21.10.14

Καρακατιναριό, ή πολιτικά ορθή υποκρισία;



Οι τακτικοί αναγνώστες του Ορθογράφου, ίσως θυμούνται ότι έχω μια ιδιαίτερη αλλεργία στους οπαδούς της πολιτικής ορθότητας (politically correct για όσους ομιλούν την αρχαίαν ελληνικήν).
Τους θεωρώ ένα είδος αυτόκλητων εισαγγελέων και δικαστών και μάλιστα του χειροτέρου είδους που υπάρχει: Αυτού που αναζητεί να καταδικάσει όχι πράξεις, αλλά προθέσεις.



Κάτι εξ ορισμού σχεδόν απολύτως αντι-φιλελεύθερο, όχι με την έννοια του αντίθετου στον Τζήμερο π.χ. που στους λοιπούς «φιλελέδες» (τί άσχημη λέξη αλήθεια), αλλά του αντίθετου στην ελευθερία με την κλασσική έννοια της λέξης – την «καλή» αν προτιμάτε.
Του αντίθετου στο πνεύμα του διαφωτισμού, στο πνεύμα της επιστήμης, στο πνεύμα της σύγχρονης εποχής που απορρίπτει (ή θα έπρεπε να απορρίπτει) την έννοια της ψυχής και των «καλών» ή «κακών» προθέσεων αυτής…




Αλλά όλα αυτά είναι, κακά τα ψέματα, πολύ πρόσφατα για να έχουν αφομοιωθεί πλήρως.
Κι αν αυτό σας φαίνεται υπερβολικό καθώς μεσολάβησαν λίγο παραπάνω από 200 χρόνια από το Διαφωτισμό και μερικές δεκαετίες από τη λεγόμενη τεχνολογική επανάσταση, είναι επειδή ξεχνάτε ότι η συνολική ανθρώπινη ιστορία που διαμορφώνει νοοτροπίες και συμπεριφορές μετριέται σε αιώνες και χιλιετίες. Για να μην πω σε δεκάκις χιλιετίες.
Κατά συνέπεια όλα αυτά είναι όντως πολύ πρόσφατα.
Άρα αδύνατον να εξαλείψουν τον ιεροεξεταστή μέσα μας. Που πλέον εμφανίζεται συχνά και σε άλλες μορφές, πιο «εκλεπτυσμένες», πιο «προοδευτικές», πιο «μετριοπαθείς».
Διότι αυτό πάνω-κάτω είναι η πολιτική ορθότητα και αυτοί είναι οι οπαδοί της. Συνοπτικά δηλαδή.
Αλήθεια όμως, πώς τους θυμήθηκα αυτούς;
Βασικά και πηγαίνοντας αντίστροφα στο χρόνο, θυμήθηκα πριν απ’ αυτά ότι πριν όχι πάρα πολύ καιρό κάποιος έβγαλε ένα πολιτικό σποτ με μια γκομενούλα που μιλούσε για την "πρώτη της φορά".
Το σποτ ήταν υποτίθεται χαριτωμένο και ολίγον χιουμοριστικό αν και κατά την ταπεινή μου γνώμη, αποτύγχανε σε αμφότερα.
Αλλά κανείς δεν το  κατηγόρησε τότε γι' αυτό.
Δέχτηκε όμως σωρεία πυρών (πολλά εκ των οποίων φίλια) διότι ήταν λέει, σεξιστικό.
Διότι λέει, δεν έπρεπε να ξεχωρίσει τα κοριτσάκια από τα αγοράκια σε σχέση με την πρώτη τους φορά.
Διότι, λέει πάντα, είναι το ίδιο πράγμα. Οφείλει να είναι.
Πράγματι, μετά το σούσουρο και μετά από λίγες μέρες ακολούθησε ένα καινούργιο σποτάκι, αυτή τη φορά με ένα αγοράκι. Εκείνο μάλιστα, είχε πλάκα.
Διότι σοβαρά ήταν αδύνατο να το πάρει κανείς…
Πάντως κάπως έτσι όλοι έμειναν ικανοποιημένοι και το θέμα έληξε.
Δημοκρατία έχουμε εξάλλου, όλοι ψηφίζουν και κανενός η ψήφος δεν περισσεύει. Δεν είναι πάντα κακό να στρογγυλεύονται αυτά τα πράγματα.
Τι ήταν όμως αυτό, το αρχικό, που ξεκίνησε να μου τα θυμίζει όλα αυτά;
Το ότι ζήσαμε πρόσφατα στην εξωτική και αναξιοπαθούσα χώρα μας, την επίσκεψη μιας ωραίας γκόμενας που μόλις παντρεύτηκε έναν ωραίο (και διάσημο) γκόμενο εμφανιζόμενη ως η (μόνο αυτή άραγε;) μεγαλοδικηγόρος που θα έλυνε όσα δε λύσαμε επί δεκαετίες σε σχέση με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα.
Είδε μάλιστα και υπουργούς (μία εξ' αυτών επίσης ωραία γκόμενα), μέχρι και τον πρωθυπουργό και όλα μια χαρά.
Πλην όμως σε ορισμένους δε μας άρεσαν μερικά πράγματα.
Π.χ. το ότι κανείς δεν κατάλαβε ως ακριβώς τί την υποδεχτήκαμε.
Ως δικηγόρο;
Ως σελέμπριτι σύζυγο;
Ως ωραία γκόμενα;
Και γιατί θα έπρεπε εφόσον ήρθε για «σοβαρό» κι «ανώτερο» σκοπό να ασχολούμαστε με τί φορά και με ποια σως συνόδεψε τις γαρίδες της (ή μήπως ήταν καραβίδες;).
Μήπως όλα αυτά πρόδωσαν έναν ασυγχώρητα μεγάλο επαρχιωτισμό που επιμένει να μας διακρίνει;
Μήπως για άλλη μια φορά δε σταθήκαμε ως πολιτικό σύστημα, ως δημοσιογραφικό συνάφι αλλά και ως λαός-καταναλωτής ειδήσεων ικανοί να ξεχωρίζουμε αυτά που όλοι κανονικά θα έπρεπε να μπορούν να ξεχωρίσουν;
Το αστείο με το σοβαρό, το ουσιαστικό με το κουτσομπολιό, κλπ κλπ;
Όλα αυτά γράφτηκαν και ειπώθηκαν ήδη, δεν περίμενε κανείς να τα πω κι εγώ. Και δε θα τα έλεγα, ωστόσο άλλο ήταν αυτό που κέντρισε την προσοχή μου. Πρόσεξα ότι όταν τα έλεγε κάποιος αρσενικού γένους, η όποια κριτική που δέχονταν αν δεν ήταν επί της ουσίας (συμβαίνει  - ακόμα – κι αυτό καμιά φορά) το πολύ-πολύ να άκουγε ότι θα όφειλε, ως σωστό αρσενικό, να εστιάσει στα κάλλη της συγκεκριμένης χωρίς πολλά – πολλά.
Σαν αρσενικό και γω, δε διαφωνώ επί της αρχής.
Όλοι οι άντρες ξέρουμε να συγχωρούμε τόνους ανοησίας και σαχλαμάρας όταν εμπλέκεται καμιά ωραία γκόμενα (βλέπετε την αιώνια βουλευτίνα Ράπτη, ή την μονίμως μέσα στα πράγματα Καϊλή). 




Πρέπει κανείς να ξέρει τα ελαττώματά του και αμαρτία ομολογημένη δεν είναι αμαρτία (ή είναι μισή, όρκο δεν παίρνω).
Όταν όμως τα ίδια τα επισήμαινε κάποια θηλυκού γένους, το τί άκουγε δεν περιγράφεται.
«Ζηλεύει» σου λέει, «βγάζει χολή», διότι «έτσι κάνουν οι γυναίκες», «τα ξέρουμε αυτά».
Δεν την έσωζε την έρμη ούτε κι αν ήταν ωραία γκόμενα η ίδια.
Μπορεί να είναι κι έτσι.
Αλλά ενώ θα περίμενα να κατακεραυνωθούν οι ανωτέρω κριτικές και σχόλια από τους οπαδούς της πολιτικής ορθότητας, με όχι μικρή έκπληξη, δεν είδα τίποτα.
Με προβλημάτισε αυτό αρκετά.
Να πω τη μαύρη αλήθεια, θεωρία που να εξηγεί αυτή την αδικία (διότι είναι δυο μέτρα και δυο σταθμά, αυτό δε μου το βγάζει κανείς απ’ το μυαλό) μετά βεβαιότητας δεν έχω.
Αν σκεφτώ κάτι που να στέκει, ίσως το γράψω αργότερα.
...Αλλά τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν έχει σημασία.
Δεν είναι κακό.
Σε τελική ανάλυση χίλιες φορές το καρακατιναριό, το κουτσομπολιό, τα γκομενικά και εν γένει το επίπεδο αυτό παρά το να μπλέκουμε (ξανά) μέσα στον υποκριτικό κυκεώνα της πολιτικής ορθότητας.
Τουλάχιστον αυτό έχει πλάκα.
Σε ότι αφορά στις κυρίες που έπεσαν θύμα άδικων επιθέσεων από την εμπροσθοφυλακή των τρεχουσών κοινωνικών αντιλήψεων, έχουν τη συμπάθειά μου.
Ας παρηγορηθούν με τη σκέψη ότι καμιά φορά είναι προτιμότερο να τιμωρηθείς για κάτι που δεν έκανες παρά να σε σώσουν οι λάθος άνθρωποι και για τους λάθος λόγους!

Ο Παραβάτης









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου