4.3.15

Η λογική του εθνικού μας ήρωα…



Το ερώτημα τίθεται από την κοινή λογική: γιατί δεν πρέπει να ψηφίσει η δική μας Βουλή τη συμφωνία με τους θεσμούς/τρόικα, όταν την ψηφίζει, λ.χ., η γερμανική Βουλή;
Η κυβέρνηση κρίνει ότι δεν πρέπει, προφανώς επειδή δεν έχει σκοπό να δώσει στην αριστερή πτέρυγα της Κ.Ο. την ευκαιρία ώστε να εκδηλωθεί ως εσωκομματική αντιπολίτευση.




Την άποψη της κυβέρνησης, ωστόσο, επικροτούν και δύο «σοφοί», οι Γ. Κασιμάτης και Γ. Κατρούγκαλος, με κοινό άρθρο τους σε κυριακάτικο φύλλο. Δεν πρόκειται για τυχαία πρόσωπα.
Ο μεν Γιώργος Κασιμάτης, άλλοτε σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου, ανήκει στους «σοφούς του έθνους», δηλαδή στη χορεία των Μίκη Θεοδωράκη, Μανώλη Γλέζου, Λάκη Λαζόπουλου κ.ά.
Ο δε υπουργός Κατρούγκαλος ανήκει στους «σοφούς του ΣΥΡΙΖΑ», με τον Μηλιό, τον Μπαλτά, τον Μητρόπουλο κ.ά.



Οι δύο «σοφοί» ξεκινούν με την παραδοχή ότι οι συμβάσεις δανεισμού «πλήττουν την ύπαρξη της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα αγαθά της πολιτισμικής της κληρονομιάς (σ.σ.: π.χ., τα Καγιέν, τα πούρα Αβάνας κ.λπ.) και της ιστορίας της, προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη [...] παραβιάζουν όλες τις βασικές ανάγκες αξιοπρεπούς διαβίωσης και ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου».
Με αυτό ως δεδομένο, επισημαίνουν ότι η συμφωνία παράτασης ανήκει στη διαδικασία διαπραγμάτευσης και δεν δεσμεύει το περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας, στην εκπνοή του διαστήματος των τεσσάρων μηνών.
Κατά συνέπεια, κρίνουν ότι η συμφωνία «δεν είναι ανάγκη, ούτε πρέπει πολιτικά και συνταγματικά, να εγκριθεί από τη Βουλή», διότι, αν το κάνει, η Βουλή θα είναι υποχρεωμένη να μπει στην ουσία του ζητήματος και να αποφασίσει για το κύρος των δανειακών συμφωνιών, ενώ κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν αφού η διαπραγμάτευση είναι εν εξελίξει.
Το επόμενο στάδιο στον συλλογισμό των δύο «σοφών» αφορά το τι θα κάνει η Βουλή αν, στο τέλος του τετραμήνου, η κυβέρνηση παρουσιάσει στη Βουλή την τελική συμφωνία προς κύρωση.
Ακόμη και αν η Βουλή υπερψηφίσει τη συμφωνία, υποστηρίζουν, αυτή θα είναι άκυρη εφόσον δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, τις Συνθήκες της Ε.Ε. και το Διεθνές Δίκαιο ―δηλαδή, με όλα αυτά περί πολιτισμικής κληρονομιάς, ιστορίας, βασικών αναγκών αξιοπρεπούς διαβίωσης κ.λπ. που αναφέρονται στην αρχή.
Αυτό ισχύει, υπογραμμίζουν οι δύο «σοφοί», εφόσον έχει υπάρξει συμφωνία με τους εταίρους όπως τη θέλουν οι Κασιμάτης και Κατρούγκαλος.
Αν όμως δεν υπάρξει, αν δηλαδή οι εταίροι εξακολουθούν να συναρτούν τη χορήγηση ρευστότητας με την εκτέλεση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, τότε τι γίνεται;
Εδώ, θα συνιστούσα να βάλετε γυαλιά ηλίου, γιατί η λάμψη της απάντησης που δίνουν οι δύο «σοφοί» τυφλώνει. (Ενδεχομένως και να κουφαίνει ―η επιστήμη δεν έχει καταλήξει...)
Αν δεν μας δώσουν την υπολειπόμενη δόση, επειδή δεν θα έχει προκύψει νέα συμφωνία για την παλιά που έμεινε μετέωρη, οφείλουν εντούτοις να καταβάλουν την τελευταία δόση της παλιάς συμφωνίας, διότι, αν δεν το κάνουν, η άρνησή τους «θα αποτελεί άσκηση οικονομικής βίας».
Εγώ νομικός δεν είμαι και ίσως αυτό με βοηθά να δω πίσω από το περισπούδαστο ύφος των «σοφών» τη διαχρονική λογική του υπέρτατου ήρωα του Υπαρκτού Ελληνισμού. (Αυτός που τον διεκδικούν οι Τούρκοι, αλλά είναι δικός μας.) Πρόκειται για τη λογική που λέει: τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου. Είναι μια λογική με την οποία ο καθένας σε αυτή τη χώρα θα συμφωνήσει αμέσως, εφόσον βρίσκεται από την πλευρά των ευνοημένων, καθώς, στο πλαίσιο του «συναμφότερου», που λέει κι ο Ζουράρις, ο άκρατος ιδεαλισμός μπορεί να συνυπάρχει θαυμάσια με τον πιο χυδαίο κυνισμό.
Ωστόσο, ήταν ανάγκη αυτή η απλή αλήθεια, στην οποία βασίζεται η ιδιαιτερότητα του Υπαρκτού Ελληνισμού, να δοθεί τυλιγμένη σε νομικίστικες περικοκλάδες; Μπορούσε να εκφρασθεί αποτελεσματικότερα, με τρόπο που θα γινόταν αμέσως κατανοητός από τον ελληνικό λαό, μέσω του θεάτρου σκιών...
Νοσταλγικό υστερόγραφο:
Με τον Γιώργο Κασιμάτη, τον καθηγητή, είχα μια σύντομη συγγενική σχέση (μονομερώς, εκείνος δεν είχε ιδέα...) κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μου. Ηταν τον καιρό που το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στο απόγειο του θριάμβου του και ο κομματισμός είχε διαβρώσει το στράτευμα. Ο Γ. Κασιμάτης ήταν πασίγνωστος τότε ως νομικός σύμβουλος του Παπανδρέου και ισχυρός παράγων στο περιβάλλον του.
Επόμενο ήταν, λοιπόν, κάθε αξιωματικός που με έβλεπε μεγάλο στην ηλικία και σε θέση γραφείου να με ρωτά «τι τον έχεις;».
Εγώ χαμογελούσα με ελαφρά συγκατάβαση και έλεγα κάτι όπως: «Α, ο θείος Γιώργος...».
Εκείνοι αμέσως μαλάκωναν και ποτέ πια δεν μου δημιουργούσαν προβλήματα. Χρωστώ αυτή την υποχρέωση στον Γ. Κασιμάτη, τον «θείο», και τριάντα χρόνια αργότερα εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου για την ευεργεσία που μου παρέσχε η φήμη του ονόματός του.

Στέφανος Κασιμάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου