη απήχηση τού ΣυΡιζΑ– σε μια ολόκληρη νέα γενιά που μεγάλωσε με το Ίντερνετ, το οποίο αποτελεί επί των ημερών μας τη μεγαλύτερη παγκόσμια ελεύθερη αγορά αγαθών και ιδεών.
Σήμερα, η αριστερά που γεννήθηκε τον 19ο αιώνα, μοιάζει καθηλωμένη στις συνθήκες τού αιώνα που τη γέννησε. Και δημιουργεί τείχος μπροστά στον ορθολογισμό, στα απλά καθημερινά επιχειρήματα αιτίας-αποτελέσματος.
Όπως σε όλα, έτσι και στα ζητήματα τής «αριστεράς» (ό,τι σημαίνει πια αυτό), στην Ελλάδα αυτοσχεδιάζουμε.
Δεν λαμβάνουμε υπόψη την πείρα άλλων χωρών, αγνοούμε πώς οι «άλλοι» προσπαθούν να βρουν λύση σε παρόμοια με τα δικά μας προβλήματα.
Είναι μάλλον μετρημένοι αυτοί που ενδιαφέρονται πραγματικά και ασχολούνται συστηματικά με τα τεκταινόμενα στη διπλανή μας πόρτα, την Ιταλία δηλαδή, στην οποία απόκτησε τώρα τελευταία κάποια ιδαίτερη και ενδιαφέρουσα δυναμική το φιλελεύθερο προοδευτικό μεταρρυθμιστικό κίνημα.
Μέσα σε δυό δεκαετίες, το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα τής Δυτικής Ευρώπης δεν δίστασε να προχωρήσει σε κοσμογονικές αλλαγές, αλλάζοντας ακόμη κι όνομα, από Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα σε Κόμμα τής Δημοκρατικής Αριστεράς έως το σημερινό, νέτο σκέτο, Δημοκρατικό Κόμμα.
Η απάλειψη τού όρου αριστερά από το όνομά του υπήρξε καθοριστική, δηλωτική ενός νέου προσανατολισμού.
Ένας νέος προσανατολισμός που επισφράγισε η εκλογή τού Ματέο Ρέντσι και η προχθεσινή επιτυχία με το εκπληκτικό 41%.
Όμως η δική μας αριστερά δεν ασχολείται με κάτι τέτοια, δεν την ενδιαφέρουν οι απόψεις που εκφράζουν οι «δεξιοί ρεφορμιστές», η δική μας αριστερά τα ξέρει όλα!
Κι όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει!

Κωνσταντίνος Πατέστος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου